•       Γράφει η   Βούλα  Λεοντίδη – Πλάτωνα

 

Ο παπα- Στέφος βγήκε από το τελευταίο σπίτι του χωριού,  ο παγωμένος αέρας φούσκωνε το ράσο, ανακάτευε  τ’  ασπρα του γένια και είχε κάνει κατάχλωμο το γέρικο πρόσωπο. Στο ένα του χέρι κρατούσε τον Σταυρό και το δεντρολίβανο και με το άλλο προσπαθούσε να κρατήσει το πετραχείλι, που ο αέρας το πήγαινε δώθε κείθε. 

–  “Πάει κι αυτό”, σκέφτηκε, “ του χρόνου  πάλι, νάμαστε καλά” .

     Από το πρωί είχε γυρίσει όλο το χωριό,  είχε και τον Βασιλάκη μαζί του, τον γιό της γειτόνισσας,  για να κρατάει το γκαμπράτσι με το αγίασμα που μέσα οι χωριανοί ρίχνανε τα λιανά,  όπως ήταν η παλιά συνήθεια.  

Δεν είχαν  αφήσει κανένα σπίτι, ογδόντα σπίτια είχε το χωριό  και σε όλα είχε ψάλλει το “Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε” και τους είχε ραντίσει με το αγίασμα και τους είχε ευχηθεί. Ανηφόρησε ως πάνω στην ράχη, στο μοναχικό σπιτάκι της βάβω- Ρίνας, ψυχούλα ήταν κι αυτή και περίμενε πώς και πώς το πέρασμά του. 

– ‘Ακου Βασιλάκη, είχε πει στον μικρό, πάρε ένα δίφραγκο και όταν θα φεύγουμε αφησέ το με τρόπο στο πάτωμα της φτωχής και κοίτα, τσιμουδιά σε κανέναν. ‘Αφησε την βάβω Ρίνα να ρίξει τις δεκάρες της στο γκαμπράτσι, χαρούμενη και περήφανη, είπε “και του χρόνου” και έφυγε με την καρδιά του γεμάτη.   

      Είχε αρχίσει να πέφτει η νύχτα όταν έφτασε στο σπίτι του,  κατάκοπος και παγωμένος. Πήρε το γκαμπράτσι στα χέρια του, βαρύ του φάνηκε, το κούνησε λίγο και τα λιανά που ήταν μέσα άφησαν ένα γλυκό χαρχάλεμα  “α… καλούτσικο είναι”  σκέφτηκε, “χαλάλι το περπάτημα και το κρύο που φάγαμε”.  Εδωσε ένα τάληρο στον Βασιλάκη  και  χάιδεψε στο κοντοκουρεμένο του κεφάλι . 

-Αντε μπρέ, άξιος ο μισθός σου!

Ο Βασιλάκης ήλπιζε σε κάτι καλύτερο, αλλά από τον παπα- Στέφο, σκέφτηκε, καλό είναι και αυτό. Και ούτε που ήθελε να χαλάσουν τις σχέσεις τους γιατί στις κηδείες  σ΄αυτόν έδινε να κρατάει τον Σταυρό  και κονομούσε δίφραγκο, ενώ στ άλλα εξαπτέρυγα ένα φράγκο δίνανε. 

      Ο παπάς μπήκε βιαστικά στο σπίτι του, ακούμπησε το καλυμμαύχι και το γκαμπράτσι στην καρσέλα, έβγαλε και δίπλωσε προσεκτικά το πετραχήλι και βγάζοντας το ράσο του, το κρέμασε πίσω από την πόρτα.

 -Πάγωσες ευλογημένε, του είπε η παπαδιά, κάτσε κοντά στο μπουχαρί, θα σου φέρω να φας εκεί,  να ζεσταθείς κιόλας.  

– Α…μπράβο παπαδιά μου.

