• Γράφει η Βούλα  Λεοντίδη – Πλάτωνα

       Τα Χριστούγεννα είχαν περάσει λουσμένα σ ένα, απρόσμενα δυνατό, φως, που ακουμπούσε στην πόλη ο χειμωνιάτικος ήλιος.  Ο βοριάς, κι αυτός, ήσυχος, βαριεστημένος κατέβαινε  από το βουνό,  ακουμπούσε την λίμνη  ίσα ίσα για να χορέψουν λίγα κυματάκια πάνω στο γυαλιστερό της φουστάνι και  τίναζε, έτσι για να κάνει κάτι, τα τελευταία φύλλα από τα πλατάνια που γυρόφερναν το νερό. Τις είχαν χαρεί όλοι τούτες τις μέρες, με την ξεγνοιασιά που δίνει η γιορτή, με την ζεστασιά και την γαλήνη που αφήνουν στην ψυχή οι καλοσυνάτες μέρες.  Μα τώρα!  Από πού ξεφύτρωσαν τούτα τα  σύννεφα  μεγάλα κι αγριωπά, που σκέπασαν το βουνό  πέρα ως πέρα;  Κι ύστερα κατέβηκαν χαμηλά,  κάθισαν πάνω στις σκεπές των σπιτιών, βαρύ, υγρό, κρυαδερό πάπλωμα και τίποτα καλό δεν προμηνούσαν για την Πρωτοχρονιά που θα έρχονταν σε δυο – τρεις μέρες.  Ούτε για τον μπάρμπα -Στεφανή  προμηνούσαν κάτι καλό. Τις μέρες πριν απ τα Χριστούγεννα μετα βίας έσπρωξε το καρότσι του και κουβάλησε απ το  πρακτορείο των λεωφορείων  μπόγους και βαλίτσες ταξιδιωτών κι από την Σκάλα, σφάγια, τυριά, πουλερικά, που έρχονταν από τα χωριά αντίπερα της λίμνης.  Μετά βίας, γιατί εκείνος ο σφάχτης στην μέση τον έκοβε στα δύο, μα έσπρωξε το καρότσι, με τα μεγάλα του χέρια, χωρίς ν’ αφήσει το βογγητό, που έφτανε στα δόντια, έξω να βγει. Είχε μάθει καλά  να το διαφεντεύει τούτο όλα τα χρόνια που έσπρωχνε το καρότσι του στις γειτονιές της πόλης  και πιότερο τώρα που τα χρόνια είχαν αρχίσει να βαραίνουν πάνω του κι εκείνες οι χαρακές στο ηλιοκαμμένο πρόσωπο, που βάθαιναν, όλο βάθαιναν.  Πώς αλλιώς, από τούτο το καρότσι  ζούσαν αυτός και η γυναίκα του,  φτωχικά είν’ αλήθεια, μα τα βόλευαν νοικοκυρεμένα.  Κι αυτή την φορά  έφερε σπίτι τα λιγοστά καλούδια για την μεγάλη γιορτή, πήρε και μια παλιά κότα για να την σφάξουν την Πρωτοχρονιά  κι ύστερα έπεσε στο στρώμα. Η Ρίνα, η γυναίκα του, άναβε κάρβουνα στην αυλή  η  έπαιρνε αναμμένα  και καλά χωνεμένα από τον φούρνο της γειτονιάς κι έβαζε το μαγκάλι κοντά του,  τον σκέπαζε καλά, του έβραζε τίλιο και φασκόμηλο, τον  έτριβε με βαλσαμόλαδο. Μα τούτες οι μέρες που ήρθαν, γεμάτες αντάρα και νερό δυνάμωσαν τους πόνους. Κάθονταν κοντά του και τον συντρόφευε, έπλεκε με τις κονταρίτσες  και κουβέντιαζαν κι άκουγαν στον τσίγκο την δυνατή βροχή κι απ’ τα φυρά παράθυρα το βογγητό της λίμνης, που χτυπιόταν πάνω στα βράχια και το παράξενο  σφύριγμα του αέρα, στοιχειά λες που μάλωναν, κατεβασμένα απ το αγριεμένο βουνό.  

      Όχι πως και εκείνη ήταν καλύτερα, τα χρόνια που ξενόπλενε της είχαν αφήσει τ’ αθριτικά σαν πληρωμή  και παράσημο, για τούτο και σταμάτησε, μα δεν έκατσε  έτσι. Πήγαινε στους όχτους έξω  από τα μποστάνια και μάζευε άγρια χόρτα, τα έπλενε νοικοκυρίσια στο αυλάκι και ύστερα έπαιρνε την θέση της εκεί  στην άκρη του δρόμου κάτω από το κάστρο. Δεν είχε παράπονο, είχε κερδίσει την αγάπη των νοικοκυραίων  και πάντα κατάφερνε να γυρίζει στο σπίτι με τα λίγα λιανόματα δεμένα  κόμπο, στην άκρη από το χειρομάντηλο.  

