Του Παναγιώτη Μπούρχα

Λίγες ώρες μετά την ολοκλήρωση της τριήμερης κοινοβουλευτικής διαδικασίας συζήτησης επί της πρότασης δυσπιστίας των κομμάτων της αντιπολίτευσης κατά της κυβέρνησης, για την οποία θεωρούνταν εξ αρχής δεδομένο ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη άνετα θα ανανέωνε την εμπιστοσύνη της από το ελληνικό κοινοβούλιο, θα επιχειρήσουμε ορισμένες διαπιστώσεις και εκτιμήσεις.

Σοφότεροι για το “έγκλημα” δεν γίναμε παρά ελάχιστα. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι εμφανώς στριμωγμένη και αμήχανη, εκτίμηση που δηλώνει η κάθε προσπάθεια του Πρωθυπουργού (όπως έγινε κατά τη χθεσινή ομιλία του) να συμψηφίσει, να χρεώσει στους αντιπάλους του ευθύνες – γιατί λέει, τις πρώτες ώρες του δυστυχήματος, οι Ν. Ανδρουλάκης και Ν. Παππάς δε ζήτησαν από την Πυροσβεστική και την Αστυνομία να σφραγιστεί ο τόπος του συμβάντος! – να αποπροσανατολίσει την συζήτηση, με προτάσεις προς αναθεώρηση άρθρων του Συντάγματος, όπως το σχετικό με τα κρατικά Πανεπιστήμια… και ούτω καθεξής.

Ας ανοίξουμε την εικόνα όμως, και ας φύγουμε από τα όσα διαδραματίστηκαν χθες και επί τριήμερο, στην ελληνική βουλή.

 

Πριν καν ξεκινήσει η τριήμερη κοινοβουλευτική συζήτηση το ερώτημα που έπρεπε και πρέπει στο εξής να απασχολεί τις – τουλάχιστον σοβαρές -πολιτικές δυνάμεις του τόπου, είναι το “μετά τι;”. Οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης έκαναν αυτό που θεώρησαν χρέος τους, η κυβέρνηση δεν κινδύνεψε από τις ιστορικά μαζικές σε όγκο κινητοποιήσεις του Ιανουαρίου και του Φεβρουαρίου, μιας και έτσι δεν πέφτει μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση στις φιλελεύθερες δημοκρατίες και άρα τώρα, αμφότεροι επιστρέφουν, για τα επόμενα 2 με 2,5 χρόνια που απομένουν μέχρι τις επόμενες εκλογές, στο business as usual;

Θεωρώ πως όχι, δεν πρέπει επ’ ουδενί.

Οι οργισμένες αντιδράσεις της κοινωνίας τους τελευταίους μήνες, με το αποκορύφωμα των συλλαλητηρίων, αλλά και οι μετρήσεις της κοινής γνώμης που δεν εμπιστεύεται εξίσου, ούτε την κυβέρνηση ούτε τα συστημικά κόμματα της αντιπολίτευσης – και μέσα σε αυτό το “μέτωπο” εντάσσω και την θεωρούμενη από τους ίδιους ως κατεξοχήν αντισυστημική δύναμη, το ΚΚΕ – δείχνουν τον κίνδυνο της δημοκρατίας μας αλλά και τα αντίμετρα που είναι δυνατόν να προλάβουν και να αποτρέψουν να επαναληφθούν όσα έζησε η πατρίδα μας, τη δεκαετία του 2010.

Ο κίνδυνος: Διανύουμε μια περίοδο που η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας είναι κατά το κοινώς λεγόμενο, στα κάγκελα. Δικαιολογημένα; Για την οικονομία της συζήτησης, θα πούμε “ναι”, αν και μόλις πριν από 1,5 χρόνο ο… “σοφός” ελληνικός λαός έδωσε απλόχερα μια δεύτερη, αυτοδύναμη και καθαρή θητεία στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Και δεν είναι μόνο το δυστύχημα των Τεμπών, ο λόγος που διέρρηξε τη σχέση εμπιστοσύνης που φάνηκε να απολαμβάνει με την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας ο σημερινός Πρωθυπουργός. Επιχειρηματίες που συναντούσα το περασμένο καλοκαίρι, στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, αγανακτισμένοι απαιτούσαν να “μιλήσουμε”, για να πέσει ο Μητσοτάκης! Η αιτία προφανώς, δεν ήταν το πολύνεκρο δυστύχημα, αλλά η κατάσταση της πραγματικής οικονομίας.