 Έκατσε στο μπάσι, ίσιωσε τα γένια του, που τάχε ανακατέψει ο βοριάς,  άπλωσε τα χέρια στην φωτιά, που γέμιζε θαλπωρή το καθιστικό τους και τα έτριψε ευχαριστημένος. Η παπαδιά, μικροκαμωμένη και στρουμπουλή με καθάριο φωτεινό πρόσωπο και γελασούμενα μάτια, βιάστηκε να ετοιμάσει.  ‘Εστρωσε την τάβλα μπροστά του και έφερε ζεστή   κοτόσουπα, ένα μεγάλο κομμάτι κρεασόπιτα, κρασάκι κόκκινο και άπλωσε την μεγάλη καρρώ πετσέτα πάνω στα γόνατά του. Μετά από τόση κούραση, απόλαυση ήταν όλα τούτα. Τ’  ευχαριστήθηκε με το παραπάνω ο παπα- Στέφος  και σε λίγο…. θέλεις η κούραση, θέλεις η ζεστασιά και το κρασάκι τον κοίμησαν όμορφα, εκεί στις πολύχρωμες μαξιλάρες στο μπάσι, δίπλα στο μπουχαρί. 

-“Ας κοιμηθεί λίγο”, σκέφτηκε η παπαδιά, “αποσταμένος είναι ο καψερός  κι αύριο, που είναι τ Αγιαννού, έχει  κάμποσα  υψώματα να σηκώσει. Θα πάω εγω να ραντίσω τα ζωντανά μας,  τις σοδιές μας και τα βαρέλια στο κατώι”.  

Πήρε το γκαμπράτσι και πήγε ίσια στο αχούρι, ράντισε τα ζωντανά, ράντισε και τον κήπο στο πέρασμά της και το κοτέτσι με τις κότες κι ύστερα πήγε στο κατώι και μουρμουρίζοντας το “Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κυριε”, ράντισε τ’ αμπάρια με τα γενήματα, τα βαρέλια με το κρασί, τις νταμιζάνες με το ρακί και όλα τα καλά, που νοικοκυρεμένα φυλαγαν εκεί.  

– “Και του χρόνου” είπε μέσα της “ κι ας είναι η φαμίλια μας καλά Θεέ μου”.  

Μπήκε στο καθιστικό, ο παπάς είχε πάρει για τα καλά τον ύπνο, κοίταξε το γκαμπράτσι, καθώς το άφηνε στην καρσέλα. 

-Μωρ ετούτο έχει πολύ πράμα μέσα, μουρμούρισε. Το κοίταξε καλύτερα. Τα λιανά αστραποβολούσαν μέσα στο αγίασμα. Εβαλε το χέρι της και έπιασε μερικά, τ’  άνοιξε στην παλάμη της, ωραία  φαίνονταν.  Δυσκολεύτηκε να τα ξαναφήσει, κοίταξε κατά τα εικονίσματα. 

-Οτι είναι του παπά είναι και δικό μου, έτσι δεν είναι; 

Το καντηλάκι άφηνε γλυκό φως που τρεμόπαιζε πάνω στις παλιές εικόνες, κι η παπαδιά σαν συγκατάβαση το διάβασε. Ερριξε τα λιανά στην ποδιά της, λίγα της φάνηκαν, ξαναέβαλε το χέρι μέσα. 

“Ετσι γειά”….. χαμογέλασε, τα σκούπισε με την ποδιά της,  τα τύλιξε σ’ ένα κεφαλομάντηλο και τα έκρυψε στον γιούκο με τα σκεπάσματα.

 “Ετσι γεια” …ξανάπε ευχαριστημένη, “ότι είναι του παπά  και δικά μου είναι”, έκανε και το σταυρό της, για νάναι πιότερο ασφαλισμένη και πήγε κοντά στον παπά της, που αφού είχε ξεκουραστεί, είχε έρθει στα συγκαλά του και το μαγουλό του είχε κοκκινίσει.

-Φέρε παπαδιά μου το γκαμπράτσι να δούμε τι κάναμε σήμερα. 

Του πήγε το γκαμπράτσι κοντά . 

– Μπά ..τούτο τόχα νιώσει βαρύτερο σαν ήρθα, τι στο καλό; 

-Πήγα στ αχούρι και στο κατώι παπά μου και ράντισα, θα ξόδεψα πολύ αγίασμα φαίνεται, ήταν και νύχτα και δεν έβλεπα.  ‘Επιασε να μετρά τις δεκάρες, τα πενηνταράκια, και τις δραχμούλες, κάπου κάπου έβρισκε και κανα δίφραγκο . 

-Τι να σου κάνει κι ο κοσμάκης παπαδιά μου, δύσκολα περνάει, σπολάτι. Ας είναι, η χρονιά τους νάναι καλή .

