Στα 908 ευρώ από 780 ευρώ που είναι σήμερα ζητά η ΓΣΕΕ σύμφωνα με την πρόταση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ.

Λαμβάνοντας υπόψη την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας το 2023 και τον εκτιμώμενο πληθωρισμό για το 2024, ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να ανέλθει στα 908 ευρώ, ώστε να υπάρξει ουσιαστική προστασία των μισθωτών που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό από την ακρίβεια, να απεγκλωβιστούν από την παγίδα της σχετικής φτώχειας και να μη μεταβληθεί η θέση τους στη διανομή του εισοδήματος.

Η πάγια θέση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ είναι ότι η πρωταρχική λειτουργία του κατώτατου μισθού είναι να εξασφαλίζει τουλάχιστον ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης για τα άτομα που τον λαμβάνουν. Σύμφωνα με την Οδηγία της ΕΕ σχετικά με τον προσδιορισμό του κατώτατου μισθού και για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, η επάρκεια του κατώτατου μισθού όσον αφορά την εξασφάλιση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης «αποτελεί προαπαιτούμενο για την επίτευξη δίκαιης, βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης» (EΕ, 2022: 2).

Για την εκτίμηση του αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης, που αποτελεί το ελάχιστο σημείο αναφοράς για τον προσδιορισμό του κατώτατου μισθού, έχουν αναπτυχθεί δύο διαφορετικές προσεγγίσεις. Η πρώτη προσέγγιση αντιμετωπίζει την αξιοπρεπή διαβίωση από την πλευρά του πραγματικού κόστους ζωής. Ο αξιοπρεπής κατώτατος μισθός θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσει ένα καλάθι προϊόντων και υπηρεσιών, το οποίο κρίνεται κοινωνικά αποδεκτό για την εξασφάλιση της αξιοπρεπούς διαβίωσης του ατόμου που λαμβάνει τον κατώτατο μισθό και των εξαρτώμενων μελών της οικογένειάς του.

Η δεύτερη προσέγγιση αξιολογεί τον κατώτατο μισθό αξιοπρεπούς διαβίωσης βάσει δεικτών που αποτυπώνουν ένα ορισμένο ποσοστό, συγκεκριμένα το 60% του διάμεσου και το 50% του μέσου ακαθάριστου μισθού πλήρους απασχόλησης της οικονομίας. Οι δύο αυτοί δείκτες αποτελούν εναλλακτικές ποσοτικές εκτιμήσεις για το κατώφλι της σχετικής φτώχειας. Όπως έχουμε υπογραμμίσει με έμφαση σε προηγούμενη έκθεσή μας (ΙΝΕ ΓΣΕΕ, 2023), ο προσδιορισμός του κατώτατου μισθού βάσει ενός ποσοστού του διάμεσου και του μέσου μισθού αποτυπώνει ενδεικτικά κατώτατα όρια εισοδήματος που προστατεύουν το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων από το να περάσει κάτω από το κατώφλι της φτώχειας. Σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν ανώτατα όρια στον προσδιορισμό του ύψους του ονομαστικού κατώτατου μισθού. Πρέπει επίσης να τονίσουμε ότι η επιλογή του καθενός από αυτούς τους δύο δείκτες έχει θετικά και αρνητικά στοιχεία, τα οποία χρειάζεται κάθε φορά που συνεκτιμώνται για τον προσδιορισμό του ύψους του κατώτατου μισθού να αξιολογούνται βάσει της θεσμικής οργάνωσης της εθνικής αγοράς εργασίας, των μισθολογικών ανισοτήτων, του βαθμού συγκεντροποίησης των συλλογικών διαπραγματεύσεων, του ποσοστού κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, της θεσμοθέτησης μηχανισμών τιμαριθμικής προσαρμογής κ.ά.

Κοινοποίηση

Κοινοποιείστε στους φίλους σας!