Ο υπερτουρισμός που μας διώχνει: Μια ολόκληρη χώρα μετατρέπεται σε τουριστικό κατάλυμα και οι κάτοικοι σε φιλοξενούμενους

Η έκρηξη του τουρισμού αλλάζει το πρόσωπο της Αθήνας και των νησιών: Μόνιμοι κάτοικοι εγκαταλείπουν τις γειτονιές τους, τα ενοίκια τραβούν την ανηφόρα και διαμερίσματα βραχυχρόνιας μίσθωσης ξεφυτρώνουν παντού. Από τα Εξάρχεια μέχρι τη Σαντορίνη, η τουριστικοποίηση φέρνει εικόνες υπερκορεσμού, ανεξέλεγκτης δόμησης και κοινότητες που αγωνιούν.

Το φαινόμενο της τουριστικοποίησης δεν είναι μια συγκυριακή εκτροπή ούτε κάτι το παροδικό. Είναι μια διαδικασία βαθιάς μεταβολής, ένας αναπροσανατολισμός των πόλεων, των νησιών και των κοινωνιών ώστε να εξυπηρετούν πρωτίστως τις ανάγκες των επισκεπτών. Πρόκειται για μια μεταμόρφωση που δεν αφήνει ανεπηρέαστο κανένα επίπεδο της καθημερινής ζωής: την οικονομία, την κατοικία, τη χρήση της γης, την κοινωνική συνοχή. Κι όπως συμβαίνει με κάθε μεταβολή μεγάλης κλίμακας, έχει ωφελούμενους και ζημιωμένους.

Στην Ελλάδα, η τουριστικοποίηση μπήκε σε τροχιά από τη δεκαετία του 2010. Μετά την πανδημία, ωστόσο, σημειώθηκε έκρηξη. Η οικονομική κρίση, η ανάγκη εξεύρεσης εισοδήματος και επενδυτικών ευκαιριών και η αλματώδης ανάπτυξη των βραχυχρόνιων μισθώσεων τύπου Airbnb λειτούργησαν ως επιταχυντές.

Αθήνα, Κυκλάδες και Κρήτη στη δίνη της τουριστικοποίησης

Οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί: Το 2024, η Ελλάδα κατέγραψε ρεκόρ διεθνών αφίξεων, με 40,7 εκατ. επισκέπτες, σημειώνοντας αύξηση 12,8% σε σύγκριση με το 2023, όταν οι αφίξεις ανήλθαν σε 36 εκατ. Η Αττική προσέλκυσε τον μεγαλύτερο αριθμό επισκεπτών, ενώ το Νότιο Αιγαίο κατέγραψε το υψηλότερο μερίδιο εσόδων και διανυκτερεύσεων. Περιοχές όπως οι Κυκλάδες ή το ιστορικό κέντρο της Αθήνας καταγράφουν πλέον αναλογία τουριστών προς μόνιμους κατοίκους από τις υψηλότερες παγκοσμίως.

Το 2024, η συνολική συνεισφορά του τουρισμού στην ελληνική οικονομία εκτιμάται ότι ανήλθε μεταξύ 66,5 και 80,1 δισ. ευρώ, αντιστοιχώντας σε ποσοστό 28% έως 33,7% του ΑΕΠ, σύμφωνα με μελέτη του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ). Αυτό το ποσοστό περιλαμβάνει τόσο την άμεση συνεισφορά του τουρισμού, που ανήλθε σε 30,2 δισ. ευρώ, όσο και τις έμμεσες επιδράσεις του κλάδου στην οικονομία.

Η τουριστικοποίηση, ωστόσο, δεν αφορά την αύξηση των επισκεπτών. Είναι κυρίως η μετατροπή ολόκληρων περιοχών σε τουριστικά τοπία. Στην Αθήνα, δεκάδες πολυκατοικίες αλλάζουν χέρια και μετατρέπονται σε καταλύματα. Μόνιμοι κάτοικοι εγκαταλείπουν τα Εξάρχεια, το Κουκάκι, την Πλάκα. Οι γειτονιές χάνουν τον καθημερινό τους πληθυσμό, τα μικρά μαγαζιά αντικαθίστανται από τουριστικά καταστήματα, τα ενοίκια ανεβαίνουν, οι κοινωνικές σχέσεις αραιώνουν. Η Αθήνα γίνεται σταδιακά μια πόλη για να επισκέπτεσαι, όχι για να ζεις.

