Το Ζαγόρι και πιο συγκεκριμένα η ανάλυση του συμπλέγματος των οικισμών του αποτέλεσε στόχο της συγκεκριμένης έρευνας. Η ανάλυση των 44 οικισμών του έγινε υπό το πρίσμα των πολιτιστικών τοπίων. Η πολιτιστική αξία και ο οικουμενικός χαρακτήρας του τοπίου εκφράζονται μέσω της αυθεντικότητας, της ακεραιότητας και της μοναδικότητας του τόπου. Το πολιτιστικό τοπίο γίνεται επίσης αντιληπτό ως ένα παλίμψηστο της ιστορίας και της μνήμης και ένας συνδυασμός του χρόνου και του τόπου. Η μνήμη λοιπόν διαιρείται στην ατομική, στη συλλογική και στη λήθη και συναρτάται με τις απόρροιες του παρελθόντος και τις επιρροές του παρόντος. Η προβολή τους στο μέλλον δημιουργεί την ανάγκη διαφύλαξης της «κληρονομιάς», με την προστασία να χαρακτηρίζεται δυστυχώς και από ποικίλες προκλήσεις.

Η πολιτιστική κληρονομιά χωρίζεται στην άυλη και την υλική και μέσω της ανάλυσης του Ζαγορίου διερευνώνται οι σχέσεις τους. Ως στοιχείο άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς εμφανίζονται οι εθνοτυπικές ομάδες, δηλαδή οι Ζαγορίσιοι, οι Σαρακατσάνοι, οι Βλάχοι και οι Γύφτοι. Ως δεύτερη έκφανση της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς παρουσιάζεται η παράδοση, μέσω των πανηγυριών και των μύθων, και τελευταίο κομμάτι της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς αποτελούν οι ιδιαίτερες τεχνοτροπίες και η τεχνογνωσία που απαιτείται για αυτές. Ως αποτέλεσμα της τεχνοτροπίας και της τεχνογνωσίας λειτουργεί η υλική πολιτιστική κληρονομιάκαι πιο ειδικά τα μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς. Ανάλογα με την λειτουργία, την χρήση και την κατάσταση τους χωρίζονται σε εντός και εκτός των οικισμών. Εντός των οικισμών καταγράφονται εκκλησίες, βρύσες και αρχοντικά. Στα όρια των οικισμών εντοπίζονται αλώνια και αποθήκες. Ενώ εκτός των οικισμών παρατηρούνται τα γεφύρια, οι μύλοι και οι σκάλες.

Όσον αφορά τα τοπία λοιπόν και πιο συγκεκριμένα τα πολιτιστικά είναι τα μέρη όπου δημιουργείται ο ανθρώπινος πολιτισμός, αφού το ανθρώπινο τοπίο είναι η ακούσια βιογραφία μας, που αντικατοπτρίζει τις προτιμήσεις μας, τις αξίες μας, τις φιλοδοξίες μας, ακόμα και τους φόβους μας σε απτή ορατή μορφή. Τα πολιτιστικά τοπία καθορίζονται ως φυσικά τοπία που έχουν τροποποιηθεί από μια πολιτιστική ομάδα και δεν λειτουργούν σταθερά με την πάροδο του χρόνου αλλά παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις. Τα πολιτιστικά τοπία γίνονται αντιληπτά επιπρόσθετα ως αποθετήριο συλλογικής μνήμης. Εισάγεται λοιπόν η ιδέα του παλίμψηστου του τοπίου με αναφορές σε χώρους όπου υλικά ίχνη προηγούμενων ανθρώπινων δραστηριοτήτων αλληλεπικαλύπτονται και σχηματίζουν ένα συγκεκριμένο σύνολο. Η μνήμη που κατακλύζει και χαρακτηρίζει έντονα τα τοπία αυτά χωρίζεται σε ατομική και συλλογική και λήθη, με τη συλλογική μνήμη να συνδέεται «με την συλλογική ταυτότητα μίας κοινωνίας». Στόχος της προστασίας είναι να «φωτιστεί» ξανά το παρελθόν των πολιτιστικών τοπίων, συμβάλλοντας στην διάσωση και στην ανάδειξη τους αλλά και στοχεύοντας στην αποκατάσταση της σχέσης μνήμης της κοινωνίας.

Ως άυλη πολιτιστική κληρονομιά ορίζονται «οι πρακτικές, αναπαραστάσεις, εκφράσεις, γνώσεις και τεχνικές, καθώς και τα εργαλεία, αντικείμενα, χειροτεχνήματα και οι πολιτιστικοί χώροι που συνδέονται με αυτές και τις οποίες οι κοινότητες, οι ομάδες και, κατά περίπτωση, τα άτομα αναγνωρίζουν ως μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς τους». Στην άυλη πολιτιστική κληρονομιά του Ζαγορίου εντάσσονται οι εθνοτυπικές ομάδες, οι

