Γράφει η Βούλα Λεοντίδη – Πλάτωνα

«Μπάρα, μπάρα μια δεκάρα!», έτσι έλεγαν τα μικρά παιδιά, τα παλιότερα χρόνια, τριγυρνώντας στα σπίτια και στους δρόμους του χωριού μου, τις μέρες των Απόκρεω, ντυμένα με παλιά ρούχα και με σκόπια στα χέρια. Στην άρνηση κάποιου να τους δώσει την δεκάρα, έκαναν πως τον χτυπούν στην πλάτη με τα σκόπια και εκείνος έτρεχε γελώντας. Τούτες οι μέρες οι ξεχωριστές, είχαν μια αλαφράδα κι άφηναν ένα άλλο αέρα στο χωριό που ξεκούραζε και έδιωχνε για λίγο τις σκοτούρες και τις έγνοιες.

Τα χρόνια εκείνα γιορτάζονταν και οι δύο Κυριακές των Απόκρεω, με περισσότερα βέβαια δρώμενα την δεύτερη Κυριακή, την Τυρινή.

Από μέρες πολλές προηγουμένως τα παιδιά από κάθε μαχαλά πήγαιναν στα πλάγια και στους λάκκους του χωριού και μάζευαν ότι ξύλα μπορούσαν, για τις φωτιές που θ΄ ανάβαν τα βράδια της πρώτης και της δεύτερης Κυριακής, ασφάκες κυρίως, αφού η ξύλευση και τα ζώα είχαν απογυμνώσει σχεδόν τον τόπο. Τα κουβαλούσαν στο χωριό και προσπαθούσαν να τα κρύψουν σε κάποια καλύβα γιατί αν τα εύρισκαν παιδιά από άλλους μαχαλάδες θα τα έκλεβαν. Εκτός από αυτά τα ξύλα ήταν υποχρεωμένοι και οι γείτονες να δώσουν δύο και τρείς αγκαλιές (δεμάτια) κλήματα, που είχαν από το κλάδεμα των αμπελιών. Αν κάποιος δυσανασχετούσε και δεν έδινε κάτι, στο κάλεσμα των παιδιών, που τριγυρνούσαν την γειτονιά και φώναζαν « ξύλα για τσ΄ Αποκριές», το κρατούσαν γινάτι και το βράδυ πήγαιναν και έκλεβαν ξύλα από την σταβιά που είχε στην αυλή του. Πριν από την πρώτη Αποκριά προηγούνταν η Τσικνοπέμπτη ή Τσικνοπέφτη, όπως την έλεγαν στην Ζίτσα. Τότε δεν υπήρχε η δυνατότητα να γίνονται τα λουκούλια γεύματα, όπως συμβαίνει σήμερα, οι συγχωριανοί μας όμως είχαν βρει τον τρόπο να γιορτάζουν αυτή την μέρα με τα δικά τους μέτρα. Έλεγαν πως την Τσικνοπέφτη δεν έπρεπε να πάνε στο αμπέλι για να κλαδέψουν γιατί υπήρχε φόβος να ρέψουν τα σταφύλια, να πέσουν δηλαδή. Έτσι με την παράξενη αυτή δοξασία είχαν βρει πανέξυπνα τον τρόπο να έχουν μια μέρα ξεκούρασης, που βέβαια οι άντρες την συμπλήρωναν με κρασάκι, τσίπουρο και ταπεινά μεζεδάκια στα μαγαζιά του χωριού. Την παραμονή της πρώτης Αποκριάς ήταν το μεγάλο ψυχοσάββατο και όλες οι οικογένειες φρόντιζαν να πάνε σιτάρι, «κόλλυβα», στην εκκλησία και να μνημονεύσουν τους προσφιλείς τους νεκρούς

Όπως και η λέξη το λέει την πρώτη Κυριακή των Απόκρεω, την Κρεατινή ή Κρεατ΄νή το φαγητό περιείχε κρέας. Οι πιο πολλοί έφκιαναν τις υπέροχες πίτες, κυρίως την κοτόπιτα και την κρεατόπιτα ή κρεασ΄πτα ή κοθρόπ΄τα. Οι πιο φτωχοί έφτιαναν την κοφτόπιτα που γινόταν με κομμένο σιτάρι. Την πεντανόστιμη κοτόπιτα γέμιζαν με το κρέας της κότας, που το είχαν μαγειρέψει με κρεμμύδια και είχαν προσθέσει σε αυτό ρύζι, αυγά και βούτυρο. Για την κρεατόπιτα χρησιμοποιούσαν πρόβιο κρέας, που έβραζε και αυτό με κρεμμύδια και ρύζι. Κάποιες φορές την έκαναν σκεπαστή όπως την κοτόπιτα, αλλά τις περισσότερες φορές την άφηναν ζάρκα, δηλαδή γυμνή, ξεσκέπαστη. Έβαζαν λίγα κομμάτια από το κρέας στην μέση, πάνω στην «τροφή», όπως έλεγαν την γέμιση με το ρύζι και τα πιο πολλά τα έβαζαν γύρω γύρω στις άκρες του ταψιού και στην συνέχεια τα τύλιγαν με τα πέτρα (φύλλα). Τέλος πάνω στο ρύζι, που ήταν ξεσκέπαστο έριχναν τ΄ αυγά χτυπημένα .

