Γράφει ο Σταύρος Τζίμας

Τον Δεκέμβριο του 1990, το καθεστώς του Ραμίζ Αλία στην Αλβανία, έπνεε τα λοίσθια, αλλά «δάγκωνε» ακόμα. Τα σύνορα παρέμεναν ερμητικά κλειστά, με τον έξω κόσμο και όποιος επιχειρούσε να τα διασχίσει πυροβολείτο. Κάποιες διαμαρτυρίες φοιτητών στα Τίρανα με συντεχνιακά αιτήματα ήταν στα όρια του αποδεκτού για τη δικτατορία.
Ήταν Τρίτη 11 του μηνός, και στο χριστιανικό εορτολόγιο δεν υπάρχει θρησκευτική γιορτή.
Ανήμερα, κάθε χρόνο, στο χωριό Αλύκο, κοντά στους Αγίους Σαράντα, οι κάτοικοι του κάμπου του Βούρκου με τα μειονοτικά χωριά αποτίουν φόρα τιμής στα τέσσερα παιδιά τους που δολοφονήθηκαν στα σύνορα, ένα βήμα προτού δρασκελίσουν τα συρματοπλέγματα και αναπνεύσουν άνεμο ελευθερίας. Μνημονεύουν, μαζί, υπέρ αναπαύσεως ψυχών των χιλιάδων ομογενών άλλα και Αλβανών που επί Χότζα εξοντώθηκαν από τους μηχανισμούς του καθεστώτος ενώ επιχειρούσαν να διαφύγουν στην Ελλάδα και τα πτώματάς τους σέρνονταν δεμένα σε τρακτέρ στα χωριά προς παραδειγματισμό…
Το ριψοκίνδυνο εγχείρημα φυγής των δυο φίλων, και μαζί μερικών άλλων ομογενών που «φόρτωσαν» στη συνέχεια από το μειονοτικό χωριό Αλύκο, είχε ξεκινήσει. Πλην όμως, το ταξίδι προς το όνειρο θα πνιγεί στο αίμα στα σύνορα. Θα γίνει, όμως, ο πυροκροτητής της μοναδικής δυναμικής εξέγερσης στην Αλβανία εναντίον του καθεστώτος.
Φτάνοντας στα σύνορα, απέναντι από το χωριό Μαυρομάτι Θεσπρωτίας, οι πέντε νέοι, Βαγγελής Μήτρου από το χωριό Γέρμα, Θανάσης Κότσης, Θωμάς Μάσιος και Αντώνης Ραφτης από το Αλυκο και ο στρατιώτης με καταγωγή από το Φίερι, εγκατέλειψαν σε μικρή απόσταση το φορτηγό και συνέχισαν πεζή. Με το που πλησίασαν τα ηλεκτροφόρο συρματοπλέγμα, όμως έγιναν αντιληπτοί από τους φρουρούς που άρχισαν να πυροβολούν εναντίον τους.
Ο στρατιώτης της παρέας ανταπέδωσε τα πυρά σκοτώνοντας έναν Αλβανό φρουρό και η σύγκρουση γενικεύτηκε. Δυο από τους ομογενείς σκοτώθηκαν επιτόπου και οι άλλοι δυο τραυματίστηκαν βαριά, ενώ συνελήφθη ο οπλισμένος Αλβανός στρατιώτης, για τον ρόλο του οποίου πολλά ειπώθηκαν στη συνέχεια.
Νεκροί και τραυματίες μεταφέρθηκαν στο κοντινό χωριό Τσιφλίκι, όπου σύμφωνα με μαρτυρίες ντόπιων, εν μέσω κραυγών και βογκητών, δόθηκε η χαριστική βολή στους δυο βαριά τραυματισμένους νέους. Με το που έφτασε το νέο στο χωριό, εκατοντάδες άνθρωποι ξεκίνησαν για τα σύνορα, άλλοι για να παραλάβουν τις σορούς και άλλοι για να περάσουν εκμεταλλευόμενοι τη σύγχυση στην Ελλάδα.
