Ο Γιαννιώτης Γιώργος Καραγιάννης αποφοίτησε από το Τμήμα Πληροφορικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων το 2009. Μέχρι το 2015, οπότε και έφυγε για μεταπτυχιακό στο Εδιμβούργο σκοπεύοντας να βρει δουλειά στην Αγγλία, παρέδιδε μαθήματα πληροφορικής σε τοπικά φροντιστήρια, όπως έκαναν οι περισσότεροι συμφοιτητές του. Στα χρόνια της κρίσης αμειβόταν με πολύ χαμηλό μισθό, δίχως προοπτική εξέλιξης. Μετά το μεταπτυχιακό, τον ενάμιση χρόνο που εργάστηκε στο Νιούκαστλ, ξέχασε τη συσσωρευμένη του ταλαιπωρία και απογοήτευση. Ασχολούνταν με το αντικείμενο σπουδών του και τα οικονομικά του είχαν «στρώσει». Ωστόσο, η νοσταλγία του για τα Γιάννενα μεγάλωνε. Μόλις είδε στο τμήμα διασύνδεσης του πανεπιστημίου την αγγελία της P&I, της γερμανικής εταιρείας που παράγει λογισμικό διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού, έστειλε αμέσως το βιογραφικό του.

Σήμερα, στα 37 του, μαζί με τον συντοπίτη και σχεδόν συνομήλικο συνάδελφό του Απόστολο Βόγκλη, με τον οποίο προσλήφθηκαν ταυτόχρονα τον Ιούλιο του 2017,  ανήκουν στην ομάδα που διευθύνει  τη θυγατρική της P&I στα Γιάννενα. Το Κέντρο Καινοτομίας, όπως ονομάζεται, αριθμεί πάνω από 140 υπαλλήλους και, πέραν των τεχνολογικών λύσεων που αναπτύσσει, υποστηρίζει περίπου 1.500 πελάτες. «Δεν έχουμε ελληνικό πελατολόγιο. Η εξυπηρέτηση γίνεται στα γερμανικά από  Έλληνες συναδέλφους. Προτιμάμε κόσμο που επιθυμεί να μείνει στα Γιάννενα, γι’ αυτό και έχουμε ελάχιστες αποχωρήσεις», σημειώνει ο Απόστολος. «Για τους περισσότερους είμαστε ο πρώτος εργοδότης. Αναζητούμε υποψηφίους με θέληση, όχι τόσο με εμπειρία. Τους εκπαιδεύουμε συνεχώς και τους στέλνουμε στα κεντρικά γραφεία της Γερμανίας για να γνωρίσουν την κουλτούρα και να μάθουν τη γλώσσα», συμπληρώνει ο Γιώργος, με φόντο τα κοινόχρηστα ποδήλατα που διαθέτει η εταιρεία στους εργαζομένους για τις μετακινήσεις τους.

Μία από τις 19 διαφορετικές ερευνητικές ομάδες που βρίσκονται σήμερα στο Ινστιτούτο Βιοϊατρικών Ερευνών.

