• Του Κώστα Παπαθεοδώρου

Ωραίος σαν ήλιος. Ακτινοβολούσε! Και με την  «αστική ευγένεια του»- σπάνια για την εποχή και τον τόπο καταγωγής του- γινόταν παντού το επίκεντρο του ενδιαφέροντος.  Ανήσυχος και τολμηρός, ευθύς μόλις τέλειωσε το σχολείο, έφυγε. Δεν τον βαστούσε  ο τόπος του. Ήταν μικρός για να χωρέσει τα μεγάλα όνειρα του.

 Κατέβηκε στην Αθήνα. Και πριν ακόμη κλείσει τα δεκαπέντε  χρόνια του εισήλθε στις στρατιωτικές σχολές. Μετά τον Εθνικό Διχασμό, στρατολογείται μαζί με άλλους αντιμοναρχικούς αξιωματικούς από τον Πλαστήρα και στις αρχές του  1920 φεύγει για το Μέτωπο. Κατατάσσεται  με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού, που αλλού, στο  5/42 Σύνταγμα Ευζώνων με διοικητή τον Πλαστήρα. Το αποκαλούμενο από τους Τούρκους  «σεϊτάν ασκέρ» (στρατός του διαβόλου) κατά την προέλαση, έφτασε μέχρι το Καλέ-Γρότσο, πέρα από τον Σαγγάριο. 

Στις εκλογές του Οκτωβρίου 1920, που προκήρυξε ο Βενιζέλος, η αντιπολίτευση κέρδισε με συντριπτική πλειοψηφία. Πολλοί  «βενιζελικοί» αξιωματικοί απομακρύνονται  από το στράτευμα.

Μεταξύ αυτών και ο Κωνσταντίνος Δράκος. Δεν φεύγει όμως από το μέτωπο. Μένει και υπηρετεί ως στρατιώτης. 

Κατά την κατάρρευση του μετώπου, ο Πλαστήρας ο επονομαζόμενος «Μαύρος Καβαλάρης»  κατάφερε να δώσει μάχες υποχωρώντας τακτικά, μαζεύοντας στρατιώτες από διαλυμένες μονάδες. Με την καθυστέρηση, που προέβαλε στην επέλαση του εχθρού, έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς πρόσφυγες να διαφύγουν, σώζοντάς τους από τους Τούρκους. 

Το 1922, μόλις 18 χρονών, ο Δράκος επιστρέφει στην πληγωμένη Ελλάδα και συμμετέχει στο Κίνημα ανατροπής της κυβέρνησης και πάλι υπό τον Πλαστήρα, ο οποίος αναγκάζει σε παραίτηση τον βασιλιά Κωνσταντίνο Α’  υπέρ του γιου του Γεωργίου Β’, σχηματίζοντας  επαναστατική κυβέρνηση, χωρίς όμως να συμμετάσχει σ’ αυτήν. Ο Δράκος- παιδί ακόμα- αναλαμβάνει ρόλο στις επιτροπές περίθαλψης  και στέγασης των εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων.

Ταυτόχρονα, ανακαλείται στο στρατό με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού. Αρχίζει η περίοδος των κοινωνικών αγώνων. Μια περίοδος  εξαιρετικά σημαντική για την ελληνική,  την παγκόσμια και ιδιαίτερα την ευρωπαϊκή ιστορία.

Η Ελλάδα του 1923, που  βγαίνει από μια περίοδο 13 χρόνων αναταραχής,  είναι μια εντελώς διαφορετική χώρα.  Όχι μόνο λόγω της εδαφικής επέκτασης και της πληθυσμιακής διόγκωσης, αλλά εξαιτίας των αλλαγών, που σημειώθηκαν στον κοινωνικό ιστό και την κοσμογονική  αλλαγή του ιδεολογικού και πολιτιστικού κλίματος.  Η «Ψωροκώσταινα» του 1909,  κυριολεκτικά περνάει  “δια πυρός και σιδήρου”, σε μια νέα φάση κοινωνικού και πολιτικού εκσυγχρονισμού, που όμοια δεν έχει επιδείξει η Ελλάδα στη νεότερη ιστορία της.

