Παρά τη φαινομενική απομόνωση της περιοχής της Αθαμανίας και το αδιαπέραστο του φυσικού της αναγλύφου, αποτέλεσε διαχρονικό πέρασμα ανθρώπων και ιδεών και ένωσε τις ιστορικές περιοχές του δυτικού ελληνικού κόσμου με τον χώρο του Αιγαίου. Κατά την ελληνιστική περίοδο χρησιμοποιήθηκε ως κύρια οδός των στρατιών που συγκρούστηκαν για την κυριαρχία στον ελλαδικό χώρο και διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στη διευθέτηση των ελληνικών πραγμάτων από την αναδυόμενη δύναμη της Ρώμης. Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτών των χιλιετιών, η οικονομία της περιοχής, ο τρόπος ζωής, η οικιστική οργάνωση και το οδικό δίκτυο αναπτύχθηκαν με βάση το έντονο γεωγραφικό ανάγλυφο και ουσιαστικά δεν μεταβλήθηκαν έως τις μέρες μας. Τα παραπάνω προκύπτουν από στοιχεία που συγκέντρωσε ο αρχαιολόγος Λεωνίδας Χατζηαγγελάκης για την περιοχή της Αθαμανίας- Αργιθέας, μια ορεινή περιοχή του νομού Καρδίτσας. Ο ταξιδιώτης, είτε ερχόμενος από τη Θεσσαλία προς την Ήπειρο είτε ακολουθώντας αντίστροφη πορεία, σχηματίζει την εντύπωση μιας απομονωμένης περιοχής που δύσκολα επικοινωνεί με τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο. Η εντύπωση αυτή οφείλεται στη μορφολογία του εδάφους, καθώς στην περιοχή της νότιας Πίνδου υψώνονται σαν τείχη οι ορεινοί όγκοι, εξηγεί ο κ. Χατζηαγγελάκης. Ο Ασπροπόταμος – Αχελώος, στα ανατολικά, ο Άραχθος στα δυτικά και οι παραπόταμοί τους, διασχίζοντας την ενδοχώρα δημιουργούν ένα πολύπλοκο δίκτυο χαραδρώσεων, με λίγα ορεινά πλατώματα και κατά συνέπεια ελάχιστη καλλιεργήσιμη γη. Την εικόνα της απομόνωσης επιτείνει το κλίμα της περιοχής που σε γενικές γραμμές χαρακτηρίζεται από δύσκολους χειμώνες και, σύντομα, αλλά δροσερά καλοκαίρια.
Οι πληροφορίες που έχουμε για το οδικό δίκτυο της αχανούς αυτής περιοχής που, οι αρχαίοι δίκαια ονόμαζαν Άπειρο χώρα, προέρχονται από τα μονοπάτια των χρόνων της Τουρκοκρατίας. Όταν μιλάμε για τα περάσματα της Αθαμανίας προς την Αμβρακία, αναφερόμαστε, συνήθως, στα παλαιά μονοπάτια που έμειναν σε χρήση έως τη δεκαετία του 1950. Η αναφορά στις αρχαίες θέσεις είναι γεωγραφική, αφού η έρευνα, που μόλις τις τελευταίες δεκαετίες έστρεψε την προσοχή της στη νότια Πίνδο, δεν έχει ακόμη καταφέρει να συνθέσει τη χρονική συνέχεια και τη χρήση όλου του πλέγματος των αρχαίων καταλοίπων. Αυτό οφείλεται και στο γεγονός ότι η περιοχή του Ασπροποτάμου δεν έτυχε μέχρι σήμερα συστηματικής έρευνας, ενώ νοτιότερα η περιοχή της Αργιθέας προηγείται στον τομέα αυτό, με τη διενέργεια συστηματικών πλέον ερευνών τα τελευταία έτη. Μοιραία, λοιπόν, το βάρος των αναφορών θα πέσει στη νότια περιοχή, όπου τα αρχαία κατάλοιπα είναι συστηματικότερα καταγεγραμμένα και έχουν συνδεθεί με ιστορικές πηγές και άλλες πληροφορίες.
