Γράφει η Βούλα Λεοντίδη – Πλάτωνα

΄Ηταν δική μας δουλειά, των παιδιών θέλω να πω, να μαζεύουμε τα γίδια από τον γιδάρη. Δεν χωρούσε συζήτηση …ούτε γιατί. Απλά, ήταν δική μας δουλειά. Όλα τα γίδια του μαχαλά, αυτά δηλαδή που είχε η κάθε οικογένεια στο σπίτι της, τα μάζευε ο γιδάρης το πρωί, τα πήγαινε για βοσκή όλη την ημέρα και τα έφερνε πάλι πίσω το βράδυ. Γιδάρης τότε, στα μικρά μου χρόνια, ήταν ο Αντώνης.

Μικροκαμωμένος και λιπόσαρκος, με πρόσωπο σκουρόχρωμο που το φώτιζε η αθώα και γελαστή ματιά του.

Ήταν από άλλο χωριό, στο δικό μας είχε έρθει για να δουλέψει ως γιδάρης και ζούσε μόνος μακρυά από την οικογένειά του.

Έμενε σε ένα κελί, που του είχε παραχωρήσει η Κοινότητα, στο παλιό μοναστήρι της Παναγίτσας. Άναβε φωτιά στο μισογκρεμισμένο μπουχαρί, για να ετοιμάσει το φτωχικό φαγάκι του και κρεμούσε τα λιγοστά του υπάρχοντα στους μαυρισμένους τοίχους. Εκεί κρεμούσε και την βαριά κάπα του, που ήταν φτιαγμένη από τραγόμαλλο και δεν άφηνε να περάσουν μέσα το κρύο και η βροχή. Όταν ο Αντώνης φορούσε την κάπα και τις ψηλές γαλότσες στα πόδια κυριολεκτικά εξαφανίζονταν και ούτε που καταλάβαινες αν υπήρχε άνθρωπος μέσα σε αυτή!

Στην μικρή παραθύρα, δίπλα στο μπουχαρί, ακουμπούσε την χειρολάμπα, που μύριζε πετρέλαιο και το λερό δεφτέρι όπου σημείωνε με ένα μολυβάκι, που το σάλιωνε κάθε φορά, τα ξοφλημένα και τα χρωστούμενα. Κατά καιρούς ερχόταν και η γυναίκα του, για να του φέρει αλλαξιές

. Ο γιδάρης ο Αντώνης λοιπόν, αφού μάζευε τα γίδια το πρωί, κατηφόριζε για τα Μαξάλωνα και κατόπι ανήφοριζε στον Αηλιά, όπου το κοπάδι εύρισκε καλή βοσκή στο δάσος από πουρνάρια και άλλα κλαριά που απλώνονταν εκεί. Νωρίς το απόγευμα τα κατέβαζε στην Τριάμνα για να τα ποτίσει και ύστερα σιγά σιγά ανηφόριζαν για το χωριό.

Έτσι την ώρα που χαμήλωνε ο ήλιος, αφήναμε το παιχνίδι και βγαίναμε στην ράχη του Κατσουλίδη, εκεί που ξεπροβοδίζαμε τα γίδια το πρωί, εκεί τα περιμέναμε το βράδυ. Ανηφόριζαν σιγά σιγά από τα Μαξάλωνα με τα κουδουνάκια και τους κίπρους να χαλούν τον κόσμο και αχόρταγα τραβούσαν εδώ και εκεί πρασινάδες και κλαριά από τους όχτους και μασουλούσαν βιαστικά.

Από κοντά και ο γιδάρης, που φώναζε κάθε τόσο εϊ …εϊ…εϊ…εϊιιι και οϊ…οϊ…οϊ…οϊιιι, τραβώντας πίσω του κάποια τούφα πουρνάρι ή ένα δεμάτι ξερές ασφάκες για ν΄ ανάψει φωτιά και να ετοιμάσει το βραδυνό του. Έφταναν στην ράχη κι εκεί χωρίζονταν, το καθένα τραβούσε για το κατοικιό του και ούτε που μας χρειάζονταν, παρά μονάχα για να έχουμε το νου μας μην μπουν σε ξένο κήπο ή αυλή και κάνουν ζημιά.