Σύμφωνα με έρευνα του Εργαστηρίου για τη Γεωγραφία της Εργασίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, η Ελλάδα καταγράφει τα υψηλότερα επίπεδα τουριστικοποίησης στην Ευρώπη. Βάσει δεδομένων του 2022, από το σύνολο των 254 ευρωπαϊκών περιφερειών, το Νότιο Αιγαίο και τα νησιά του Ιουνίου κατέλαβαν τις δύο πρώτες θέσεις στην κατάταξη, διατηρώντας την πρωτοκαθεδρία που είχαν ήδη από την αντίστοιχη μελέτη του 2009. Σε αντίθεση μάλιστα με άλλες περιοχές, που εμφάνισαν σταθεροποίηση ή περιορισμό των τουριστικών πιέσεων, οι ελληνικές περιφέρειες αύξησαν σημαντικά το «σκορ» τουριστικοποίησης. Η Κρήτη εμφανίζεται στη 10η θέση, ενώ ακολουθούν το Βόρειο Αιγαίο (22η), η Πελοπόννησος (24η), η Ήπειρος (25η) και η Κεντρική Μακεδονία (29η), επιβεβαιώνοντας την ευρεία γεωγραφική εξάπλωση του φαινομένου στη χώρα.

Ρεκόρ αφίξεων, έξοδος κατοίκων: Η άλλη όψη του ελληνικού τουρισμού

«Δεν χωράμε πια στην ίδια μας την πόλη»
Κέντρο της Αθήνας. Ο Γιάννης έμενε σε μια πολυκατοικία επί δέκα χρόνια, μέχρι που μια επενδυτική εταιρεία αγόρασε ολόκληρο το κτίριο. Όλοι οι ένοικοι έπρεπε να φύγουν – ο ίδιος βρέθηκε αντιμέτωπος με έναν Γολγοθά αναζήτησης νέας στέγης. «Τα διαθέσιμα σπίτια στα Εξάρχεια είναι ελάχιστα και πανάκριβα», λέει. Τελικά, κατάφερε να βρει ένα διαμέρισμα στην πλατεία Κάνιγγος. Οι ιστορίες των κατοίκων που δυσκολεύονται να βρουν στέγη είναι αμέτρητες, τόσο στα Εξάρχεια, στο Κουκάκι, στο Παγκράτι όσο και σε άλλες γειτονιές.

Η εικόνα επαναλαμβάνεται: Τα τελευταία χρόνια οι μόνιμοι κάτοικοι στο κέντρο της Αθήνας μειώνονται διαρκώς, την ώρα που τα ενοίκια και οι τιμές ακινήτων τραβούν την ανηφόρα. Ολόκληρες πολυκατοικίες αλλάζουν χέρια και μετατρέπονται σε τουριστικά καταλύματα. Σε πολλές περιπτώσεις, οι νέοι ιδιοκτήτες προτιμούν την προπτική της βραχυχρόνιας μίσθωσης, αφήνοντας ολοένα λιγότερα σπίτια διαθέσιμα για τους κατοίκους.

«Τώρα πια σε πολλά διαμερίσματα δεν ζει κανείς – είτε μένουν κενά είτε έγιναν γραφεία είτε νοικιάζονται για λίγες μέρες σε τουρίστες», παρατηρεί παλιός καταστηματάρχης στο κέντρο. Γειτονιές που κάποτε έσφυζαν από ζωή αδειάζουν από μόνιμους κατοίκους και γεμίζουν από παροδικούς επισκέπτες.

Σήμερα, ο αριθμός των κλινών σε βραχυχρόνιες μισθώσεις έχει φτάσει να ξεπερνά τις κλίνες των ξενοδοχείων. Το 2024, τα διαθέσιμα κρεβάτια τύπου Airbnb έφτασαν το 1,02 εκατ. (μέχρι τον Αύγουστο), όταν τα κρεβάτια όλων των ξενοδοχείων της χώρας είναι 887.000. Για πρώτη φορά, τα σπίτια των διακοπών «νικούν» τα παραδοσιακά καταλύματα – και μάλιστα στο κέντρο της Αθήνας υπολογίζεται πως οι βραχυχρόνιες μισθώσεις προσφέρουν σχεδόν διπλάσιες διαθέσιμες κλίνες από τα ξενοδοχεία.

Αυτό μεταφράζεται σε πιέσεις και ανταγωνισμό: η Ένωση Ξενοδόχων εδώ και καιρό κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, υποστηρίζοντας ότι οι πλατφόρμες στερούν πελάτες από τα ξενοδοχεία αλλά και σπίτια από τους κατοίκους.

