• Γράφει η Βούλα Λεοντίδη- Πλάτωνα

Τον Δεκέμβριο του 1797 ο Ρήγας Φεραίος συλλαμβάνεται στην Τεργέστη, με επαναστατικό υλικό στις αποσκευές του, ενώ ετοιμάζονταν να ταξιδέψει στην Ελλάδα. Μεταφέρεται στην Βιέννη, όπου ήδη είχαν συλληφθεί οι σύντροφοί του. Μετά από συνεχείς ανακρίσεις και βασανιστήρια οι Αυστριακοί υποκύπτουν στις αξιώσεις του Σουλτάνου και παραδίδουν τον Ρήγα και επτά συντρόφους του, τους, Ευστράτιο Αργέντη, Αντώνιο Κορωνιό, Ιωάννη και Παναγιώτη Εμμανουήλ, Θεοχάρη Τορούνζιο, Ιωάννη Καρατζά και Δημήτριο Νικολίδη, στον Καϊμακάμη του Βελιγραδίου. Στις 24 Ιουνίου το 1798 ο Ρήγας και οι σύντροφοί του στραγγαλίζονται στον πύργο Νεμπόϊσα και τα σώματά τους ρίχνονται Δούναβη.

Το μικρό πλεούμενο γλιστρούσε αργά στα ήρεμα νερά του Δούναβη, η Άνοιξη είχε ντύσει χαρούμενα την μέρα, την είχε λουλουδίσει, την γέμιζε μυρωδιές, χαμογελούσε ο τόπος και ανάδευε κάτω από τις ζεστές δοξαριές του μαγιάτικου ήλιου. Και ήταν τόση η καλοσύνη της μέρας που ακόμα και οι βασανισμένοι κρατούμενοι, επιβάτες του πλοιαρίου, άφηναν την ομορφιά, που περίσσευε, να φωτίσει αχνά το πονεμένο τους βλέμμα, ρουφούσαν αχόρταγα το μυρωμένο αγέρι και το άφηναν να μπει και να δροσίσει τα σωθικά τους. Ο Δημήτριος κοίταξε τους συντρόφους του έναν, έναν, ήταν σαν να τους έβλεπε πρώτη φορά. Το δυνατό φως είχε λες εξαϋλώσει τις βασανισμένες μορφές.

Είχαν ζήσει πολλά μαζί, κάτω από τις φτερούγες του Εθνεγέρτη Ρήγα. Έκλεισαν στις καρδιές τους το όνειρο της πανανθρώπινης δικαιοσύνης, το όνειρο της μεγάλης ιδέας για την λευτεριά της πικρής πατρίδας. Έκαναν ανάσα τους τον “Θούριο”, ζούσαν με την πνοή του. Μα η πικρή ώρα που έφτασε απρόσμενα, έσπασε τα φτερά τους, στράγγιξε την ορμή τους, όμως δεν έσβησε το όνειρο, ούτε τον αχό του τραγουδιού που ταξίδευε πάνω από θάλασσες κι από στεριές, σε κάθε γωνιά της Πατρίδας και γέμιζε τις καρδιές με δύναμη κ΄ ελπίδα. “Εμείς σπείραμε το σπόρο, έλεγε ο Ρήγας και άλλοι θα θερίσουν τον καρπό”. Είχαν μείνει πιστοί στις ιδέες τους, ομολόγησαν την δραστηριότητά τους με σθένος, υπομένοντας τα φρικτά μαρτύρια. Και τώρα, καθώς το μικρό πλεούμενο τους έφερνε στο Βελιγράδι, γνώριζαν πως το τέλος ήταν κοντά.

Ο Δημήτριος ήθελε να μπορούσε να μην έχει στα χέρια του τα σίδερα, να μπορεί να τα βουτήξει στο νερό, να νιώσει την ζωντάνια του, να πάρει χούφτες, χούφτες και να τις ρίξει πάνω του να φύγει το μαύρο και το πικρό. Να φανεί η λευτεριά της καρδιάς του, άφοβη, λευκή, πανώρια, σαν κι αυτή που λίγα χρόνια μετά θα μετρούσε βήμα, βήμα και θα ευλογούσε την αιματοβαμμένη γη, την Ελληνική.