Εκείνο το απόγευμα ο βοριάς παγωμένος σφύριζε μανιασμένα και στην ράχη άνθρωπος δεν μπορούσε να σταθεί. Είχαμε στριμωχθεί όλα στην ξερολιθιά που έκλεινε την αυλή του κοντινού σπιτιού και χουχουλιάζαμε τα χέρια που είχαν ξυλιάσει. Καρδιά του Χειμώνα, παραμονή των Φώτων.

Τέτοιον καιρό το κοπάδι ανεβαίνει γρήγορα την ανηφοριά, κι ούτε στιγμή δεν στέκονται να χαζολογήσουν και να κλέψουν τα τσουρουφλισμένα από την χειμωνιά και τον πάγο κλαριά. Είναι βλέπεις τα νεογέννητα κατσικάκια που περιμένουν στο σπίτι κι οι μάνες δεν βλέπουν την ώρα να βρεθούν κοντά τους.

Είδα την Φλώρα μας μπροστά μπροστά, βιάζονταν να φτάσει σπίτι, δυο κατσικάκια, δεν είχε δυο – τρεις μέρες που τα γέννησε, την περίμεναν. ΄Εψαξα με την ματιά και την Κανούτω μας, ήταν ετοιμόγεννη.

«Έτσι που είναι βαριά, πίσω πίσω θα έρχεται», σκέφτηκα. Είδα την Σιούτα και την Μαλτέζω της Βαγγελής, είδα την Μπάλια της Μανούσοβας, την Ασπρούλα της βάβω – Μαρούκως, πουθενά η Κανούτω. Ο γιδάρης ανέβαινε και αυτός αργά, κουρασμένα, είχε δύο κατσικάκια στα χέρια και ένα στο σακούλι που είχε κρεμασμένο στην πλάτη του . «Απ την Κανούτω μας θα είναι», είπα μέσα μου.

Πήγα κοντά, με κοίταξε με βλέμμα θαμπό από την κούραση, η ανάσα του κοντή ίσα που έβγαινε.

– Η Κανούτω απόμεινε πίσω, είπε με φωνή στεγνή.

-Τι πίσω, είπα χαζά

– Δε καταλαβαίν’ς; Απόμ’νε πίσω, γενν΄σι……δεν τ΄ν είδε η μάνα σ’ το πρωί ….. τι την έβγαλι …τρεις γένν’σαν ισήμερις ……τι να σ’ κάνω κ’ ιγω ….μοναχός μ’ είμαι. Τον άφησα να μουρμουρίζει κι έτρεξα σπίτι

. -Μάναα, φώναξα λαχανιασμένη από την εξώπορτα. Η μάνα μου ήταν στο αχούρι, είχε βγάλει τα δυο κατσικάκια της Φλώρας από την καλάθα.

Όλη μέρα εκεί μέσα τα κρατούσε σκεπασμένα, για να είναι ζεστά. Εκείνη τα έγλειφε και αυτά χωμένα μέσα στα σκέλια της βύζαιναν και από τα δυο της μαστάρια, κουνώντας ευχαριστημένα τις μικροσκοπικές τους ουρίτσες.

Η μάνα μου έβαζε αραποσίτι και πίτουρα στον νταβά για την Φλώρα

. -Ο γιδάρης λέει πως η Κανούτω έμεινε πίσω, είπα με κομμένη ανάσα. Σήκωσε το κεφάλι κι άφησε τον νταβά να πέσει χάμω, γεμίζοντας τον τόπο γύρω από την ταϊ που χύθηκε. Με κοίταξε αλαφιασμένη.

-Τι λέει μωρέ ο ανέφταστος , τι λέει ο ξωπαρμένος …..

-Λέει ….δεν την είδες το πρωί που ήταν ετοιμόγεννη για να μην την βγάλεις ….

– Κακή του ημέρα και μαύρη του, που θα μου πει εμένα ……. δε φαίνονταν μωρέ, δε φαίνονταν!

Έβαλε πάλι τα χορτασμένα κατσικάκια μέσα στην καλάθα, τα σκέπασε βιαστικά, γέμισε ξανά τον νταβά με αραποσίτι και πίτουρα για την Φλώρα και κίνησε ανταριασμένη να πάει να βρει τον γιδάρη. Πάνω εκεί έφτανε κι αυτός στην πόρτα μας «σαν την ώρα την χαλασμένη».