Από την 1η Ιανουαρίου 2025 τέθηκε σε ισχύ μορατόριουμ ενός έτους για νέες εγγραφές Airbnb διαμερισμάτων σε αρκετές περιοχές του κέντρου της Αθήνας (συμπεριλαμβανομένων του Κολωνακίου, του Κουκακίου, του Παγκρατίου και των Εξαρχείων). Με νόμο που ψηφίστηκε το φθινόπωρο του 2024, οι ιδιοκτήτες στις περιοχές αυτές είχαν διορία μέχρι 31 Δεκεμβρίου ώστε να δηλώσουν τα υπάρχοντα ακίνητά τους, ενώ προβλέπονται και φορολογικά κίνητρα για όσους μετατρέψουν τα Airbnb τους σε κατοικίες μακροχρόνιας μίσθωσης. Παράλληλα, τέθηκαν όρια δύο ακινήτων ανά ιδιώτη – όποιος θέλει να νοικιάζει περισσότερα θα πρέπει να συσταθεί ως επαγγελματίας με ειδική άδεια.

Ο τουρισμός ευημερεί, οι κάτοικοι ασφυκτιούν

Νησιά σε κρίσιμο σημείο
Αρκετά χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα, στα νησιά των Κυκλάδων, παίζεται μια άλλη πράξη του ίδιου έργου. Εκεί ο τουρισμός υπήρξε ανέκαθεν βασική πηγή εισοδήματος, όμως τα τελευταία χρόνια η κατάσταση θυμίζει πάρτι χωρίς όρια.

Σε δημοφιλείς προορισμούς όπως η Σαντορίνη και η Μύκονος, οι εικόνες υπερτουρισμού είναι εντυπωσιακές: τεράστια κρουαζιερόπλοια να ξεφορτώνουν καθημερινά χιλιάδες επισκέπτες, στενά σοκάκια να ασφυκτιούν από τα πλήθη, παραλίες και χωριά να κατακλύζονται από βαλίτσες με ρόδες. Για πολλούς ξένους ταξιδιώτες είναι ένα όνειρο ζωής – για πολλούς ντόπιους, όμως, έχει γίνει εφιάλτης. «Το νησί μας έχει χάσει τη ψυχή του», λένε οι μόνιμοι κάτοικοι, που βλέπουν τα νησιά τους να αλλοιώνονται από τον μαζικό τουρισμό.

Η Σαντορίνη, με μόλις 20.000 κατοίκους, δέχεται ετησίως πάνω από 3 εκατ. επισκέπτες. Οι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα ή στον τουρισμό δυσκολεύονται να βρουν σπίτι – αναγκάζονται να διαμένουν σε απομακρυσμένες περιοχές. Ακόμα και οι πιο μικροί κι άλλοτε «εναλλακτικοί» προορισμοί –όπως η Φολέγανδρος, η Σέριφος, η Σίφνος– αρχίζουν να ασφυκτιούν.

Η οικοδομική δραστηριότητα καλπάζει για να ανταποκριθεί στη ζήτηση. Παλιά αγροκτήματα, παραδοσιακά μονοπάτια, ακόμα και σπάνιας ομορφιάς περιοχές παραδίδονται στη δόμηση. Μια νέα γεωγραφία γεννιέται, όπου η φύση και ο πολιτισμός υποχωρούν μπροστά στην εμπορική εκμετάλλευση.

Αυτός ο μετασχηματισμός δεν είναι μονοσήμαντος. Ο τουρισμός φέρνει σημαντικά οφέλη: έσοδα, θέσεις εργασίας, αναβάθμιση υποδομών. Η κατασκευή νέων αεροδρομίων, λιμανιών, σταθμών αφαλάτωσης και οδικών αξόνων έχει συνδεθεί με την τουριστική ανάπτυξη. Πολλές περιοχές αναζωογονήθηκαν χάρη στο ενδιαφέρον των επισκεπτών. Πολλά μνημεία και παραδοσιακοί οικισμοί διατηρήθηκαν χάρη στη χρηματοδότηση που εξασφαλίστηκε από την τουριστική χρήση τους.

Ωστόσο, η τουριστικοποίηση δεν είναι ουδέτερη. Αναδιανέμει την ισχύ, τη γη, το εισόδημα και το δικαίωμα στην πόλη. Όταν η καθημερινή ζωή αναγκάζεται να αποσυρθεί, όταν οι κάτοικοι νιώθουν ξένοι στον τόπο τους, όταν οι τιμές μετατρέπουν το στοιχειώδες –τη στέγη– σε προνόμιο, τότε πρόκειται για κρίση.

Μια χώρα σε ενοικίαση: Η τουριστική πίεση αλλάζει τον χάρτη της Ελλάδας

Η περίπτωση της Κρήτης
Η Κρήτη, ως η μεγαλύτερη τουριστική περιφέρεια μετά το Αιγαίο, αντιμετωπίζει κι αυτή φαινόμενα προχωρημένης τουριστικοποίησης. Η Περιφέρεια Κρήτης κατατάσσεται στην πρώτη 15άδα στην Ευρώπη ως προς τον βαθμό τουριστικοποίησης. Δημοφιλείς ζώνες, ιδίως στα βόρεια παράλια (Χανιά, Ρέθυμνο, Ηράκλειο), προσελκύουν εκατοντάδες χιλιάδες επισκέπτες ετησίως, γεγονός που οδηγεί σε υψηλή πυκνότητα τουριστικών καταλυμάτων και εποχική αιχμή στις αφίξεις.