Το παράδειγμα των δύο Γιαννιωτών και της ομάδας τους, σταδιακά, εξελίσσεται σε κανόνα στην πρωτεύουσα της Ηπείρου. Νέοι μεταξύ 22 και 35 χρονών είτε επιστρέφουν, γιατί βρίσκουν μια καλή δουλειά στον τομέα της τεχνολογίας, είτε ολοκληρώνουν τις σπουδές τους στο Τμήμα Πληροφορικής και προσλαμβάνονται αμέσως μετά την αποφοίτησή τους. Το ίδιο ισχύει και για τους μεταπτυχιακούς-διδακτορικούς φοιτητές. Τις πέντε ημέρες που παρέμεινα στα Γιάννενα, επισκέφτηκα οκτώ εταιρείες, τρεις πολυεθνικές και πέντε ελληνικές, που απασχολούν συνολικά 400 άτομα προσωπικό. Δεν είναι όλες συγκεντρωμένες σε μία περιοχή, ωστόσο η πλειονότητά τους βρίσκεται στη νότια πλευρά της λίμνης, στις περιοχές πέριξ του Πανεπιστημίου – του μεγαλύτερου πνεύμονα καινοτομίας της πόλης. Εκεί ξεναγηθήκαμε επίσης σε τέσσερα εργαστήρια και στο Ινστιτούτο Βιοιατρικών Ερευνών (ΙΒΕ), που απασχολούν περίπου 200 ερευνητές. Εάν κάνεις τον λογαριασμό, σε μια πόλη 120.000 κατοίκων, τα 600 άτομα, χωρίς να υπολογίζεται το προσωπικό άλλων εταιρειών ή εργαστηρίων, γίνονται μια «κρίσιμη» μάζα τόσο για την τοπική οικονομία, όσο και για την περαιτέρω ανάπτυξη του οικοσυστήματος.

Η πρώτη άφιξη

Η πολυεθνική που ήρθε πρώτη στα Γιάννενα ήταν η P&I πριν από πέντε χρόνια. Καθώς αντιμετώπιζε προβλήματα στη μονάδα τεχνολογίας στη Σλοβακία, λόγω της δυσκολίας να βρει καταρτισμένο προσωπικό, στράφηκε στην Ελλάδα. «Μια εταιρεία λογισμικού επιλέγει μια περιοχή βάσει των υποδομών και του ανθρώπινου δυναμικού. Έχει ανάγκη από μεγάλους και αξιοπρεπείς χώρους γραφείων με σταθερό ρεύμα και γρήγορο διαδίκτυο, ώστε να μη μετακομίζει συνέχεια όσο μεγαλώνει και να μην πέφτει η τάση, διακόπτοντας τη μεταφορά των πακέτων προγραμματισμού. Ακόμη, χρειάζεται διαθέσιμο προσωπικό με βασικές γνώσεις προγραμματισμού που μιλάει αγγλικά. Τα Γιάννενα πληρούσαν και τις δύο προϋποθέσεις», περιγράφει ο Γιάννης Τσιλιμπάρης, σύμβουλος επιχειρήσεων και ο άνθρωπος που ανέλαβε την εγκατάσταση της γερμανικής εταιρείας στο Επιστημονικό και Τεχνολογικό Πάρκο Ηπείρου, ακριβώς απέναντι από το Πανεπιστήμιο.

«Την πρώτη ημέρα έλαβα 170 βιογραφικά. Μάλιστα, ένας υποψήφιος εργαζόταν προσωρινά ως ναυαγοσώστης», θυμάται ο Γιάννης, ο οποίος μου εξηγεί ότι η αγορά ταρακουνήθηκε αρκετά, καθώς «ο μέσος μισθός ήταν 750 ευρώ και εμείς δίναμε 1.250». Το πετυχημένο μοντέλο της P&I ακολούθησε γρήγορα και η Team Viewer, η γερμανική εταιρεία που αναπτύσσει λογισμικό για απομακρυσμένο έλεγχο υπολογιστών και τότε ανήκε στον ίδιο όμιλο κεφαλαίων. «Συζητούσαμε από τον Μάιο του 2018. Τελικά, μετά από δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε στην εξεύρεση κατάλληλου χώρου, η εταιρεία ξεκίνησε τη λειτουργία της στην πόλη στις αρχές του 2020», συμπληρώνει ο Γιάννης, που τότε, ως διαχειριστής της P&I, διευκόλυνε τη μετάβαση της «αδελφής» εταιρείας.