Η περιοχή της σημερινής Αργιθέας με τους δήμους και τα χωριά της αποτελούσε στην αρχαιότητα τμήμα της Αθαμανίας. Πρόκειται για την περιοχή της νότιας Πίνδου που διαρρέεται από τον Άνω Αχελώο – τον αρχαίο Ίναχο- και εκτεινόταν στα βόρεια από το όρος Λάκμος ή Λάκμων (Περιστέρι) έως τη βορειοανατολική περιοχή των Αγράφων στα νότια. Περιελάμβανε το νοτιοανατολικό τμήμα της Ηπείρου, ανατολικά του Άραχθου ποταμού, στο χώρο που καλύπτουν τα Αθαμανικά όρη (Τζουμέρκα), και το δυτικό, ορεινό τμήμα της Θεσσαλίας, που ορίζεται από μια σειρά κορυφών της Πίνδου, το Κερκέτιο όρος (Κόζιακας) και το όρος Ίταμος, με κατεύθυνση από ΒΔ προς ΝΑ, σχηματίζοντας ένα “ορεινό τείχος” ανάμεσα στην Αθαμανία και τη Θεσσαλία. Ο Στράβωνας, ορίζοντας την περιοχή της Θεσσαλίας, αναφέρει ότι στα δυτικά την περιέκλειαν “οι Αιτωλοί και οι Ακαρνάνες και οι Αμφιλόχιοι και από τους Ηπειρώτες οι Αθαμάνες και οι Μολοσσοί.
Αρχαιολογικά στοιχεία
Σε αρκετές θέσεις της περιοχής των Αθαμάνων, σύμφωνα με τον κ. Χατζηαγγελάκη, υπάρχουν ερείπια οικισμών και οχυρών ως επί το πλείστον των ιστορικών χρόνων. Οι πιο πολλές βρίσκονται κατά μήκος των αρχαίων δρόμων και διαβάσεων. Δύσκολα, όμως, μπορούν να ταυτιστούν οι θέσεις των πόλεων που αναφέρει ο Τίτος Λίβιος με τις θέσεις, στις οποίες υπάρχουν αρχαία λείψανα. Από βορρά προς νότο και στο πέρασμα από το Βουλγαρέλι της Άρτας προς τη Βυτσίστα (Μεσοχώρα) και την Πύλη δια μέσου του αυχένα της Γκρόπας, ο Άγγλος περιηγητής Leake, αναγνωρίζει στο χωριό Θεοδώριανα, στην ανατολική πλευρά των Αθαμανικών ορέων, από την ομοιότητα του ονόματος την αρχαία Θευδορία ή Θεωδορία. Η Τετραφυλία, στην οποία, κατά τον Λίβιο, υπήρχε η βασιλική περιουσία και η Ηράκλεια τοποθετούνται η πρώτη στην κοιλάδα του Αχελώου και η δεύτερη στη Δροσοπηγή (Βουλγαρέλι). Στην περιοχή αυτού του χωριού ο Ηammond σημειώνει την ύπαρξη αρχαίων τειχών και νομισμάτων, αλλά δεν κάνει καμιά μνεία για πιθανή ταύτιση της θέσης με την αρχαία Ηράκλεια. Αρχαίες θέσεις εντοπίζονται κατά μήκος αυτής της οδού κοντά στο χωριό Νεράιδα (παλ. Γρεβενό), από όπου το μονοπάτι κατέβαινε στον Αετό (Ντοβρόι), στην Κορυφή νοτιότερα (Καπρόι) και στη συνέχεια στις Λούτσες και το Παλιοχώρι Μεσοχώρας, όπου έχουν έλθει στο φώς οικιστικά κατάλοιπα της ελληνιστικής εποχής. Ο δρόμος, περνώντας από τα υψώματα επάνω από το χωριό, παρέκαμπτε τη Νέα Πεύκη (Πλόπι), όπου σημειώνεται άλλη μια αρχαιολογική θέση, και προχωρούσε σύρραχα, επάνω από το Βαθύρρευμα, για να πέσει χαμηλά μετά το χωριό στο χάνι του Σίμου, από όπου άρχιζε η ανάβαση για την Γκρόπα. Στη διακλάδωση προς το Πολυνέρι (Κοθώνι) εντοπίζεται μια αρχαιολογική θέση καθώς και νοτιότερα, στον Αχελώο, κάτω από το Μυρόφυλλο. Η περιοχή αυτή επικοινωνούσε και με τους οικισμούς