    Μικρό κορίτσι ήταν όταν αντάμωσαν με τον Στεφανή κι από τότε ένιωσε πως είχε όλο τον κόσμο δικό της. Το χαμηλό σπιτάκι έξω από το κάστρο, με την ανάσα της λίμνης πάνω του, χαμογελούσε κι ας  ήταν δύσκολη η ζωή  κι ας έλειψε η φωνούλα παιδιού απ την αυλή του κι ας έπεφτε φλούδες, φλούδες ο πολυφορεμένος ασβέστης. Όταν αντάμωναν τα χέρια κι οι ματιές τους, γέμιζε λιακάδα η ζωή και τράβαγε ήσυχα τον δρόμο της.

   – Θα πάω για ραδίκια, του είπε το πρωί της παραμονής

   – Πού θα πας τζάνουμ με τέτοιο καιρό, λαχτάρησε 

   – Τώρα που παρατάραξε λίγο η βροχή, δεν θ΄ αργήσω, 

     Πήρε το σακκούλι και το μαχαίρι, έριξε και μια κατσούλα πάνω της και βγήκε. Εκείνη ήξερε, πήγαινε στους προσηλιακούς όχτους κάτω από τις βατσινιές εκεί που δεν έπιανε η πάχνη και έβρισκε τρυφερά τζοχιά και μεγάλες πικραλίδες. Δεν άργησε να γεμίσει το σακούλι, τα πάστρεψε γρήγορα, γρήγορα, τα πέρασε και στο αυλάκι  ένα νερό, παγωμένο ήταν, την περόνιασε ο πόνος ως την καρδιά,  στάθηκε ύστερα  στην άκρη του δρόμου κάτω από το κάστρο.

  – Βγήκες μ΄ αυτό τον καιρό κυρά – Ρίνα;

 ‘Αφησε την καλόκαρδη  έγνοια του ο καστρινός που περνούσε βιαστικά. 

  -‘Αντε δώμου  τα χόρτα και σύρε γρήγορα σπίτι σου, αγριεύει ο καιρός.

Έσφιξε μέσα στην παγωμένη παλάμη τα λίγα κέρματα, ανταπάντησε μέσα από την καρδιά της στις ευχές για καλή χρονιά και πήρε το δρόμο για το σπίτι της κρατώντας σφιχτά την κατσούλα που γύρευε να την πάρει ο αέρας. Κάτι από χαρά χόρευε μέσα της. Σαν έφτασε πήγε ίσα κοντά στον Στεφανή, πέρασε το χέρι της τρυφερά στ’  ανάκατα μαλλιά  του.

– Κοίτα να δεις, χρονιάρα μέρα είναι, λέω να βγεις κι εσύ  ως τον καφενέ, σιμά είναι, σιγά σιγά θα πας,  να ξαχλιάσεις λίγο, έχουν και σόμπα εκεί, θα είναι ζεστά, να δεις και κάναν άνθρωπο!  

Άνοιξε τον κόμπο στο μαντήλι. 

 – Πάρε και τούτα τα λιανόματα, να πιείς κι ένα ρακί!  Εγώ θα φτιάκω την πίτα, να ‘ ρθείς με την ώρα σου, να την κόψουμε, να κάνουμε κι εμείς Πρωτοχρονιά! 

Την κοίταξε με θολωμένα μάτια και τίποτε δεν είπε. Είχαν μάθει μια ζωή πολλά να μην λένε, είχαν μάθει ν’ αφήνουν τα μάτια να μιλούν. 

    Η βροχή είχε σταματήσει, ο αέρας μαζεύτηκε κουρασμένος και η λίμνη σιωπηλή ησύχαζε  και έδειχνε ασημένια και γιορτινή στο τελευταίο φως της μέρας.  Μόνο η συννεφιά δεν έλεγε να ξεσκεπάσει την πόλη, έμενε παχιά, αφράτη  και ασπριδερή και όλοι ξέραν πως χιόνι ήταν τούτο, που δεν θ’ αργούσε να φανεί.  

Η Ρίνα έφκιαξε την πίτα και πήγε με το ταψί στην γειτόνισσα, που είχε ανάψει φούρνο, για να την ψήσει. ‘Ετσι γίνονταν πάντα, σαν άναβε εκείνη τον φούρνο στην αυλή της,  όλη η γειτονιά βολεύονταν εκεί για να ψήσουν. 

