Γράφει η Βούλα Λεοντίδη – Πλάτωνα
Έφτασε και το Πάσχα! Όπως φτάνει πάντα, λίγο πιο αργά, λίγο πιο νωρίς, με ανοιξιάτικο ήλιο ή με ανοιξιάτικη βροχή, αλλά πάντα να σηματοδοτεί την Άνοιξη. Να μοσχοβολά το νιόβγαλτο χορτάρι ανακατεμένο με ξανθό μάη, γραβανιές, κάρποτα και συρμενεξέδες, ασβέστης, κουλουράκια με αμμωνία και βανίλια και μπρέκια με μαντανόζια! Μυρωδιές της Πασχαλιάς, μυρωδιές της Άνοιξης, μυρωδιές του χωριού!
«Ήρθε ο Λάζαρος ήρθαν τα βάγια, ήρθε των παθών η εβδομάδα» τραγουδούν τα παιδιά το Σάββατο του Λαζάρου, καθώς κουνάνε την ξύλινη βάση με τα μεγάλα κουδούνια που έχουν στολίσει με ανθισμένα βάγια. Γεμίζει το χωριό χαρούμενες φωνές και το καλαθάκι των παιδιών αυγά και κουλούρια. Με βάγια θα στολιστεί και η εκκλησία την άλλη μέρα και οι χωριανοί θα φύγουν από εκεί κρατώντας το κλαδάκι που θα φυλάξουν στο εικονοστάσι ως την άλλη χρονιά. Οι ακολουθίες του Νυμφίου κατανυκτικές, τα γλυκά και ήσυχα βράδια της Μεγάλης Εβδομάδας. Ξεχωριστό το έθιμο το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης, οι νοικοκυρές θα πάνε στην εκκλησία έχοντας μέσα σε μεγάλες κανίστρες, όμορφα σκεπασμένες με λευκά ασπροκέντια, κόλλυβα, ένα πρόσφορο, κρασί και το ψυχοχάρτι με τα ονόματα των προσφιλών τους νεκρών. Ο ιερέας θα κόψει το πρόσφορο σε μικρά κομμάτια θα το ραντίσει με το κρασί και θα διαβάσει τα ονόματα των νεκρών.
Κάλεσμα είναι τούτο στους νεκρούς, για να έλθουν τις χαρούμενες μέρες της Πασχαλιάς να συνεορτάσουν και πάλι να φύγουν τ΄Αρσαλιού, λίγο πριν την ημέρα της Πεντηκοστής. Ενώ το βράδυ, «ο κτίστης του κόσμου εις χείρας ανόμων παραδίδοται και επί ξύλου ανυψούται ο φιλάνθρωπος» και τα μάτια δακρύζουν. Την επαύριο η Μεγάλη Παρασκευή! Είτε με ήλιο, είτε με συννεφιά, ντύνει το χωριό με θλίψη και συγκίνηση, καθώς ο λυπημένος ήχος της καμπάνας ακουμπά την σιωπή του. Εκεί στην μέση της εκκλησιάς ο “Ωραίος κάλλει”, μέσα στ’ ανοιξιάτικα λουλούδια και τις μοσχοβολιές και γύρω Του οι γερόντισσες, να κάθονται σιωπηλές και πένθιμες, για να “φυλάξουν” τον Αφέντη Χριστό! Εικόνα βγαλμένη από τα βάθη της ελληνικής παράδοσης που μένει ζωντανή, ανεξίτηλη, αφκιασίδωτη.
Ύστερα, όταν η μέρα φύγει, η νύχτα υγρή και σιωπηλή θ’ ακολουθήσει στο δρόμο τους πιστούς, που θα ψέλνουν το “ ω γλυκί μου έαρ» “ ακολουθώντας τον Επιτάφιο όπου « ο Δεσπότης πάντων καθοράται νεκρός» και θ΄ αφήσει τ’ αστεράκια της ν΄ ανταμώσουν με το φως των κεριών, που θα περπατά μαζί τους. Απέραντη ομορφιά και κάτι το ανάλαφρο και γλυκό να πλημμυρίζει την ψυχή. Ως να έρθει η επόμενη μέρα, που η χαρούμενη αναστάτωση της προετοιμασίας θα κλέψει τις σκέψεις και το μυαλό.
Το μπρέκι που πρέπει να γίνει στην ώρα του με μπόλικα μαντανόζια για να μοσχοβολά, η προετοιμασία της μαγειρίτσας με τα μυρωδικά, οι πλεξούδες λαδορίγανη, το αρνί στο ταψί με μπόλικο αλατοπίπερο, σκόρδα και δεντρολίβανο για να μπει στην γάστρα και το φρέσκο γιαούρτι έτοιμο για να συνοδέψει την πίτα και να φτιάξει το στομάχι, ύστερα από το γιορτινό φαγοπότι, όπως έλεγε ο παππούς. Τα κουλούρια μεγάλα και αφράτα να μοσχοβολούν βανίλια και τα κόκκινα αυγά με μικρά σχέδια από φυλλαράκια και πολύχρωμες κλωστές, τα γιορτινά ρούχα, η άσπρη λαμπάδα από την νονά, με τα τούλια και τις χρυσές κλωστές και όλοι να περιμένουν ανυπόμονα τις χαρμόσυνες καμπάνες, που μες την νύχτα θα διαλαλήσουν παντού την Ανάσταση του Κυρίου.
Οι γιορτινές λαμπάδες θα πάρουν και θα δώσουν το ανέσπερο φως και το «Χριστός Ανέστη» γλυκόλαλο, χαρμόσυνο, ελπιδοφόρο, θα γαληνέψει τις καρδιές. Η μέρα της Λαμπρής θα ξημερώσει φωτεινή και χαρούμενη, θα στρωθούν τα τραπέζια στις γελαστές αυλές με την αντάμωση και τη χαρά θα τα στολίζουν. Οι μερακλήδες θα φέρουν από τις μπίμτσες τα μπουκάλια το παλιό κρασί και τα ποτήρια με το μπρούσκο θα τραγουδήσουν γιορτινά, όπως αρμόζει στην ευφρόσυνη μέρα. Έτσι απλά και ήρεμα θα ζήσουμε ξανά την δική μας Πασχαλιά ή θα την ξαναζήσουμε στον λογισμό μας, αυτή που κουβαλάμε παιδιόθεν, με τις γνήσιες παραδόσεις, μέσα στην γαλήνη της ανοιξιάτικης φύσης, στην ομορφιά, που απλόχερα μας δίνει ο τόπος μας.
Ευλογημένη η Μεγάλη Εβδομάδα, Καλή Ανάσταση!
Ακολουθήστε το
στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.