στα Ελληνικά και την Καληκώμη, που βρίσκονται κατάντι του ποταμού. Η κύρια οδός, μετά την Γκρόπα, παρέκαμπτε τα Στουρναρέϊκα, όπου έχουν εντοπιστεί αρχαία οικισικά κατάλοιπα και κατερχόταν από την Παλαιοκαρυά όπου σημειώνεται άλλη μια αρχαία θέση για να περάσει τον Πορταϊκό μετά το Ροπωτό στις Λογγιές και να κατευθυνθεί προς την Πύλη και τελικά τους Γόμφους ή την Τρίκκη. Στο τέλος της χαράδρας του Πορταϊκού ποταμού, στην Πόρτα – Παναγιά, υπάρχουν εντοιχισμένες αρχαίες στήλες. Στη θέση, όπου η βυζαντινή εκκλησία, τοποθετείται ναός της Αθηνάς. Απέναντι από την Πόρτα – Παναγιά, ψηλά, στη θέση Αι – Λιας και Ίταμος, όπου το “Κερκέτιο Ακρο”, υπάρχουν τα ερείπια ενός ελληνιστικού οχυρού. Το οχυρό αυτό, ο Leake, o Stahlin και άλλοι περιηγητές ταυτίζουν με το Αθήναιο, το οποίο αναφέρεται ως Αθαμανικό στα όρια με τη Μακεδονία. Μεταξύ Πύλης και Μουζακίου, άλλη μια οδός συνέδεε τα δύο περάσματα, πίσω από τον ορεινό όγκο κάτω από το Ροπωτό και ελεγχόταν από το κάστρο της Πορτής.
Το κύριο νότιο πέρασμα της Αργιθέας από τις Πηγές κατευθυνόταν προς το Πετρωτό, όπου υπάρχουν ερείπια ισχυρού οχυρού στη θέση Παλαιόκαστρο. Στις θέσεις “Άγιος Δημήτριος” και “Πουρναράκια” έχουν αποκαλυφθεί κιβωτιόσχημοι τάφοι με διάφορα ευρήματα. Τη σπουδαιότητα και τη διαχρονική χρήση των διαβάσεων αυτών, ήδη από τη Μέση Εποχή του Χαλκού, μαρτυρούν τα πρόσφατα ευρήματα στην περιοχή, κατά τη διάρκεια των ανασκαφών με αφορμή έργα της ΔΕΗ. Δυτικότερα, στην Καρυά, στη θέση “Αγριοκέρασο” ή “Κοντοσήλι”, σε πρόσφατες ανασκαφικές έρευνες εντοπίσθηκαν και αποκαλύφθηκαν- εν μέρει- αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της Μέσης Εποχής του Χαλκού, άλλη μία ένδειξη της διαχρονικότητας στη χρήση των διαβάσεων και της αναγκαιότητας για περαιτέρω ανασκαφική και επιφανειακή έρευνας στην περιοχή. Στη θέση “Κάστρο Χαϊντούτη”, σημειώνεται από τον αείμνηστο Δ.Ρ. Θεοχάρη οχυρό της εποχής του Πύρρου και του Δημητρίου του Πολιορκητή, του 3ου αι. π. Χ. Ανατολικότερα, η οδός περνούσε από την Αργιθέα, την πρωτεύουσα της Αθαμανίας κατά τον Λίβιο, την οποία οι περιηγητές και οι ιστορικοί τοποθετούν κοντά στο σημερινό χωριό. Στη θέση έχει ανασκαφεί εκτεταμένος οικισμός και νεκροταφείο των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων, που εκπλήσει με τα πλούσια ευρήματά του. Παρακάμπτοντας τον τρομερό Τύμπανο, ο δρόμος κατευθυνόταν προς τη Βατσουνιά, όπου τοποθετείται από τον Walbank, ο ναός του “Ακραίου Διός”, πιθανώς στη θέση “Τρυγόνα”, όπου σε ένα πλάτωμα υπάρχουν τμήματα κιόνων. Κατερχόμενος ο ταξιδιώτης προς το στενό του Μουζακίου, περνούσε κάτω από το κάστρο της Πορτής, ενώ στα δυτικά του χωριού, υπάρχουν αξιόλογα ερείπια οικισμού, από όπου προέρχεται ένα μικρό κομμάτι μαρμάρου με επιγραφή.