Την δεύτερη Κυριακή, την Τυρινή, έφτιαχναν μακαρονόπιτα, που ήταν μια νοστιμότατη πίτα με μακαρόνια, μπόλικο τυρί, γάλα, αυγά και βούτυρο που μοσχοβολούσε.

Το απόγευμα της Τυρινής μαζεύονταν στην Ρούγα οι «προσωπίδες», που ήταν οι άνδρες του χωριού μασκαρεμένοι και χόρευαν και έλεγαν σιακάδες (αστεία) και πονηρές, ξεδιάντροπες κουβέντες και πείραζαν τον κόσμο. Άλλοι ήταν ντυμένοι με τομάρια, άλλοι ήταν βαμμένοι με καπνιές, άλλοι φορούσαν φουστανέλες, ήταν η νύφη, ο γαμπρός, ο γιατρός, που έδινε φάρμακα για τον στομαχόπονο σ΄ αυτούς που είχαν φάει από τα βακούφικα και τα κληροδοτήματα, ο δικαστής που τα έψελνε στους προύχοντες για τις ατασθαλίες τους, σκορπώντας σε όλους το γέλιο και μια ξεγνοιασιά που ξεκούραζε την ψυχή.

Όμως οι πιο όμορφες ώρες, τις γιορτινές αυτές μέρες, ήταν τα βράδια που άναβαν οι φωτιές. Σε αυτές πρωτοστατούσαν τα παιδιά του κάθε μαχαλά που έκαναν το κάθε τι για να είναι η φωτιά τους η μεγαλύτερη του χωριού. Χωρίς να ξεχνούν ν΄ αρπάξουν και ξύλα από τις σταβιές που έβαζαν στο μάτι και όταν τα έκαιγαν να φωνάζουν γελώντας, «κάποιος π(υ)ρώνεται απ΄τα ξύλα τ΄». Τριγύρω στήνονταν χορός, με τον Βασιλάκη, τον μόνιμο διασκεδαστή της Αποκριάς, να λέει τ΄ αποκριάτικα τραγούδια με την ψευδή φωνή του και όλοι να τον ακολουθούν με κέφι ξέφρενο.

«Όταν ήμουνα μπεκιάρης έτρωγα κριγιάς κι διάρες

φόντας επαντρεύτηκα όλα τα στερεύτηκα.

Όταν έκανα παιδί έτρωγα χλωρό τυρί,

όταν έκανα πεντέξι, ζάρκα ήταν όλα, μπλέτσι.»

Ή αυτό

«Μια καλή νοικοκυρά του αντρός της βράζει τραχανά,

του φίλου της τυρί κι αυγά.

Του αντρός της στρώνει στρώματα πέντε γομαροτόμαρα

του φίλου στρώνει στρώματα πέντε βαμβακοστρώματα».

Ή

«Τούτη η γη που την πατούμε όλοι μέσα θε να μπούμε

φάτε πιέτε, άιντε μπρέ, φάτε πιέτε και γλεντάτε

και χορέψτε και πηδάτε.»

Ή το άλλο.

Στην καλύβα μ΄ ο καημένος κάθομουν αναπαυμένος

φύλαγα τα κερασάκια μην τα φαν΄ τα κοριτσάκια,

βλέπω μία να περνάει την τραβώ απ το ποδάρι.

Άντζες, μούντζες, τούνζες, στρούντζες

με πράσινες, με κόκκινες, με κίτρινες κορδέλες και με μανίκια φουσκωτά.

Γέμιζε η νύχτα από τούτη την χαρά και γινόταν μαγική, έτσι καθώς οι φλόγες χόρευαν μαζί τους και οι σπίθες αστραφτερές ανέβαιναν ψηλά, λες για να παραβγούν τ΄ αστέρια.

Άλλοι καιροί, με τόσο λίγα, τόσο απλά, τόσο ανθρώπινα!

 

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Κοινοποίηση

Κοινοποιείστε στους φίλους σας!