    Το χιόνι είχε αρχίσει να πέφτει σιωπηλό  και πυκνό,  την ώρα που πήγε να πάρει το ταψί. Μεγάλες νιφάδες  κάθονταν πάνω στην γη απαλά και ήσυχα αφού πρώτα βιαστικά κατέβαιναν από ψηλά, λες για να πιάσουν την καλύτερη θέση στην γιορτή που έστηναν. 

  “Άργησε ο Στεφανής”, σκέφτηκε και κοίταξε απ΄το παράθυρο,  σε λίγο θα παγώσει ο δρόμος, πώς θε νάρθει;”.

    Περίμενε λίγο ακόμη μα δεν μπορούσε να ησυχάσει. Τύλιξε πάνω της το σπαλέτο και βγήκε στο δρόμο. Το χιόνι, λευκό σεντόνι, νυφιάτικο πες, είχε σκεπάσει το λασπωμένο δρόμο και τον ομόρφηνε και τούδινε μια αρχοντιά, μια χάρη κι ένα φως. Ένιωσε λίγο σαν παιδί και χάρηκε τον χορό που έκαναν οι νιφάδες κάτω από το λιγοστό φως της κολώνας του ηλεκτρικού. Προχώρησε στον άδειο δρόμο, εκεί λίγο πιο κάτω ήταν ο καφενές, που άφηνε να φεύγει από τα χνωτισμένα του τζάμια  ένα κιτρινωπό φως, να πέφτει στο δρόμο και να λερώνει την ασπράδα του χιονιού. 

Μισάνοιξε σιγά την πόρτα, το βαρύ χνώτο, αντάμα με την σπιρτάδα του ρακιού και την τσίκνα από το τηγάνι όρμηξε έξω. 

Την είδε ο Στεφανής. 

  -Έρχομαι τζάνουμ, έρχομαι!  

    Είχε πιεί το ρακί του, είχε δεχτεί και τα κεράσματα από τους γείτονες, είχε ζεσταθεί το κορμί από την σόμπα και η ψυχή από την καλοσύνη των ανθρώπων  και το γιορτινό της μέρας  κι ούτε ένιωθε την ώρα πώς περνούσε. 

Στάθηκε η Ρίνα κάτω από τον μικρό τσίγκο της πόρτας να περιμένει και στριμώχθηκε στην γωνιά για να μην την πιάνει το χιόνι που τώρα έρχονταν δυνατό και την χτυπούσε στο πρόσωπο και την πάγωνε και την άσπρισε όλόκληρη.  

Πόση ώρα πέρασε, ποιός ξέρει; ‘Οταν άνοιξε η πόρτα το φως που ξέφυγε λοξά έπεσε πάνω σ ένα κουβάρι ανθρώπινο. 

 -Ρίνα μ΄, τζάνουμ, πάγωσες μάνα μ΄ εδώ, ωχ ο μαύρος! 

  Την έπιασε απ΄το χέρι για να την σηκώσει,  ένιωσε το ξυλιασμένο κορμί της και την ματιά της ν’  ακουμπά σαν ξένη την δική του.  Την πήρε αγκαλιά κι ήταν σαν ένα σπουργητάκι το μικροσκοπικό της κορμάκι στα μεγάλα του χέρια. Τράβηξε για το σπίτι με βήματα που δεν τα ένιωθε δικά του κι ούτε που ένιωθε αν είχε κορμί, μόνο την καρδιά του άκουγε που γύρευε να σπάσει. Την έβαλε στο κρεβάτι τους την σκέπασε καλά,  έριξε πάνω της και την χλαίνη του, της έτριβε πόδια και χέρια, την φιλούσε.

– Ρίνα μου, τζάνουμ, θα ζεσταθείς  κι ύστερα θα κόψουμε την πίτα γραμμένη μου! Θα δεις!

Ξάπλωσε δίπλα της. 

  -Θα ζεσταθείς τώρα χ’ σή μου γυναίκα, σύχασε, θα ζεσταθείς!

Στην μικρή κάμαρη  αντιπάλευαν  τώρα η φλόγα της αγάπης με την παγωμένη ανάσα! 

      Η καμπάνα της Μητρόπολης  που ακούστηκε βαθειά, απόμακρη, πνιγμένη  στο χιόνι,  ξύπνησε τον Στεφανή. Ανασηκώθηκε, είδε την Ρίνα του δίπλα κι ήταν απαλή η μορφή της σαν νιφάδα χιονιού.

 – Σήκω Ρίνα μου, χ’σή μου γυναίκα, σήκω να πάμε στην εκκλησιά, Πρωτοχρονιά σήμερα τζάνουμ, Πρωτοχρονιά Ρίνα μ’. 

*Tο τζάνουμ είναι τουρκική λέξη και θα πει, ψυχή μου

  Σημείωση . Τα ονόματα των πρωταγωνιστών είναι φανταστικά .


Κοινοποίηση

Κοινοποιείστε στους φίλους σας!