Ο Έλληνας συνεπώς είναι δυσαρεστημένος με τη ζωή του, τα βγάζει δύσκολα πέρα, δεν βλέπει πουθενά προοπτική βελτίωσης των πραγμάτων και αναζητά μια εναλλακτική που όμως, δεν υπάρχει! Όπως λοιπόν και το 2015, συμφώνησε να δοκιμάσουμε κάτι διαφορετικό και αυτό το “άλλο” προσφερόταν τότε με το περίβλημα της ηθικότητας μιας Αριστεράς που δεν κυβέρνησε ποτέ μόνη της, την Ελλάδα… έτσι και σήμερα, φαίνεται διατεθειμένος να “μαυρίσει” το Μητσοτάκη, χωρίς όμως, να υπάρχει αντίπαλος, ούτε ελπίδα. Δεν το ‘χει σε τίποτα λοιπόν, ο Έλληνας να ψηφίσει την… “ούτε αριστερά ούτε δεξιά” Ζωή Κωνσταντοπούλου, γιατί βρίζει το πολιτικό κατεστημένο, μιλάει με προσβλητικό ύφος στους αντιπάλους της στον ενικό, διακόπτει τις ομιλίες του Πρωθυπουργού, των υπουργών και των βουλευτών της ΝΔ, λες και έχει ξεχαστεί σε κάποιο φοιτητικό αμφιθέατρο της δεκαετίας του ’80, τερατολογεί με κατηγορίες ανυπόστατες, αν και νομικός. Είναι το ίδιο πρόσωπο – φαίνεται πως έχουν ξεχάσει οι Έλληνες – με την πρόεδρο της βουλής που το δραματικό καλοκαίρι του 2015, προσπαθούσε με κάθε τρόπο να παρακωλύσει την ψήφιση του τρίτου μνημονίου, για να ρισκάρει ακόμα περισσότερο με τη διάλυση η πατρίδα μας, αν δεν ολοκληρωνόταν η συμφωνία του Αλ. Τσίπρα με τους δανειστές που τόσο επικίνδυνα και ερασιτεχνικά χειρίστηκε ο τότε Πρωθυπουργός.

Ο Έλληνας όμως, σήμερα δείχνει και διάθεση να ξεχάσει και τις κηραλοιφές και τις επιστολές του Ιησού, του Κυριάκου Βελόπουλου και να ψηφίσει ακόμα και “Ελληνική Λύση”, γιατί ακούει από τον αρχηγό της, ακόμα πιο τερατώδεις θεωρίες συνωμοσίας και μαγεύεται.

Τα αντίμετρα: Κυβέρνηση και συστημική αντιπολίτευση έχουν την επομένη της πρότασης δυσπιστίας, από μια ξεχωριστή υποχρέωση. Η μεν κυβέρνηση του Κ. Μητσοτάκη, να αποκτήσει επιτέλους ένα αφήγημα. Μετά την πρώτη τετραετία, ο Κ. Μητσοτάκης δεν αποκατέστησε ένα σαφές στίγμα στην κυβερνητική του πορεία. Η θεωρία του επιτελικού κράτους σμπαραλιάστηκε στα Τέμπη μαζί με τις δύο αμαξοστοιχίες, στα συντρίμια των οποίων θάφτηκαν οι 57 ανθρώπινες ζωές. Ο πολυεπίπεδος εκσυγχρονισμός που πρόβαρε ο Πρωθυπουργός στην προπέρσινη ΔΕΘ, έχει ξεχαστεί και η κυβέρνηση Μητσοτάκη εδώ και περίπου ενάμιση χρόνο, βαδίζει όπως και το τραγικό τρένο. “Πάει και όπου βγει…”. Επειδή όμως, αυτή η πορεία δεν είναι ανεκτή από το κομμάτι της κοινωνίας που σωστά αντέδρασε και βγήκε στις πλατείες, θα πρέπει πάραυτα να αλλάξει, γιατί δεν πιστεύω πως είναι στο μυαλό του Μητσοτάκη οι πρόωρες εκλογές. Μπορεί όμως, να “τρέξει” μεταρρυθμίσεις που αφέθηκαν ως ξεχασμένο προεκλογικό πρόγραμμα, να διανείμει στους κοινωνικά αδύναμους μέρισμα από το θηριώδες πρωτογενές πλεόνασμα, να προσπαθήσει να αναδιατάξει τον παραγωγικό ιστό της Ελλάδας, γιατί δυστυχέστατα, χρόνο με το χρόνο, παράγουμε ως χώρα, όλο και λιγότερα.

Η αντιπολίτευση από την άλλη, έχει ένα χρέος: να διαρθρώσει μια συγκροτημένη, εναλλακτική πολιτική, κυβερνητική πρόταση, μπας και καταφέρει να συγκινήσει το αντιδεξιό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, αλλιώς θα το κερδίσουν οι αντισυστημικές δυνάμεις της παλαβομάρας και των ψεκασμένων. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τεράστιο χαμένο έδαφος να διανύσει, το ΠΑΣΟΚ μέρα με τη μέρα, χάνει τον αέρα που κέρδισε το κόμμα μετά τις άψογες εσωκομματικές του διαδικασίες, με ευθύνη και του αρχηγού του που φαίνεται πως δεν έβαλε μυαλό και συνεχίζει να ορίζει το κόμμα του με μια ομάδα “κολλητών”. Η κλεψύδρα και για τους δυο τελειώνει και αν δεν αλλάξει γρήγορα κάτι, στο τέλος αυτής της τετραετίας, δεν αποκλείεται να βιώσουμε το ιστορικό τέλος δύο μεγάλων κύκλων της μεταπολίτευσης: του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ. Σωστή και υπεύθυνη αντιπολίτευση, από μέρους του ΣΥΡΙΖΑ, του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Αριστεράς, δεν είναι η τοξικότητα. Από αυτήν μόνον οι αντισυστημικοί έχουν να κερδίσουν, όπως σωστά είπε την Πέμπτη, στη βουλή, ο Αδ. Γεωργιάδης, απευθυνόμενος στο ΠΑΣΟΚ.