-Ούϊ μωρέ τρυπιάρ΄ τι μου ΄κανες, ούϊ μωρέ ουρσούζ΄ …..πάει η γίδα μ΄, θα τη σκισ΄ ου λύκος . – Μη κάν΄ ς ετσ΄ κυρά Βαγγέλαινα, θα πάω να την βρω

. – Που θα πας χαλασιά σ΄ όλη νύχτα, που θα την βρεις ;

-Τι σε νοιαζ΄ ισένα, ξέρω ιγώ.

-Θα σι μαζέψουν οι σαϊταναραίοι αυτού σιακάτ’ μωρ΄ έρμε! Δωδεκάημερα είναι ακόμα!

Στην ώρα πάνω φάνηκε και ο πατέρας μου που γυρνούσε από το καφενείο και έμαθε τα καθέκαστα .

-Καλά, κάτσε λίγο να ξαποστάσεις, ν΄αλλάξω κι θα πάμε μαζί.

-Αϊ μωρέ προκομμένε έλα μέσα να παρ΄ς μια πύρια, του λέει η μάνα μου μαλακωμένη, κι κατόπι πας. Μπήκαμε στο ζεστό μαντζάτο. Πάνω στην μασίνα έβραζε η παλιά κότα, που η μάνα μου είχε σφάξει για την κοτόσουπα των Φώτων

-Δεν έφκιακα ακόμα τη σούπα, αλλά θα σου βάλω λίγο ζ΄μι να στανιάρ’ς.

Με την μεγάλη κουτάλα έβαλε σ΄ένα βαθύ πιάτο ζωμό και το ένα πόδι της κότας, του έδωσε και μια μεγάλη φέτα ψωμί.

-Κάντο παπάρα να σ΄ πιαστεί. – Θα πάω κι εγώ. Γύρισαν όλοι και με κοίταξαν.

-Πού θα πας; -Θα πάω για την γίδα. -Αϊ μωρ στριγλοπούλα π΄θα πας κι εσύ …. έχεις ματαπάει κάτω στα ραϊδιά; Μουρμούρισε η μάνα μου.

-Όχι, θα πάω τώρα.

-Τι λες γιέμ΄, χαμένο το ΄χεις, ξέρεις τι είναι εκεί …αγλιστρή κι ξεκόμματα.

-Θα πάω!

-Δε σκιάζεσαι;Ακόμα δεν έπεσε ο Σταυρός στο νερό για να ξεκουμπιστούν τα ξωτ΄κά.

-Αφού θέλει ας έρθει, λέει ο πατέρας μου

. -Κοίτα να την φέρεις πίσω με κανα ποδάρ΄ σπασμένο, γκρίνιαξε η μάνα μου και με κοίταξε κλεφτά, ωστόσο πρόλαβα να δω ένα αδιόρατο χαμόγελο και μια ιδέα περηφάνιας που άφησε να φανεί στην άκρη του ματιού. Για μια στιγμή, μόνο για μια στιγμή, άλλος να μην το δει.

-Πάρε ένα μάλλινο μαντήλι να βάλεις στο κεφάλι σου και έλα να σου δέσω και το σπαλέτο. Να βάζεις τα χέρια σου μέσα να μην ξυλιάσουν.

Πήραμε όλοι από ένα φακό και ξεκινήσαμε

. -Αντών ΄, φώναξε η μάνα μου στον γιδάρη την ώρα που φεύγαμε, αύριο έλα να σου δώκω ένα κομμάτ΄ κρεασόπ΄τα να κάν΄ς κι εσύ Φώτα, χρονιάρα μέρα είναι!

Γρήγορα αφήσαμε τα τελευταία σπίτια του χωριού και αρχίσαμε να κατηφορίζουμε για τα Μαξάλωνα. Για αρκετή ώρα προχωρούσαμε στο μαλακό μονοπάτι, ο ένας πίσω από τον άλλο πατώντας πάνω στα φωτεινά κομμάτια που άφηναν στο χώμα τα φακό. Ο παγωμένος βοριάς, που συνέχιζε να λυσσομανά, με χτυπούσε δυνατά στο πρόσωπο και μου έκοβε την ανάσα.

Σαν άρχισε η μεγάλη κατηφοριά το μονοπάτι γίνονταν σκληρό, μεγάλες πέτρες το γέμιζαν, που ξέφευγαν στο πάτημα και ροβολούσαν και σε έπαιρναν μαζί προς τα κάτω. Ο γιδάρης, που πήγαινε μπροστά, ήξερε τον τόπο κι έφευγε γρήγορα, τόσο που φορές φορές στέκονταν και μας περίμενε.