Σήμερα, η Team Viewer διαθέτει πάνω από 50 εργαζομένους, η πλειονότητα των οποίων προέρχεται από το Πανεπιστήμιο. «Θέλουμε να μεγαλώσουμε κι άλλο στα Γιάννενα, να εξελιχθούμε ακόμη περισσότερο ως κέντρο καινοτομίας και να αναπτύσσουμε προϊόντα που είναι πετυχημένα», μου λέει ο Μάρκους Βάγκνερ, αναπληρωτής πρόεδρος για την Ανάπτυξη Λογισμικού. Λίγα μέτρα πιο πέρα, δύο συνάδελφοι έπαιζαν πινγκ πονγκ κατά το μεσημεριανό τους διάλειμμα.

Γενικότερα, το ανθρώπινο δυναμικό του Τμήματος Μηχανικών Ηλεκτρονικών Υπολογιστών και Πληροφορικής παίζει καταλυτικό ρόλο στα μελλοντικά σχέδια ανάπτυξης των εταιρειών. Υπολογίζεται ότι το συγκεκριμένο τμήμα τροφοδοτεί ετησίως την αγορά με 100-150 αποφοίτους. Η εύρεση προσωπικού γίνεται με αγγελίες στο διαδίκτυο και στο γραφείο διασύνδεσης του Πανεπιστημίου, αλλά και με τον θεσμό της πρακτικής άσκησης και την ετήσια διοργάνωση Ημέρες καριέρας. «Το ενδιαφέρον των ξένων εταιρειών ενεργοποιήθηκε από τότε που προβληθήκαμε σε μια σχετική εκπομπή για τα Γιάννενα στο γερμανικό κανάλι ARD. Για παράδειγμα, μια εταιρεία εξετάζει να ανοίξει τμήμα κατασκευής τυπωμένων κυκλωμάτων (πλακέτες μονής ή διπλής όψης που χρησιμοποιούνται στη διασύνδεση ηλεκτρονικών στοιχείων)», λέει ο Γιώργος Τσιατούχας, καθηγητής και πρώην πρόεδρος του Τμήματος. «Αντικείμενα έρευνας, μεταξύ άλλων, είναι τα μεγάλα δεδομένα (Big Data), η τεχνητή νοημοσύνη και οι αλγόριθμοί της. Τώρα υλοποιούμε ένα πρόγραμμα για οπτική επικοινωνία με χρήση λαμπτήρων φωτισμού, το οποίο έχει πολλές εφαρμογές, όπως την αναβάθμιση της εμπειρίας του επισκέπτη στα μουσεία», συμπληρώνει.

Αυτή η αποτελεσματική σύνδεση του πανεπιστημίου με την αγορά είναι το κρίσιμο ζητούμενο, είτε μέσω της εφαρμοσμένης έρευνας είτε μέσω της ίδρυσης τεχνοβλαστών (spin off) που αξιοποιούν εμπορικά την επιστημονική γνώση μελών ακαδημαϊκών και ερευνητών. «Το πανεπιστήμιο δεν είχε καλλιεργήσει την επιχειρηματικότητα ούτε είχε επενδύσει στην εφαρμοσμένη έρευνα. Αυτός είναι ο στρατηγικός μας στόχος, μαζί με την αναβάθμιση του γραφείου διασύνδεσης: να χτίσουμε πιο στέρεες γέφυρες με την αγορά», σημειώνει ο Μηνάς Πασχόπουλος, καθηγητής Μαιευτικής και Γυναικολογίας του Τμήματος Ιατρικής και αντιπρύτανης Διοικητικών Υποθέσεων, Ακαδημαϊκών Υποθέσεων και Φοιτητικής Μέριμνας.