παραδόσεις και οι ιδιαίτερες τεχνοτροπίες. Οι παραδοσιακοί οικισμοί χωρίζονταν, σε διαφορετικά εθνοτικά σύνολα, στους Ζαγορίσιους, στους Σαρακατσάνους, στους Βλάχους και στους Γύφτους. Οι Ζαγορίσιοι ασχολούνταν κυρίως με την μετοικεσία, ήταν δηλαδή έμποροι. Τα ταξίδια τους είχαν κυρίως προορισμούς το εξωτερικό. Και οι Βλάχοι ζούσαν ένα είδος αποδημίας ειδικότερα όσοι ασχολούνταν με το καπνεμπόριο ,οι οποίοι ξενιτεύονταν στις περιοχές της Θεσσαλονίκης, της Δράμας και της Καβάλας. Επίσης ήταν αγωγιάτες, μετέφεραν δηλαδή ταξιδιώτες προς την Μακεδονία και πιο συγκεκριμένα τα Γρεβενά ενώ είχαν ως ενασχόληση και την νομαδική κτηνοτροφία, σε συνδυασμό με την υλοτομία, δραστηριότητα γύρω από την Βωβούσα και την Λάιστα.

Οι Σαρακατσάνοι βιοπορίζονταν επίσης από την κτηνοτροφία και ζούσαν εντός ορίων των οικισμών, ένα μέρος του χρόνου, σε μόνιμες δομές όπως η σαρακατσάνικη στάνη, και εκτός ορίων των οικισμών στα λεγόμενα χειμαδιά, το άλλο μέρος του χρόνου. Δραστηριοποιούνταν δηλαδή κυρίως στην νομαδική κτηνοτροφία. Η τελευταία εθνοτική ομάδα ήταν οι Γύφτοι, παραγκωνισμένοι από τις άλλες ομάδες, και πάντα κατοικώντας στα όρια των οικισμών. Εντοπίζονταν κυρίως σε οικονομικά ανεπτυγμένους οικισμούς όπως στους Κήπους και στους Φραγκάδες και δραστηριοποιούνταν σε τεχνικούς τομείς απασχόλησης, όπως η σιδηρουργία και η υποδηματοποιία ενώ ήταν κυρίως μουσικοί. Ο εθνοτυπικός διαχωρισμός παρουσιαζόταν και μέσω των πανηγυριών, μίας από τις σημαντικότερες εκφράσεις της παράδοσης. Τα πανηγύρια στο Ζαγόρι, τα περισσότερα τους καλοκαιρινούς μήνες εκκινούν με την γιορτή του Αγίου της κεντρικής εκκλησίας του χωριού. Η διάρκεια τους ποικίλει ανά οικισμό, από μία έως και τρεις μέρες, διάρκεια που με την πάροδο των ετών ελαχιστοποιείται. Η παράδοση είναι άμεσα συνδεδεμένη και με τους μύθους και τους θρύλους, οι οποίοι δημιουργούνταν από την επιθυμία των παλαιότερων κοινωνιών να κατανοήσουν άγνωστα για εκείνους θέματα και από την δοξασία φυσικών στοιχείων όπως του νερού.

Σε πολυάριθμες προφορικές παραδόσεις και σε δημοτικά τραγούδια που «επιβιώνουν» μέχρι σήμερα αναφέρονται οι κατασκευαστικές δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι τεχνίτες της εποχής. Η πιο βασική τεχνοτροπία που εξασκούσαν είναι η ξερολιθιά, τεχνική δόμησης χωρίς συνδετικό υλικό, με τους λίθους να τοποθετούνται ο ένας πάνω στον άλλο. Οι τεχνίτες ή τα «ισνάφια» ή τα «μπουλούκια» ή οι «κιοπρουλήδες» που την εξασκούσαν πήγαιναν από χωριό σε χωριό και η αριθμητική τους σύνθεση συναρτώταν με το μέγεθος του έργου που αναλάμβαναν. Συνήθως ένα πλήρες μπουλούκιαποτελούνταν από 10-12 μάστορες , 8-10 μαστορόπουλα και 10-15 μεταφορικά ζώα. Η Ήπειρος αποτέλεσε κοιτίδα των μαστόρων της πέτρας με καταγωγή από τα Μαστοροχώρια και τα Τζουμερκοχώρια. Ξεκινούσαν συνήθως μετά τις Απόκριες και επέστρεφαν στα μέσα του Νοέμβρη στα χωριά τους, ζώντας δηλαδή ένα είδος αποδημίας. Η εναρμόνιση των ξερολιθικών κατασκευών σε πολλά από τα χωριά του Ζαγορίου απασχολεί πλέον το «Μπουλούκι». Μία παρέα αρχιτεκτόνων, όπως αυτοαποκαλούνται, με στόχο την αναζωογόνηση της τέχνης της πέτρας στην Ήπειρο. Μία ακόμη ομάδα που οργανώνει δράσεις γύρω από ξερολιθικές κατασκευές είναι «το Ζαγόρι της Αλληλεγγύης».