Άφησε την ματιά του να περιδιαβαίνει την ακροποταμιά με τις λυγερές ιτιές που ακουμπούσαν χαριτωμένα στα νερά. Πιο πέρα ξανοίγονταν το δάσος, από βελανιδιές και πεύκα, που σκαρφάλωνε στις ανηφοριές και στόλιζε με φρέσκο πράσινο τον τόπο. Του φάνηκε γνώριμο, ναι, τόσο γνώριμο! Ήταν το δάσος που τριγύριζε το μοναστήρι του Αηλιά στον τόπο του, την Ζίτσα. Εκεί μέσα που τριγυρνούσε μικρό παιδάκι και μάζευε βελανίδια, για τα ζωντανά του μοναστηριού και κάρδαμα στις ρίζες των πεύκων. Δεν θυμάται τους γονιούς του, τον θείο του Ζαχαρία θυμάται μόνο, αυτός τον πήρε, σαν έμεινε πεντάρφανος, στον μοναστήρι που ήταν ηγούμενος και τον μεγάλωσε και του έμαθε τα πρώτα γράμματα. Τι γράμματα δηλαδή, για την Πατρίδα την χιλιόχρονη του μιλούσε, για τον πόθο της λευτεριάς, για την μεγαλοσύνη της. Κι ύστερα δωδεκάχρονο παιδί τον εμπιστεύθηκε σε έναν κυραντζή από τα Γιάννενα και τον έστειλε στην Βλαχία, στο Βουκουρέστι, στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη, που ήταν μετόχι του Αηλιά. Θυμάται εκεί την πρώτη του συνάντηση με τον Ρήγα, λίγο πριν φύγει για την Στουτγκάρδη, όπου θα σπούδαζε ιατρός με την συνδρομή του Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Δοσιθέου Φιλίτη. Στην Στουτγκάρδη… εκεί που με τον φίλο του Χέγκελ, ονειρεύτηκαν ένα καλύτερο κόσμο. Χαμογελά μέσα του σαν θυμάται τον στίχο που έγραψε στο ημερολόγιο του, “κι ας χαθεί για πάντα η άφρων πολιτική που επιβάλλει στις καρδιές μας εξουσία δεσποτική”. Θα χαθεί, ναι, η καρδιά του το πιστεύει! Το μικρό πλοιάριο γλιστρά σιγά στα νερά του Δούναβη.

“Μην και είναι ο Αχέροντας τούτος”, αναρωτιέται.

“Κι εγώ δεν έχω ούτε ένα νόμισμα να δώσω στον βαρκάρη”! Σαρκάζεται πικρά.

Θυμάται όταν μετέφραζε τον “Νέο Ανάχαρση”, εκείνο το “ταξίδι” στην αρχαία Ελλάδα πως τον είχε συνεπάρει! Με τι λαχτάρα ακουμπούσε τα πατήματα των προγόνων και ξεχείλιζε μέσα του ο καημός, και γίνονταν η πίστη ποτάμι βουερό, πως σε τούτη την Πατρίδα σκλαβιά δεν της πρέπει.

Οι εικόνες απ΄ την σύντομη ζωή του έρχονται και φεύγουν, δεν λυπάται, ξέρει πως για τις ιδέες που ονειρεύτηκε, πίστεψε και πάλεψε, δίνει το αίμα του. Η μέρα λιγοστεύει, το φως χάνεται σιγά σιγά, το σούρουπο ακουμπά την ακροποταμιά και κάνει τις ιτιές να σκύβουν λυπημένες. Εκεί πιο κάτω ξεχωρίζει ο πύργος Νεμπόϊσα, σκοτεινός, ν΄ ακουμπά τα νερά. Εδώ λοιπόν.

“΄Ηγγικεν η ώρα”. “Άνω σχώμεν τας καρδίας” για την γλυκιά Πατρίδα, για την λευτεριά .

Κοινοποίηση

Κοινοποιείστε στους φίλους σας!