Ο πατέρας μου, καθώς πήγαινε πριν από μένα, κοντοστέκονταν κι αυτός και μού ΄λεγε «από δω έλα» ή «πήγαινε από εκεί», προσπαθώντας να με προφυλάξει από τις κακοτοπιές. Η κατηφοριά γίνονταν όλο και πιο δύσκολη και γλιστερή. Πηγαίναμε προς τα κάτω σχεδόν χωρίς να ελέγχουμε την πατημασιά μας και συχνά πυκνά κρατούσαμε την ισορροπία μας πιασμένοι από τις ασφάκες που φύτρωναν εκεί.

Αμυδρά μπορούσα να δω αριστερά να ξεκόβονται οι γκρεμοί που πήγαιναν κατά την Τριάμνα, κι από την άλλη μεριά να ξεχωρίζουν τα ραϊδιά και τα γιοφύρια. Μπροστά μας, ο σκοτεινός όγκος του Αηλιά, κρέμονταν λες από τον ουρανό. Στην ησυχία της νύχτας τίποτα άλλο δεν ακούγονταν παρά μονάχα οι πέτρες που χαρχάλευαν στο πέρασμά μας. Ευτυχώς ο δυνατός αέρας είχε πέσει κάπως και καθώς είχαμε κατέβει βαθειά κάτω στην ρεματιά δεν τον ακούγαμε σχεδόν καθόλου.

Όσο προχωρούσαμε προς τα κάτω ένας γλυκός ήχος από νερά που έτρεχαν, έσπαγε την ησυχία της νύχτας. Σταματήσαμε λίγο πριν περάσουμε το λάκκο. -Εγω λέω, εσύ να κάτσεις εδώ κι να μας περιμέν’ς, είπε ο γιδάρης, εμείς θα πάμε…. να ΄κεί, παρακατούλια κι ύστερα θα πάμε σιαπάν’ στον Αηλιά …. σ΄μά είναι …. ΄κεί θάναι μουλωμέν’ η γίδα. Δεν ήξερα να πω αν με πείραξε η κουβέντα του ή αν με βόλεψε. Η αλήθεια είναι πως είχα κουραστεί, είχα χτυπήσει κιόλας καθώς ροβόλαγα με τις πέτρες στην αγλιστρή, αλλά ούτε που το είπα. Στο ένα κότσι ένιωθα κάτι υγρό, σίγουρα είχε ματώσει. Από την άλλη, πώς να κάτσω μοναχή μου στα σκοτάδια; Η μάνα είχε πει πως ήταν δωδεκάημερα. Το ήξερα κι εγώ αυτό, ήξερα και για τα καλικατζάρια που τριγυρνούσαν τις νύχτες. Τι με έκανε αλήθεια να θέλω να ψάξω για την γίδα μας νυχτιάτικα;

Την γίδα ήθελα να ψάξω ή ήταν η περιέργεια από τις ιστορίες, που χρόνια άκουγα, για αυτά τα περίεργα όντα που έβγαιναν τις νύχτες τα Δωδεκάημερα και έκαναν ένα σωρό ζημιές. Και όλοι περίμεναν τα Φώτα να πέσει ο Σταυρός στο νερό, ν’ αγιάσει ο παππάς τα σπίτια, για να φύγουν και να μην ξαναφανούν .

-Κάτσε εδώ, μου είπε ο γιδάρης, κι αν ακούσεις κουδούν’ ή βέλασμα μην κουνηθείς μπιτ, ο κατσ’κοπόδαρος είναι και θέλ’ να μας ξεγελάσ’

. -Ποιος είναι ο κατσ’κοπόδαρος; Ρώτησα, όχι πως δεν ήξερα, αλλά έτσι, ήθελα να ξανακούσω αυτά τα περίεργα που λέγονταν για τις μέρες.

-Πως τα λέτε εσείς που διαβάζετε τα βιβλία; Ου καλικάτζαρος ……ου σαϊτάν’ς, έτσι τον λέω ιγώ, τι σας λέει ου δάσκαλος στο σκουλειό; Του καλό που σ΄θέλω, μη ταραχτείς απ΄ έδώ ….. άκ’σες ; Κι γκβέντες ν΄ακούεις, μην κραίν΄ς καθόλ’, γιατί θα σ’ πάρουν τ΄ φωνή, συμπλήρωσε. Κείνη την ώρα απ την απέναντι πλευρά ακούστηκε ένα κιπρί .