Η υλική πολιτιστική κληρονομιά περιλαμβάνει κτίρια και ιστορικά μέρη, μνημεία, αντικείμενα κ.λπ., τα οποία θεωρούνται άξια συντήρησης για το μέλλον. «Τα αντικείμενα αυτά είναι σημαντικά για τη μελέτη της ανθρώπινης ιστορίας επειδή παρέχουν μια συγκεκριμένη βάση για ιδέες και μπορούν να τις επικυρώσουν. Η διατήρησή τους δείχνει την αναγνώριση της αναγκαιότητας του παρελθόντος και των πραγμάτων που αφηγούνται

την ιστορία του, με αποτέλεσμα η υλική πολιτιστική κληρονομιά να έχει φυσική παρουσία.» Η υλική πολιτιστική κληρονομιά λοιπόν δημιουργήθηκε σε μεγάλο βαθμό από χορηγίες, που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι σχεδόν από κάθε χωριό κατάγεται και ένας ευεργέτης. Οι οικισμοί χαρακτηρίζονται είτε ως «παραδοσιακοί οικισμοί» είτε ως «ιστορικοί τόποι» όπως το Δίλοφο και το Καπέσοβο. Είναι μονοκεντρικοί, με κέντρο την πλατεία του χωριού και γύρω από την πλατεία, εντός των οικισμών αναπτύσσονται τα αρχοντικά, τα σχολεία, οι κρήνες, οι ναοί και μοναστήρια.

Στα όρια των οικισμών παρατηρούνται τα αλώνια, πλήρως συνδεδεμένα με την οικιακή οικονομία των Ζαγορίσιων με αποτέλεσμα σε πολλά χωριά να εντοπίζονται περισσότερα από ένα, όπως στον Ελαφότοπο και στα Κάτω Πεδινά. Εκτός των οικισμών καταγράφονται κάποια ακόμη στοιχεία πολιτιστικής κληρονομιάς όπως σκάλες, γεφύρια και μύλοι. Οι σκάλες πέτρινες διαδρομές με πολλούς αναβαθμούς, σκαλοπάτια, και καγκέλια, στροφές, χρησίμευαν στην μετακίνηση ατόμων και ζώων για την μεταφορά αντικειμένων. Σήμερα σώζονται λίγες από αυτές, με την σκάλα του Βραδέτου να διατηρείται σε άρτια κατάσταση. Εκτός από τις σκάλες που «γεφύρωναν» υψομετρικές καμπύλες και τα πέτρινα γεφύρια ή αλλιώς πετρογέφυρα δημιουργούνταν πάνω από ποτάμια και χείμαρρους για την διευκόλυνση των περασμάτων. Ανάλογα με το μήκος και την ορμή του ποταμού ποικίλουν, από μονότοξα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το γεφύρι του Κόκκορη, μέχρι και τρίτοξα, με παραδείγματα το Καλογερικό και το γεφύρι του Μύλου. Συνήθως κοντά στα πετρογέφυρα βρισκόταν και μύλοι, οι οποίοι χρησίμευαν, εκτός από το πλύσιμο των ρούχων, στο άλεσμα σιταριού. Σήμερα ο αριθμός των διασωθέντων είναι μικρός, με παραδείγματα τον μύλο δίπλα στο γεφύρι του Μύλου και τον μύλο στη Βωβούσα, ο οποίος έχει συντηρηθεί και λειτουργεί ως μουσείο.

Συμπερασματικά αναλύθηκε το σύμπλεγμα οικισμών του Ζαγορίου, με αφορμή την πιθανή ένταξη του στα πολιτιστικά τοπία αλλά και εξαιτίας των ιδιαιτεροτήτων που το χαρακτηρίζουν. Μεταξύ άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς παρουσιάζονται τομές με αποτέλεσμα σε πολλές περιπτώσεις να μην διαχωρίζονται και να αποτελούν μία ολότητα. Το σύνολο των υλικών και άυλων στοιχείων τους εκφράζουν την ατομική και συλλογική ύπαρξη του ανθρώπου, κάνοντας τα τοπία αντιληπτά ως αποθετήρια μνήμης και εισάγοντας την έννοια του παλίμψηστου. Εκτός από τον διαχωρισμό άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς παρατηρήθηκε και ο διαχωρισμός των μνημείων σε αυτά εντός και εκτός οικισμών, με κάποια να λαμβάνουν μεταβατικό χαρακτήρα τοποθετούμενα στα όρια των οικισμών. Η μνήμη παρουσιάστηκε μέσω των διαφορετικών της εκφάνσεων, την ατομική μνήμη, την συλλογική μνήμη και την λήθη, η οποία συνδέεται με την εγκατάλειψη. Ωστόσο μπορεί να αποτραπεί μέσω της προστασίας του πολιτιστικού τοπίου, με την προστασία όμως να διαθέτει και αρνητικά επακόλουθα. Παρόλα αυτά το παλίμψηστο του τοπίου διατηρείται και αναδεικνύεται με πολλά θετικά χαρακτηριστικά για το πολιτιστικό τοπίο και συγκεκριμένα για τους οικισμούς του Ζαγορίου.

Παναγιώτης Αντωνέλλος, Αρσινόη Νάσιου

Φοιτητές αρχιτεκτονικής του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Επιβλέπων Νικόλαος Πατσαβός

Κοινοποίηση

Κοινοποιείστε στους φίλους σας!