Μ ένα καμιόνι που «επίταξαν» στην διαδρομή μετέφεραν τα νεκρά παιδιά στο χωριό, που έβραζε από θυμό εναντίον του καθεστώτος και ζητούσε εκδίκηση. Με συνοπτικές διαδικασίες, αποφάσισαν να κινηθούν κουβαλώντας και τα φέρετρα με τις σορούς των παιδιών προς τους Αγίους Σαράντα για να κάψουν τα γραφεία του κόμματος και της αστυνομίας.
«Με το που φτάσαμε πρόσωπο με πρόσωπο, μας ζήτησαν να κάνουμε πίσω. Μπροστά πήγαιναν τα φέρετρα και πίσω ένας κόσμος που δεν συγκρατιόταν με τίποτα. Κάποια στιγμή έγινε η σύγκρουση. Μια οχλοβοή ακουγόταν από πίσω μας και ο κόσμος μας έσπρωχνε μπροστά. Απωθήσαμε τους στρατιώτες που δεν έφεραν όπλα και συγκρουστήκαμε με τους αστυνομικούς που κάποια στιγμή άρχισαν να πυροβολούν. Στη θέα των τραυματιών, το πλήθος εξαγριώθηκε. Άκουγες από παντού φωνές, βρισιές, εκκλήσεις μανάδων που είχαν χάσει μέσα στον πανζουρλισμό τα παιδιά τους, τα μοιρολόγια παρέπεμπαν σε τελετή αρχαίας τραγωδίας. Κάποια στιγμή προς το απόγευμα επικράτησαν οι πιο ψύχραιμες φωνές και αποφασίστηκε να γυρίσουμε πίσω για να κηδέψουμε τα παιδιά. Εξάλλου τον σκοπό μας τον είχαμε πετύχει. Τέτοιο πράγμα δεν είχαν ματαγίνει στην Αλβανία».
»Μια μέρα μας έστειλαν μήνυμα με τους χαφιέδες τους ότι ο συνοριοφύλακας που σκοτώθηκε στα σύνορα ήταν από τον βορρά και επειδή οι βόρειοι έχουν το νόμο της εκδίκησης, προσπαθούσαν να διαδώσουν ότι κατεβαίνουν μαζικά από τον βορρά για να σκοτώσουν και να πάρουν το αίμα πίσω. Ότι έρχεται τεράστιο κονβόι, το οποίο σταμάτησε η αστυνομία που δήθεν μας προστάτευσε από μακελειό. Θυμάμαι ότι όταν κυκλοφόρησε αυτή η φήμη, μαζεύτηκαν στο χωριό με τσεκούρια, τρικούλια, μαχαίρια, δρεπάνια για να αμυνθούν, όλοι οι χωριανοί. Μερικοί φοβήθηκαν και έλεγαν να μετακομίσουμε για ένα διάστημα σε άλλο γειτονικό χωριό για να μας προστατεύσουν εκεί οι Έλληνες. Είκοσι μέρες μετά ανακοινώθηκε από το καθεστώς ότι θα έχουμε πλουραλισμό, άρχισαν να μιλούν ανοιχτά όλοι ενατίον του καθεστώτος, χαλάρωσε το πράγμα.
»
»Δεν είπαν φυσικά τίποτα. Ό,τι μαθεύτηκε, μαθεύτηκε από στόμα σε στόμα. Θα ήταν εντελώς διαφορετικά τα πράγματα εάν αυτά γίνονταν το ’85 ή και νωρίτερα, το καθεστώς θα είχε ξεριζώσει ολόκληρο το χωριό και θα μας έστελναν εξορία. Θα έλεγαν ότι αυτοί θα μας μολύνουν όλη την περιοχή. Θα εκτελούσαν πολλούς, θα φυλάκιζαν ακόμα περισσότερους, θα γινόταν λαϊκό δικαστήριο για όλο το χωριό. Θα έφευγε όλο το χωριό. Δύσκολα θα γινόταν κάτι τέτοιο χωρίς να το θεωρώ απίθανο. Πάντως μπορεί να είχε αρχίσει δειλά δειλά να χαλαρώνει κάπως, και να συζητάει ο ένας με τον άλλο για το καθεστώς, δεν τολμούσε όμως ακόμα κανείς να σκεφθεί να περάσει στην Ελλάδα…».
Έναν χρόνο μετά, το καθεστώς κατέρρευσε και οι κάτοικοι του Αλύκου έκαναν τα πρώτο μνημόσυνο για τα ηρωικά τους παιδιά.