Η ερευνητική ομάδα του Εργαστηρίου Επιστήμης και Τεχνολογίας Πολυμερών της Πολυτεχνικής Σχολής, η οποία κατασκευάζει ειδικούς γυάλινους αντιδραστήρες πολυμερισμού

Ο πυλώνας της βιοϊατρικής

Μαζί με το Τμήμα Πληροφορικής, στα 3.500 στρέμματα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων υπάρχουν και άλλες ερευνητικές μονάδες που καινοτομούν και συνδέονται επιτυχώς με την αγορά, όπως το Εργαστήριο Επιστήμης και Τεχνολογίας Πολυμερών, με διευθυντή τον Απόστολο Αυγερόπουλο, καθηγητή Πολυμερών Υλικών. Από το 2004, που ιδρύθηκε, έχει έσοδα περίπου 7 εκατ. ευρώ από ερευνητικά προγράμματα. «Ερευνούμε τη σύνθεση, τον χαρακτηρισμό και τις ιδιότητες των πολυμερών για να εξετάσουμε την εφαρμογή τους στη νανοτεχνολογία. Μία από τις σημαντικότερες επιτυχίες μας ήταν ένα πρότζεκτ 250.000 δολαρίων που “τρέξαμε” για την αμερικανική εταιρεία 3Μ και το οποίο αφορούσε την κατασκευή υλικών για βιολογικές μεμβράνες. Ολοκληρώθηκε το 2019 και έχουμε υποβάλει αίτημα για κατοχύρωση της πατέντας στην Αμερική», περιγράφει περήφανος, μπροστά από το σύγχρονο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο διέλευσης με το οποίο δουλεύει.

Όταν ξεκίνησε να στήνει το εργαστήριο, είχε μόλις 60.000 ευρώ κεφάλαιο, που δεν έφτανε ούτε για τα απαραίτητα. Σήμερα η ομάδα του συνεργάζεται με κορυφαίες εταιρείες παγκοσμίως, όπως την Dow Corning, τον αμερικανικό κολοσσό παραγωγής σιλικόνης. Ωστόσο, η γνώση που παράγεται στα εργαστήρια δεν προορίζεται πάντοτε για την αγορά. «Αν δεν έχεις βασική έρευνα, τότε θα στερείσαι και την εφαρμοσμένη. Πρέπει να εξασφαλίσεις και τα δύο για να προχωρήσεις», λέει ο Κώστας Κοσμίδης, καθηγητής στο Τμήμα Φυσικής και επιστημονικός διευθυντής του Κέντρου Εφαρμογών Λέιζερ του Πανεπιστημίου, δείχνοντάς μου τον αισθητήρα για εξειδικευμένες μετρήσεις που κατασκεύασε με την ομάδα του και μεταξύ άλλων ανιχνεύει τον μόλυβδο στο νερό.

Το εργαστήριό του, που ερευνά κυρίως τη γρήγορη κίνηση των μορίων, υποστηρίζει όλα τα Τμήματα. «Ακτινοβολήσαμε νεφρά μέσα σε επιλεγμένα υγρά, για να διαπιστώσουμε αν αυξάνεται ο χρόνος διατήρησης των υγιών μοσχευμάτων σε περίπτωση μεταμόσχευσης», μου περιγράφει. Η έρευνα στον τομέα της βιοϊατρικής και της βιοϊατρικής τεχνολογίας αποτελεί έναν σημαντικό αναπτυξιακό πυλώνα του οικοσυστήματος, ο οποίος ενώνει επιτυχώς τη γνώση και τα επιστημονικά ενδιαφέροντα της ιατρικής με τα υπόλοιπα τμήματα θετικών επιστημών. Προς αυτή την κατεύθυνση βοηθάει αφενός η ύπαρξη του Γενικού Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ιωαννίνων, αφετέρου το ΙΒΕ, το οποίο αναμένει το 2025 να μεταφερθεί στο καινούργιο του κτίριο εντός της Πανεπιστημιούπολης. Οι νέες εγκαταστάσεις, 5.000 τ.μ., είναι εξαπλάσιες από τις σημερινές, γεγονός που επιβεβαιώνει την πολύτιμη αξία των ερευνητικών αυτών προγραμμάτων.

