Η «Ετήσια Έκθεση Ελληνικού Τουρισμού 2024» του ΙΝΣΕΤΕ αποτυπώνει με σαφήνεια τη μετάβαση του ελληνικού τουρισμού σε ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης. Παρά τη συνεχιζόμενη άνοδο σε αφίξεις και εισπράξεις, οι διανυκτερεύσεις παραμένουν χαμηλότερες σε σχέση με το 2019, επιβεβαιώνοντας την τάση για περισσότερα αλλά μικρότερης διάρκειας ταξίδια.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις (πλην κρουαζιέρας) αυξήθηκαν κατά 16,5% σε σύγκριση με το 2019 και διαμορφώθηκαν στα 20,59 δισ. ευρώ το 2024, ενώ οι αφίξεις ενισχύθηκαν κατά 14,7%, φτάνοντας τα 35,95 εκατ. ταξιδιώτες. Αντίθετα, οι διανυκτερεύσεις υποχώρησαν οριακά κατά 0,6%, λίγο πάνω από τα 231 εκατ., με τη μέση διάρκεια παραμονής να μειώνεται στις 6,4 ημέρες.
Ιδιαίτερη βαρύτητα αποκτά η Αττική, η οποία καταγράφει τη μεγαλύτερη συμβολή στη συνολική μεταβολή των βασικών τουριστικών μεγεθών. Οι εισπράξεις στην Περιφέρεια σχεδόν διπλασιάστηκαν σε σχέση με το 2019, ξεπερνώντας τα 4,75 δισ. ευρώ το 2024 από 2,59 δισ. ευρώ προ εξαετίας.
Ενδεικτικό της δυναμικής της Αθήνας είναι και το γεγονός ότι η Αττική παρουσιάζει αύξηση 13,8 εκατ. διανυκτερεύσεων, την ώρα που το σύνολο των υπόλοιπων Περιφερειών καταγράφει καθαρή μείωση.
Περιφερειακές ανισότητες και διαφοροποιήσεις
Σε περιφερειακό επίπεδο, η Ήπειρος αναδεικνύεται σε «κερδισμένη» με διψήφιες ποσοστιαίες αυξήσεις σε αφίξεις, εισπράξεις και διανυκτερεύσεις, αν και σε απόλυτα μεγέθη παραμένει μικρότερη αγορά. Η Κρήτη και τα Ιόνια Νησιά εμφανίζουν ηπιότερη αλλά σταθερή άνοδο και στα τρία μεγέθη.
Η Περιφέρεια Ηπείρου υποδέχθηκε το 5% των επισκέψεων που καταγράφηκαν στις Περιφέρειες της Ελλάδας το 2024, σημειώνοντας αύξηση κατά 20% σε σύγκριση με το 2023 (από 1,7 εκατ. σε 2,1 εκατ.). Το μερίδιό της είναι στο 2% επί του συνόλου των τουριστικών εισπράξεων, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 19% σε σύγκριση με το 2023 (από 330 εκατ. ευρώ σε 394 εκατ. ευρώ). Η Μέση Δαπάνη μειώθηκε κατά 1% από 193 ευρώ σε 192 ευρώ.
Η έκθεση της Περιφέρειας Ηπείρου, είναι αναρτημένη εδώ.
Αντίθετα, περιοχές όπως η Ανατολική Μακεδονία – Θράκη, η Πελοπόννησος, η Θεσσαλία και η Δυτική Μακεδονία καταγράφουν σημαντικές απώλειες σε αφίξεις, εισπράξεις και διανυκτερεύσεις, ενώ η Κεντρική Μακεδονία, παρά την αύξηση επισκέψεων, εμφανίζει μείωση στα οικονομικά μεγέθη.
Σταδιακή βελτίωση της εποχικότητας
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ευρήματα της έκθεσης αφορά την εποχικότητα. Παρότι οι συνολικές διανυκτερεύσεις παραμένουν σχεδόν αμετάβλητες, στο γ’ τρίμηνο καταγράφεται μείωση 11%, παρόλο που αποτελεί την παραδοσιακή περίοδο αιχμής, ενώ στα υπόλοιπα τρίμηνα σημειώνεται αύξηση 13%.
Η μετατόπιση αυτή έχει άμεση επίδραση στα έσοδα, καθώς το γ’ τρίμηνο χαρακτηρίζεται από υψηλότερη μέση δαπάνη ανά διανυκτέρευση, στοιχείο που καθιστά την επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου στρατηγικό ζητούμενο.
Ισχυρό brand και άνοδος της κρουαζιέρας
Καθοριστικό ρόλο στην αύξηση των εισπράξεων διαδραματίζει η αλλαγή στο μίγμα των αγορών, με ενίσχυση των πέντε κορυφαίων αγορών υψηλής δαπάνης: Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ, Γαλλία και Ιταλία. Ειδικά οι ΗΠΑ συνεισέφεραν 746 εκατ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 22% της συνολικής αύξησης των εισπράξεων.
Παράλληλα, η κρουαζιέρα παρουσιάζει εντυπωσιακή ανάπτυξη, με τα έσοδα να υπερβαίνουν το 1 δισ. ευρώ το 2024, από περίπου 500 εκατ. ευρώ το 2019, και τις αφίξεις να αυξάνονται από 2,7 σε 4,7 εκατ. ταξιδιώτες.
Οι μεγάλες προκλήσεις της επόμενης ημέρας
Η έκθεση του ΙΝΣΕΤΕ αναδεικνύει και τις κρίσιμες προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει ο ελληνικός τουρισμός: κλιματική αλλαγή, ανάγκη για ανθεκτικές υποδομές, χαμηλή περιβαλλοντική πιστοποίηση ξενοδοχείων, έλλειμμα δεξιοτήτων, υψηλός ΦΠΑ και το Τέλος Κλιματικής Αλλαγής, καθώς και περιορισμένη πρόσβαση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στη χρηματοδότηση.
Παράλληλα, κομβικής σημασίας χαρακτηρίζονται ο ψηφιακός μετασχηματισμός, ο εμπλουτισμός του τουριστικού προϊόντος και κυρίως ο σαφής και αποτελεσματικός χωροταξικός σχεδιασμός, με στρατηγική βιώσιμης ανάπτυξης ανά προορισμό.