Τέλος, κι εμείς, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, έχουμε μια μεγάλη ευθύνη: ΔΕΝ πρέπει να πάμε όπως στο πρόσφατο παρελθόν, με το ρεύμα μιας κοινωνίας οργισμένης αλλά κόντρα σε αυτό, να τη νουθετήσουμε και ας μας υβρίσει και ας μας χλευάσει με την ευκολία που της δίνουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τη δεκαετία του 2010, “παίζαμε” τα τραπεζάκια που έστηναν οι Καζάκηδες, οι Βαρουφάκηδες και οι Τσακαλώτοι στην κάτω πλατεία. Χρέος μας σήμερα, δεν είναι να πλειοδοτήσουμε στη συνωμοσιολογία και στους κράχτες της, αλλά να φανερώσουμε την αλήθεια σε κάθε πτυχή, κάθε υπόθεσης, είτε αυτή λέγεται Τέμπη, είτε αλλιώς.

Οι θεωρίες συνωμοσίας “πουλάνε” αλλά η δημοσιογραφία δεν είναι σούπερ μάρκετ…

 

(Ορισμένες επισημάνσεις του Pierre Andre Taguieff στο σπουδαίο βιβλίο του Ο νέος εθνικολαϊκισμός (Εκδόσεις Επίκεντρο, 2013), αναφορικά με τις εξεγέρσεις των Ελλήνων και Ισπανών “Αγανακτισμένων” του 2011, είναι εξαιρετικά επίκαιρες σήμερα και τις παραθέτω, ελαφρά παραφρασμένες, για προβληματισμό: 

Ο καγκελάριος Μπίσμπαρ έβλεπε σωστά, όταν υποστήριζε ότι «η αγανάκτηση δεν είναι πολιτικό συναίσθημα». Η αγανάκτηση δεν συνιστά πολιτική, εικονίζει τη σημερινή τάση προς την απολιτική, που αντικαθιστά τον πολιτικό στοχασμό με έναν χωρίς προοπτικές ηθικισμό ή με αντικαπιταλιστικές κατάρες (σ.σ. αντι-ΕΕ και αντι-Νατοϊκές επίσης, θα έλεγα) που προέρχονται από το μαγικό τελετουργικό (σ.σ. του ΚΚΕ). Όσο για τη στρατηγική, αυτή ανάγεται σε αυτή τη μορφή πολιτικής έκφρασης που είναι η ημι-καρναβαλική, ημι-βανδαλιστική διαδήλωση. Για μια ακόμα φορά, η «οργή» του λαού ή των μαζών ιεροποιείται.

Οι «Αγανακτισμένοι» αντιπροσωπεύουν την ηθικιστική και απολιτική εκδοχή του λαϊκισμού καταγγελίας: αν πρέπει να αγανακτούμε, είναι γιατί είναι «όλοι σάπιοι» εκτός από εμάς που ανανακτούμε.

Οι απογοητευμένοι του παρόντος εμφανίζονται ταυτόχρονα ως αποκλεισμένοι του μέλλοντος… Αυτό  που προοδεύει είναι η απελπισία, δηλαδή το κατεξοχήν απολιτικό πάθος. Και η απελπισία είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη όταν περνά στην πολιτική. Εκείνοι που δεν περιμένουν πλέον τίποτα, είναι έτοιμοι για τα πάντα. Όπως το μίσος για τους «μετανάστες» ως μετανάστες (ζωοποιημένοι ή δαιμονοποιημένοι), έτσι και το μίσος των «σάπιων» ή των «κλεφτών» μπορεί να οδηγήσει στα πάντα. Περιλαμβανομένης και μιας νέας μορφής δικτατορίας, μιας μετα-φιλελεύθερης δικτατορίας.

 

Ας αναλογιστούμε που οδήγησαν οι “Αγανακτισμένοι” του 2011. Σε μη νομιμοποιημένες δημοκρατικά κυβερνήσεις τύπου Παπαδήμου, στην Ελλάδα, ή Μόντι, στην Ιταλία. Αυτό επιθυμούμε και σήμερα;).

 

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Κοινοποίηση

Κοινοποιείστε στους φίλους σας!