Η αξία του ενδογενούς ταλέντου 

Ο Σάββας Χριστοφορίδης, διευθυντής του ΙΒΕ και καθηγητής Βιολογικής Χημείας του Τμήματος Ιατρικής, ο οποίος συντονίζει 19 διαφορετικές ερευνητικές ομάδες, μου λέει πως εδώ φτιάχτηκαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα επαγόμενα βλαστικά κύτταρα που χρησιμοποιούνται στη μελέτη διαφορετικών ασθενειών σε εργαστήρια και στον έλεγχο πιθανών νέων φαρμάκων. «Γενικά, μελετάμε τις κυτταρικές λειτουργίες και σε συνεργασία με κλινικούς γιατρούς και δομικούς βιολόγους παρασκευάζουμε νέα φάρμακα για τις ασθένειες που μας ενδιαφέρουν», μου αναφέρει χαρακτηριστικά.

Στον κλάδο της βιοϊατρικής δραστηριοποιείται και ο Δημήτρης Ι. Φωτιάδης, επικεφαλής του Εργαστηρίου Βιοϊατρικής Τεχνολογίας και καθηγητής στο Τμήμα Μηχανικών Επιστήμης Υλικών. Στο εργαστήριό του, όπου εφαρμόζουν κανόνες μηχανικής και πληροφορικής στην ιατρική και τη βιολογία, εργάζονται σχεδόν 70 ερευνητές. Την τελευταία δεκαετία, έχει εξασφαλίσει συνολικά 54 ερευνητικά προγράμματα αξίας 32 εκατομμυρίων ευρώ, τουτέστιν ετήσια χρηματοδότηση 3,2 εκατομμυρίων ευρώ.

Το 2015, ίδρυσε σε συνεργασία με άλλους την PD Neurotechnology, μια εταιρεία ιατρικών συσκευών υψηλής τεχνολογίας. Από το 2017 λειτουργούν στα Γιάννενα τα τμήματα Έρευνας και Ανάπτυξης, παραγωγής, κλινικών μελετών και ποιότητας, αριθμώντας 33 άτομα. Η εταιρεία, με πελάτες σε 12 χώρες, παράγει το PDMonitor, ένα εξελιγμένο σύστημα παρακολούθησης και διαχείρισης νοσούντων με Πάρκινσον. «Η συσκευή προέκυψε μετά από δεκαετή έρευνα στο εργαστήριο, όπου η πλειονότητα των υπαλλήλων είναι παλιοί μου φοιτητές. Αντιλαμβάνομαι τα οφέλη του ερχομού των πολυεθνικών με τη δημιουργία θέσεων εργασίας, όμως αυτές κυρίως εισάγουν γνώση. Πιστεύω ότι, για να κερδίσει η  Ήπειρος τον χαμένο χρόνο, οφείλει να στηρίξει το ενδογενές της δυναμικό και να ενισχύσει την καινοτόμο επιχειρηματικότητα», καταλήγει.

Το στοίχημα των startups

Πράγματι, τα Γιάννενα διαθέτουν μια δυναμικά αναπτυσσόμενη τεχνολογική ζώνη, η οποία συμπληρώνεται από τα ερευνητικά κέντρα, ωστόσο απουσιάζει η νεοφυής επιχειρηματικότητα, δηλαδή εξειδικευμένες δομές που θα προάγουν συστηματικά την καινοτομία. Με τέτοια πρόθεση εγκαινιάστηκε προ εικοσαετίας το Επιστημονικό και Τεχνολογικό Πάρκο, αλλά μόλις καρποφόρησε, έπρεπε να αναμετρηθεί με την οικονομική κρίση. Έκτοτε, στράφηκε περισσότερο στην ενοικίαση των χώρων του και λιγότερο στην ουσιαστική υποστήριξη της νεοφυούς επιχειρηματικότητας. Επίσης, η Περιφέρεια Ηπείρου, μέσω δύο επιχειρησιακών προγραμμάτων για Στρατηγική Έξυπνης Εξειδίκευσης («Ήπειρος 2014-2020» και «Ήπειρος 2021-2027»), ύψους άνω των 700 εκατομμυρίων ευρώ, βοηθά σημαντικά την έρευνα και την τεχνολογία, όμως δεν έχει κατορθώσει ακόμη να εμφυσήσει μια κουλτούρα νεοφυούς επιχειρηματικότητας.