– Η Κανούτω θα είναι, λέει ο πατέρας μου.

-Όχι σας λέω, αγρίεψε ο γιδάρης, ξέρω ιγώ, να μ΄ακούτε ιμένα, είναι ο κατσ’κοπόδαρος κι θέλ’ να μας ξεγελάσ’ για να πάμε σ΄μά κι να μας τραβήξ’ στην τρύπα τ΄.

-Μην κουνηθείς από δω, μου λέει κι ο πατέρας μου, που μάλλον είχε μετανιώσει που με πήραν κοντά τους και ακολούθησε το γιδάρη που είχε ξεκινήσει. Κατέβηκαν γρήγορα τα λίγα μέτρα που τους χώριζαν από το λάκκο. Για λίγο έβλεπα το φως απ τα φακό και τις θολές σκιές τους ν΄ ανηφορίζουν στον Αηλιά κι ύστερα γρήγορα χάθηκαν μέσα στα πυκνά πουρνάρια που σκέπαζαν τον τόπο

. Κάθισα καταγής και μάζεψα τα γόνατά κοντά στο κορμί σφίγκοντάς τα με τα χέρια. Τον τόπο τύλιξε ένα παγωμένο αεράκι που ακούμπησε ανήσυχα την ψυχή.΄Εσφιξα πιο δυνατά τα χέρια μου για να συγκρατήσω το τρέμουλο. Κοίταξα ψηλά, ο ουρανός σαν μπλε σκούρο γυαλί ήταν κατάσπαρτος από αστέρια που τρεμόσβηναν και σκόρπιζαν στην γη ένα κρυαδερό φως και μικρές, απαλές σκιές.

Η μάνα μου έλεγε, πως το βράδυ της παραμονής των Φώτων ανοίγει ο ουρανός και μόνο εκείνοι που έχουν καθαρή την καρδιά βλέπουν αυτό το θαύμα. Και σαν ανοίξει ο ουρανός όλα γλυκαίνουν πάνω στην γη και τίποτε δεν είναι να φοβάσαι!

Σαν μαγεμένη άφησα την ματιά μου να περπατά εκεί ψηλά ανάμεσα στο πλήθος τ’ αστέρια, στο γυαλιστερό θόλο για να δω κάποιο σημάδι.

Τριγύρισα ξανά και ξανά ώσπου ένιωσα τον ουρανό να κατεβαίνει χαμηλά, ακούμπησε τον σκούρο όγκο του Αηλιά που κρέμονταν από πάνω μου και εκεί πέρα στην κορφή του Κασσιδιάρη ασήμωσε το χιόνι και άφησε ένα γαλακτερό φως να χυθεί, ποτάμι λες στην άκρη τ’ ουρανού, που φώτισε την νύχτα.

Άνοιξε ο ουρανός! με γλύκανε η σκέψη μου. Όλα τα κακά έφυγαν τώρα πια, όλα

! Κι ο φόβος κι αυτός, πέρασε και πάει, μαζί με το παγωμένο αεράκι στην χειμωνιάτικη νύχτα. Άπό κάπου χαμηλά ακούστηκε σιγανό βέλασμα κι ένα κουδουνάκι έσπασε το γυαλί της νύχτας

. -Φοβήθηκες ;

Άκουσα την φωνή του πατέρα μου και είδα τα δυο φακό ν΄ ανοίγουν δρόμο στο σκοτάδι. Σε λίγο έφτασαν κοντά μου, ο πατέρας μου μπροστά, σέρνοντας την Κανούτω μας, που κάθε λίγο γυρνούσε το κεφάλι πίσω να σιγουρευτεί για το μικρό της και από κοντά ο γιδάρης με το κατσικάκι στην αγκαλιά του.

Άγκάλιασα την γίδα μας και την φίλησα κι έφυγα μπροστά ανάλαφρη, αφήνοντας πίσω να σέρνεται ο χαρούμενος ήχος από το κουδουνάκι της Κανούτως.

Είδα τον ουρανό ν΄ανοίγει, θα έλεγα στην μάνα μου!

Κοινοποίηση

Κοινοποιείστε στους φίλους σας!