Από τον κύριο αυτό οδικό κλάδο, προς την πόλη των αρχαίων Γόμφων, μια δευτερεύουσα οδός ανερχόταν πριν από το Πετρωτό προς την Καληκώμη, όπου έχουν εντοπισθεί αρχαία κατάλοιπα, και προς το χωριό Ελληνικά, όπου στη θέση Κάστρο διαπιστώνεται η ύπαρξη αρχιτεκτονικών καταλοίπων. Η οδός αυτή επικοινωνούσε με τους οικισμούς στο Πολυνέρι και νότια στο Μυρόφυλλο. Δυτικότερα, άλλο δευτερεύον πέρασμα από το Ανθηρό, όπου αναφέρονται ίχνη αρχαιοτήτων, και το Κατούσι όπου σημειώνεται άλλη μια θέση, οδηγούσε στον οικισμό της Παλαιοκαρυάς και από εκεί στη Μεσοχώρα ή την Πύλη, πέρασμα που χρησιμοποιείται και σήμερα, όταν κλείνει ο Τύμπανος. Νοτιότερα από την κύρια οδό της Αργιθέας, θέσεις σημειώνονται κατά μήκος του κλάδου που οδηγεί από το Πετρωτό προς τα Κουμπουριανά, όπου και σημειώνεται αρχαιολογικός χώρος, πιο δυτικά στο Δροσάτο και την Οξυά, ενώ ακόμη νοτιότερα στον κλάδο που οδηγούσε από το Πετρωτό προς τα χωριά του Αχελώου στα νότια, έχουν εντοπισθεί αρχαιότητες στα χωριά Βραγγιανά, Καταφύλλι, (Σελιπιανά), όπου υπάρχουν λείψανα τείχους και νεκροταφείο, Πρασιά και Γρανίτσα. “Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε” προσθέτει ο αρχαιολόγος, ότι “παρά τη φαινομενική απομόνωση της περιοχής της Αθαμανίας και το αδιαπέραστο του φυσικού της αναγλύφου, αποτέλεσε διαχρονικό πέρασμα ανθρώπων και ιδεών και ένωσε τις ιστορικές περιοχές του δυτικού ελληνικού κόσμου με τον χώρο του Αιγαίου”. Κατά την ελληνιστική περίοδο χρησιμοποιήθηκε ως κύρια οδός των στρατιών που συγκρούστηκαν για την κυριαρχία στον ελλαδικό χώρο και διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στη διευθέτηση των ελληνικών πραγμάτων από την αναδυόμενη δύναμη της Ρώμης. Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτών των χιλιετιών, η οικονομία της περιοχής, ο τρόπος ζωής, η οικιστική οργάνωση και το οδικό δίκτυο αναπτύχθηκαν με βάση το έντονο γεωγραφικό ανάγλυφο και ουσιαστικά δεν μεταβλήθηκαν έως τις μέρες μας. Η αρχαιολογική έρευνα πιστοποιεί ότι η κατοίκηση της περιοχής και η χρήση των διαβάσεων ανάγεται – μέχρι στιγμής – στη Μέση Εποχή του Χαλκού. Οι επιφανειακές έρευνες του κ. Λεωνίδα Π. Χατζηαγγελάκη και των συνεργατών του στην περιοχή αυτή έφεραν στο φως και αρχαιολογικά στοιχεία της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής.

Κοινοποίηση

Κοινοποιείστε στους φίλους σας!