Ελάχιστες ελληνικές εταιρείες, όπως η Ιqsoft και η Tekmon, ξεκίνησαν από μια πρωτοπόρο ιδέα και κατόρθωσαν να εξελιχθούν. Η πρώτη, που ιδρύθηκε το 2006, παράγει λογισμικό και εξαρτήματα (hardware) παρακολούθησης μετακινήσεων κτιρίων-εγκαταστάσεων κυρίως στη φάση της κατασκευής. Εξυπηρετεί πελάτες σε 14 χώρες, ανάμεσα στους οποίους το μεγαλύτερο μετρό του κόσμου, τη «Χρυσή Γραμμή» στο Κατάρ. Η δεύτερη, που ξεκίνησε το 2014 και αναπτύσσει ψηφιακά εργαλεία για εταιρείες που απασχολούν εργαζομένους εκτός γραφείου, από τα τέλη του 2020 συνεργάζεται με το μετρό του Λονδίνου. «Υπάρχουν πολλές εταιρείες πληροφορικής στην πόλη, δουλεύουμε όμως σε σιλό. Αν πραγματοποιούνταν περισσότερες εκδηλώσεις για να συζητήσουμε, θα γινόταν καλύτερη ζύμωση και θα επιταχύναμε την πρόοδο», παρατηρεί ο Νίκος Ζήνας, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, η οποία έχει «σηκώσει» μέχρι σήμερα χρηματοδότηση κοντά στο 1,5 εκατ. ευρώ.

Προκλήσεις & προοπτική

Βγαίνοντας από το γραφείο του κ. Ζήνα στο κέντρο της πόλης, περπάτησα μέχρι τον πεζόδρομο όπισθεν του δημαρχείου, που βούιζε από φοιτητές, για να συναντήσω τον Τάσο Κούτλα, αναπληρωτή διευθυντή Ψηφιακών Λύσεων Ευρώπης στη FFW, η οποία σχεδιάζει και υλοποιεί ψηφιακές εμπειρίες για επιχειρήσεις. Ο Τάσος εργάζεται εξ αποστάσεως στα Γιάννενα, αλλά έλειπε περίπου 15 χρόνια στο εξωτερικό. Διδάκτορας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, με αντικείμενο τη μηχανική μάθηση και όραση (machine learning & vision), γνωρίζει από πρώτο χέρι την εξέλιξη της πόλης. «Για να αναβαθμιστούν τα Γιάννενα σε ένα αξιόλογο περιφερειακό τεχνολογικό οικοσύστημα, εκτός από την προσέλκυση πολυεθνικών και την ενίσχυση ίδρυσης νέων τοπικών τεχνολογικών επιχειρήσεων, απαιτείται και η επανακατάρτιση επιστημονικού δυναμικού σε δεξιότητες της ψηφιακής οικονομίας, το οποίο είναι παροπλισμένο», εξηγεί, οραματιζόμενος τη δημιουργία ενός τοπικού Φορέα Ψηφιακής Οικονομίας και Καινοτομίας που θα αναλάβει τον συντονισμό όλων των μερών.