     ‘Εκατσαν κοντά στο μπουχαρί και χάθηκε ο καθένας στις σκέψεις του, μόνο που της παπαδιάς οι σκέψεις, ένα όμορφο όνειρο ήταν.  Σε λίγες μέρες, σκέφτονταν, γιόρταζε  ο Αη- Γιώργης, στα Γιάννενα. Θα πήγαινε ξανά, όπως κάθε χρόνο, με τις συγχωριανές της,  το λαχταρούσε  τούτο το ξένοιασμα!  Θα έβλεπε στην όμορφη λειτανία, τις μαθήτριες του θηλέων με τα άσπρα μπερεδάκια, τους μαθητές του αρρένων με τα καπέλα, που είχαν μπροστά μια κουκουβάγια, τα μεγάλα παιδιά από την Ακαδημία, κουστουμαρισμένα όλα, τον Δεσπότη με τα χρυσά του, το πλήθος τους παπάδες και τους μουσικούς με τις ωραίες στολές και τα λοφία,  να παίζουν μουσική  με τ αστραφτερά τους όργανα, πως της άρεσε τούτη η μουσική,  και να συνοδεύουν την εικόνα του αγίου στον μεγάλο δρόμο για το σπίτι Του. Δάκρυζε κάθε φορά, κι έκανε ξανά και ξανά τον σταυρό της,  σαν έβλεπε την εικόνα με τον τυραγνισμένο  άγιο, τον φουστανελλά, να περνά από μπροστά  της.  Θα πήγαιναν μετά  να προσκυνήσουν, στο ταπεινό σπίτι του Αγίου, θα προσευχόταν για την υγειά και την πρόκοπη όλων και θα έπαιρνε λαδάκι για τα παιδιά και τα εγγόνια της.  

Και ύστερα ..α.. ύστερα, θα πήγαιναν όλες μαζί στο χάνι του Μπρόσγου, εκεί κοντά στο Γυαλί καφενέ, για να φάνε.  Τις άλλες φορές  ο παπάς, μετρημένα τα έδινε, τώρα είχε λεφτά για να φάει ότι ήθελε. Μετά θα έπαιρνε κι ένα μεγάλο κομμάτι μπακλαβά και για τον δρόμο της επιστροφής, θ’ αγοραζε  δυό δυάρες ζαχαρωμένες, που μοσχοβολάνε κανέλα. Την μία θα την φύλαγε για τον παπά της!  

Θα πήγαινε και αυτή, όπως όλοι, να σταθεί μπροστά στις κατσαρόλες που άχνιζαν,  με τα κρέατα που τσαλαβουτούσαν  στις κόκκινες σάλτσες, στις λίγδες και τ’ αυγολέμονα, για να διαλέξει το καλύτερο. Δεν χρειάζονταν να σκεφτεί πολύ, θα διάλεγε αυτό που τόσες φορές είχε λαχταρήσει. Κρέας με ατζέμ πιλάφ, έτσι άκουγε που το λέγανε οι άλλοι.  Μολογούσαν πως ήταν αρχοντικό  φαϊ, πεντανόστημο, που το φτιάχναν οι Γιαννιώτες από τα χρόνια τα παλιά και ξέρανε να το μαγειρεύουν όσο κανένας άλλος.  Οσες φορές ήταν με τον παπά στα Γιάννενα και πήγαιναν στο χάνι του Μπρόσγου, ζητούσε να φάνε  κρέας με ατζέμ πιλάφ . 

-Τι τα θές τα παλιοκρέατα μωρ’ παπαδιά μου, φκιάχνει μια φασ’λάδα ο μάγειρας εδώ άλλο πραμα. 

Κι έτρωγε την φασουλάδα λες και της είχε λείψει. Καλός και χρυσός ήταν ο παπάς της, αλλά λίγο σφιχτός, τι λίγο δηλαδή,  παραήταν σφιχτός. Οτι μάζευε, πήγαινε στα Γιάννενα και τα έφτιαχνε λίρες . 

-Εχουμε κοπέλες της παντρειάς παπαδιά μου, πρέπει να κάνουμε το κουμάντο μας . Οι κοπέλες όλες είχαν παντρευτεί αλλά η παπαδιά, το καλό φαί στα Γιάννενα δεν το είχε δοκιμάσει.  Ε …καιρός  ήταν!

 

Σημείωση .   Το όνομα του ιερέα είναι φανταστικό .

 

Κοινοποίηση

Κοινοποιείστε στους φίλους σας!