Ο Μάνος Κατράκης γεννήθηε το Καστέλι Κισσάμου στις 14 Αυγούστου του 1908 και ήταν Έλληνας ηθοποιός του θεάτρου, του κινηματογράφου, της τηλεόρασης, ενώ στα νιάτα του υπήρξε και ποδοσφαιριστής. Υπήρξε το μικρότερο από τα πέντε παιδιά του εμπόρου Χαράλαμπου Κατράκη και της Ειρήνης. Πριν συμπληρώσει τα 10 του χρόνια η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα καθώς οι δουλειές του πατέρα δεν πήγαιναν και τόσο καλά και θεώρησαν πως η πρωτεύουσα θα προσέφερε περισσότερες επαγγελματικές ευκαιρίες από την Κρήτη.
Ο Κατράκης στα νεανικά του χρόνια έπαιζε ποδόσφαιρο στη θέση του σέντερ μπακ, αρχικά στην ανεξάρτητη ομάδα του Κεραυνού Πολυγώνου και το 1925 μεταπήδησε στον Αθηναϊκό.
Ο Κατράκης επάτησε για πρώτη φορά το πόδι του σε θεατρικό σανίδι στην Αθήνα το 1927. Ο σκηνοθέτης Κώστας Λελούδας ενθουσιάστηκε από τη δυναμικότητά του και έναν χρόνο μετά έπαιξε στην πρώτη ελληνική βουβή ταινία με τίτλο “Το λάβαρο του ’21”. Παράλληλα συμμετείχε σε θεατρικές παραστάσεις τοπικών θιάσων, μεταξύ των οποίων ο Θίασος Νέων του Ανδρέα Παντόπουλου και ο θίασος της Μαρίκας Κοτοπούλη. Το 1931 μπήκε επιτέλους στο Εθνικό Θέατρο.
Ο Κατράκης παντρεύτηκε δύο φορές και χώρισε και τις δύο. Επίσης, έχασε τα δίδυμα παιδιά του. Το 1954 στεριώνει με τον τρίτο του γάμο.
Το 1943, όταν ανέλαβε πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών συνέβαλε στην ίδρυση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος.
Ο Κατράκης εντάχθηκε στο ΕΑΜ και στο ΚΚΕ κατά τη διάρκεια της Κατοχής και πολέμησε στην Εθνική Αντίσταση. Η πεισματική άρνησή του να υπογράψει “δήλωση μετανοίας και αποκήρυξης των κομμουνιστικών ιδεών” οδήγησε σε διώξεις, βασανιστήρια και εξορία στη Μακρόνησο και τον Άη Στράτη για σχεδόν επτά χρόνια. Η φιλία του και η κοινή πορεία με συναγωνιστές του, όπως ο Γιάννης Ρίτσος, ο Τζαβαλάς Καρούσος και ο Γιάννης Χοντζέας, τον βοήθησαν να αντιμετωπίσει τις δραματικές αυτές στιγμές.
Όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1950 επιστρέφει στην Αθήνα οριστικά, το μετεμφυλιακό κλίμα είναι βαρύ. Αναγκάζεται να εργαστεί ευκαιριακά στο ραδιόφωνο στην αρχή, αλλά σιγά-σιγά έπαιρνε μικρούς ή μεγαλύτερους ρόλους στο θέατρο και στον κινηματογράφο.
Το 1951-1952 διοργανώνει «ποιητικές απογευματινές» στο θέατρο Μουσούρη. Το 1952 πρωταγωνίστησε στον Προμηθέα του Αισχύλου με τον θυμελικό θίασο του Λίνου Καρζή σε Δελφούς και Αθήνα, όπου μετά την παράσταση δέχεται την έκφραση συγχαρητηρίων από τους βασιλείς. Ακολούθως πρωταγωνίστησε στον θίασο της Κοτοπούλη και το 1953 οργάνωσε δικό του θίασο. Από το 1954, εργάζεται στο Θέατρο Αθηνών.
Το 1955 ίδρυσε το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο και εγκαταστάθηκε στον υπαίθριο χώρο του Πεδίου του Άρεως, τον οποίο εγκαινίασε με τον “Αγαπητικό της Βοσκοπούλας”. Σ’ αυτό το θέατρο, με μεγάλη συμμετοχή κοινού και καλλιτεχνική επιτυχία, συνέχισε ως το 1967, υποστηρίζοντας συστηματικά το ελληνικό έργο. Σποραδικά ανέβασε και κλασικό ρεπερτόριο. Τους χειμώνες, το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο φιλοξενείτο σε διάφορα θέατρα ή περιόδευε στην επαρχία, την Κύπρο και την Κωνσταντινούπολη. Το 1968 του έγινε έξωση από το Πεδίο του Άρεως. Ο Κατράκης όμως συνέχισε την πρωταγωνιστική του πορεία, πότε με το θίασό του, πότε με άλλους πρωταγωνιστές.
Συνεργάστηκε με πολύ σημαντικούς καλλιτέχνες και συμμετείχε σε εκατοντάδες εκδηλώσεις, όπου με την ανεπανάληπτη φωνή του δικαίωνε το νεοελληνικό ποιητικό λόγο.
Η συνεχής καταπόνηση του οργανισμού του του δημιούργησε με τον καιρό προβλήματα και η υγεία του εξασθένησε. Αρνήθηκε να ακολουθήσει αυστηρό πρόγραμμα θεραπείας, όντας καπνιστής. Έτσι, λίγο μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της τελευταίας ταινίας όπου πρωταγωνίστησε με τίτλο “Ταξίδι στα Κύθηρα”, απεβίωσε στις 2 Σεπτεμβρίου του 1984, σε ηλικία 76 ετών, λόγω καρκίνου του πνεύμονα.