Σήμερα, τρεις είναι οι σημαντικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα Γιάννενα για να εδραιώσουν τη δυναμική τους. Η πρώτη είναι η αεροπορική σύνδεση με άλλες ευρωπαϊκές πόλεις και συγκεκριμένα με γερμανικές, αφού στο αεροδρόμιο προσγειώνονται αεροπλάνα από την Αθήνα και το καλοκαίρι τσάρτερ από τη Σκανδιναβία. «Τα Γιάννενα, μέχρι να ολοκληρωθεί το εθνικό δίκτυο, δηλαδή η Εγνατία και η Ιονία Οδός, ήταν η πιο απομονωμένη περιοχή της Ελλάδας. Η οδική σύνδεση απελευθέρωσε την ανάπτυξη της πόλης και το ίδιο θα συμβεί με την επέκταση των αεροπορικών γραμμών. Έχουμε ήδη προσπαθήσει σε πολλές κατευθύνσεις, κυρίως με το Ντόρτμουντ, που διαθέτει μια μεγάλη ηπειρώτικη κοινότητα. Αν ανοίξει μία γραμμή, σύντομα θα ακολουθήσουν κι άλλες», προβλέπει ο δήμαρχος Μωυσής Ελισάφ, ο οποίος με πληροφόρησε ότι αρκετές εταιρείες ζητούν τη βοήθεια του δήμου για εύρεση χώρου.

Η δεύτερη πρόκληση αφορά την έλλειψη κατάλληλων υποδομών: δεν έχει εξαπλωθεί επαρκώς η οπτική ίνα και το υπάρχον χαρτοφυλάκιο κτιρίων αποτελείται στην πλειονότητά του από κλειστά εμπορικά καταστήματα, αποθήκες και εγκαταλελειμμένες βιομηχανικές μονάδες, για τις οποίες απαιτούνται μεγάλα κεφάλαια για να εκσυγχρονιστούν και να φιλοξενήσουν εταιρείες πληροφορικής. «Στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων διατίθενται κτίρια κυρίως για εμπορικούς σκοπούς, που μπορούν να στεγάσουν μεγάλες αλυσίδες λιανικής. Νοικιάζονται γραφεία μικρότερης χωρητικότητας, τα οποία εξυπηρετούν στο ξεκίνημα μιας εταιρείας», αναλύει ο Δημήτρης Καλατζόγλου, ιδιοκτήτης του μεσιτικού γραφείου VreSpiti. Αυτό το πρόβλημα φιλοδοξεί να λύσει το Πάρκο Υψηλής Έρευνας και Τεχνολογίας της Περιφέρειας, εμβαδού 15.000 τ.μ. και προϋπολογισμού 50 εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο βρίσκεται σε διαδικασία ένταξης στο Ταμείο Ανάκαμψης. «Το Πάρκο θα είναι κατάλληλο και για κέντρα δεδομένων (Data Centers). Αν δημοπρατηθεί ως το τέλος του έτους, θα παραδοθεί αρχές του 2024», αναφέρει ο περιφερειάρχης Ηπείρου, Αλέξανδρος Καχριμάνης.

Το έργο από τη μία φαίνεται να έχει φρενάρει την αγορά ακινήτων του συγκεκριμένου κλάδου, αφού οι εταιρείες περιμένουν την ολοκλήρωσή του για να αποφασίσουν τα επόμενα βήματά τους, από την άλλη ακούγεται ότι προκαλεί το ενδιαφέρον και άλλων πολυεθνικών. Σε κάθε ραντεβού άκουγα και διαφορετικό όνομα εταιρείας, μη επιβεβαιωμένο, σαν να είχε στηθεί άτυπα ένα τοπικό ράδιο αρβύλα, το οποίο φυσικά συνδέεται και με τον παροξυσμό που καλλιέργησαν τα δημοσιεύματα για τη Σίλικον Βάλεϊ της Ελλάδας. Και αυτή είναι η τρίτη πρόκληση: ο ενθουσιασμός που γεννούν οι προοπτικές της τεχνολογικής ανάπτυξης να μη συμπαρασύρει την ουσιαστική δουλειά που πρέπει να γίνει σε επίπεδο σχεδιασμού και υποδομών. Διότι η τεχνολογία δεν εμπιστεύεται τις πρόχειρες λύσεις.