Σύμφωνα με τοπικές αναλύσεις, ο υπερτουρισμός έχει δυσμενείς περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις στο νησί, που θεωρούνται ως «εξωτερικό κόστος» της τουριστικής βιομηχανίας, το οποίο μετακυλίεται στην κοινωνία και το περιβάλλον. Για παράδειγμα, η εντατική κατανάλωση νερού και ενέργειας από μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες, η επιβάρυνση των απορριμμάτων σε τουριστικές περιοχές και η κυκλοφοριακή συμφόρηση σε δημοφιλείς προορισμούς (π.χ. φαράγγι Σαμαριάς, Κνωσός) αποτελούν προκλήσεις. Παρότι το νησί ωφελείται οικονομικά από τον τουρισμό, αντιμετωπίζει ζητήματα όπως η υποχώρηση του πρωτογενούς τομέα σε τουριστικές ζώνες και η αύξηση του κόστους ζωής για τους κατοίκους σε περιοχές με έντονη τουριστική ανάπτυξη.

Η μονοκαλλιέργεια του τουρισμού
Οι Κυκλάδες, η Κρήτη, η Ρόδος, η Πάρος, ακόμα και η Φολέγανδρος αρχίζουν να βλέπουν αυτή την κρίση να φουντώνει μέσα από συγκεκριμένα δεδομένα: σπίτια που δεν υπάρχουν, μισθοί που δεν αρκούν, αγροτική γη που μετατρέπεται σε τσιμέντο. «Διορίστηκα δασκάλα στη Ρόδο, αλλά είναι αδύνατον να βρω ένα διαμέρισμα της προκοπής – υποχρεώθηκα να νοικιάσω σπίτι πολύ μακριά», αναφέρει η 35χρονη Φωτεινή. Το πρόβλημα παροξύνεται – οι εικόνες με κοντέινερ που στεγάζουν εκπαιδευτικούς και άλλους δημόσιους υπαλλήλους στα νησιά είναι δηλωτική.

Η πολιτεία έχει αρχίσει να αναγνωρίζει το πρόβλημα – υπάρχουν απόπειρες ρύθμισης. Πολλοί φορείς έχουν ζητήσει σχέδιο, χωροταξικούς κανόνες, ζώνες προστασίας. Ορισμένα νησιά (Πάρος, Τήνος, Σαντορίνη) έχουν δει κινήματα κατοίκων που ζητούν όρια.

Η τουριστικοποίηση δεν είναι φυσικό φαινόμενο, είναι το αποτέλεσμα δεκαετιών πολιτικής που πριμοδότησε τη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού. Η Ελλάδα βλέπει σχεδόν όλες τις περιφέρειές της, ακόμα και τις λιγότερο γνωστές, να τουριστικοποιούνται – φαινόμενο που δεν συναντάται πουθενά αλλού στην Ευρώπη. Η φέρουσα ικανότητα πολλών προορισμών έχει ξεπεραστεί.

Όπως επισημαίνει και η Ιωάννα Δρέττα, πρόεδρος της Marketing Greece, «η υπερβολική εξάρτηση των τοπικών οικονομιών από τον τουρισμό δεν είναι ζητούμενη, ούτε για τον ίδιο τον τουρισμό». Για να διατηρηθεί το ενδιαφέρον των επισκεπτών και να ενισχυθεί η βιωσιμότητα, οι προορισμοί πρέπει να είναι πλούσιοι σε εμπειρίες, με έμφαση στην τοπική αγροδιατροφή και τον πολιτισμό – «τους δύο βασικούς πυλώνες εμπλουτισμού του προϊόντος μας», όπως σημειώνει. Η διατήρηση της ταυτότητας των τόπων, των εθίμων, του χρώματος είναι κατά την ίδια «συγκριτικό πλεονέκτημα που πρέπει να προστατεύεται και να αναδεικνύεται». Η Ελλάδα έχει τη σπάνια ευκαιρία να αξιοποιήσει τον πλούτο και την ποικιλία της, αποφεύγοντας τον κίνδυνο ομογενοποίησης. Η απάντηση, καταλήγει, είναι «βιωσιμότητα στον τουρισμό, με σεβασμό στο περιβάλλον, στην κοινωνία, στην ταυτότητα των προορισμών».

ΠΗΓΗ: athensvoice.gr

 

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Κοινοποίηση

Κοινοποιείστε στους φίλους σας!