ΟΙ STARTUPS ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΠΗΓΗ ΕΜΠΝΕΥΣΗΣ   

Δύο εγκαθιδρυμένες ελληνικές εταιρείες τεχνολογίας στα Γιάννενα υιοθέτησαν την ευελιξία, τον ενθουσιασμό και τον αυθορμητισμό μιας νεοφυούς επιχείρησης και κατόρθωσαν μέσα σε λίγα χρόνια να εξελιχθούν, να μεγαλώσουν και να είναι σήμερα ανταγωνιστικές σε διεθνές επίπεδο.

→ Terracom

Ο Δημήτρης Ζαχαράκης και ο Στέλιος Γκούσκος, ξενόφερτοι στην πόλη, ίδρυσαν το 1999 την Terracom με αρχική δραστηριότητα την ενσωμάτωση συστημάτων. Σταδιακά, ανέπτυξαν ένα λογισμικό για τη διαχείριση κέντρων λήψεων σημάτων, με το οποίο απέκτησαν πελάτες εταιρείες σεκιούριτι στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια. Το 2015, μεσούσης της κρίσης, άλλαξαν προσανατολισμό και λάνσαραν ένα νέο προϊόν γραμμένο αποκλειστικά στα αγγλικά, τo Quick Response Patrol (QPR). Πρόκειται για μια πλατφόρμα διαχείρισης φυλάξεων και περιπολιών που χρησιμοποιούν περισσότερες από 1.000 εταιρείες σε 80 χώρες. Είκοσι τρία χρόνια αργότερα, απασχολούν 60 άτομα, ο τζίρος από το GPR προέρχεται κατά 97% από το εξωτερικό, ετοιμάζονται να μετακομίσουν σε καινούργιο κτίριο και έχουν πλέον διεθνή μετοχική σύνθεση, καθώς το 2019 υπέγραψαν επενδυτική συμφωνία με τον λονδρέζικο οίκο Brookstreet Equity Partners. Μάλιστα, πρόσφατα επιλέχθηκαν ανάμεσα στις επτά εγχώριες νεοφυείς επιχειρήσεις για το πρόγραμμα Star Venture της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, ώστε να λάβουν συμβουλευτικές υπηρεσίες για την οργάνωση και την περαιτέρω ανάπτυξή τους.

→ Natech 

Η natech ξεκίνησε το 2003 από την οικογένεια των αδελφών Θανάση και Δημήτρη Ναυρόζογλου με σκοπό να εξυπηρετήσει τα μικρότερα συνεταιριστικά πιστωτικά ιδρύματα της χώρας, αναπτύσσοντας το τραπεζικό λογισμικό τους. Το 2012, οι συνεταιριστικές τράπεζες μειώθηκαν, απορροφούμενες από εμπορικές, και ξαφνικά η εταιρεία βρέθηκε να συνεργάζεται με τις περισσότερες εγχώριες περιφερειακές τράπεζες. «Ουσιαστικός ανταγωνισμός δεν υπήρχε τότε. Μέσω των συναντήσεων με τους πελάτες αφουγκραζόμασταν τις ανάγκες τους, αποκτούσαμε τεχνογνωσία και αναβαθμίζαμε συνεχώς το προϊόν μας», λέει ο Θανάσης, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας. Τέσσερα χρόνια αργότερα, με τη συρρίκνωση του τραπεζικού συστήματος λόγω κρίσης, επανασχεδίασαν ριζικά το σύστημά τους και στόχευσαν την ευρωπαϊκή και αφρικανική αγορά. Σήμερα, η Natech απασχολεί 80 άτομα, έχει πελάτες σε περισσότερες από δέκα χώρες, και μαζί με την Τράπεζα Πειραιώς δημιουργεί την πρώτη ψηφιακή τράπεζα στην Ελλάδα, με έδρα τα Γιάννενα.

Πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Φωτογραφίες: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΑΚΑΛΙΔΗΣ/SOOC)

 

Κοινοποίηση

Κοινοποιείστε στους φίλους σας!