Οι μεγάλες πολεμικές κινητοποιήσεις και μετακινήσεις, τα πραξικοπήματα, οι αλλαγές, οι εισβολές ξένων στρατευμάτων, οι προσαρτήσεις και οι απώλειες εδαφών, όπως και η δυναμική εμφάνιση  του εργατικού κινήματος δημιουργούν ένα εντελώς νέο πολιτικό και κοινωνικό κλίμα. 

Από το 1918 το εργατικό κίνημα ξεπροβάλλει πια σαν ένας αποφασιστικός και νέος παράγοντας στην ελληνική πολιτική και κοινωνική σκηνή. Παλαιοί πολεμιστές, πρόσφυγες και αγροτικές κινητοποιήσεις σφραγίζουν αυτή τη νέα πραγματικότητα. Η Ελλάδα του 1922 συναντάει, επιτέλους,  την υπόλοιπη Ευρώπη, που στην περίοδο 1917-23 ζει μια άνευ προηγουμένου επαναστατική περίοδο. 

Αν στην Ελλάδα μόλις αρχίζει, το 1923, η μεταπολεμική περίοδος, στην Ευρώπη ήδη οδηγείται στο τέλος της η μεγάλη επαναστατική φάση, που σημάδεψε το τέλος του Πρώτου Πολέμου σε Πανευρωπαϊκό επίπεδο. Στη Ρωσία ο εμφύλιος τελειώνει, στη Γερμανία οι επαναστατικές απόπειρες βρίσκονται σε αδιέξοδο, η Ουγγαρία του Μπέλλα Κουν είναι ήδη ανάμνηση και στην Ιταλία πέρασε  η εποχή των εργοστασιακών συμβουλίων και αρχίζει η  Μουσολινική  πορεία προς τη Ρώμη.

Οι επαναστατικές ιδέες και ο άνεμος της ελευθερίας συνταράσσουν τον νεαρό αξιωματικό, που γίνεται μέλος του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος (ΣΕΚΕ), αλλά λίγο μετά, όταν τον Νοέμβριο του 1924 μετονομάζεται  σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ), διαφωνεί και παραιτείται…

Ο έρωτας

Την επόμενη χρονιά, θέλοντας να κατανοήσει τον κόσμο γύρω του,  εγγράφεται στη Νομική Σχολή Αθηνών. Αποφοιτεί την άνοιξη του  1928 και τον Αύγουστο με την επανεκλογή του Βενιζέλου, ορίζεται στρατιωτικός ακόλουθος στο Αργυρόκαστρο. Εκεί γνωρίζει τη Ευθαλία- κόρη του Έλληνα Πρόξενου και συνάπτει σχέση μαζί της. Ο πρόξενος εξοργισμένος αρνείται να δώσει την καλλονή κόρη του στον παρακατιανό αξιωματικό από τη Ράχη Άρτας. Προορίζει την εκλεπτυσμένη Θάλεια (ανώτερη μόρφωση, μουσική, επτά γλώσσες) για κάποιον γόνο της… τάξεως της! Λογαριάζει, όμως, χωρίς τη Θάλεια η οποία ζητάει επίμονα από τον «Δράκο του Παραμυθιού» να την…κλέψει! «Εάν δεν με έκλεβε θα μου τον έκλεβαν» έλεγε η ίδια, εξαίροντας την ομορφιά, το παράστημα, το βλέμμα, τη μέση-δαχτυλίδι του Δράκου!

Ο νεαρός αξιωματικός υποκύπτει και το καλοκαίρι του’30 επιστρέφει στην Αθήνα με την Θάλεια υπό… μάλης.

Είναι πια 26 χρονών. Επιδιώκει και πετυχαίνει να τοποθετηθεί στη Στρατιωτική Δικαιοσύνη. Στρατοδίκης λοιπόν. 

Διαμένουν στο Κουκάκι, κοντά στην Ακρόπολη. Συνοικία επιφανών προσωπικοτήτων των γραμμάτων και του πολιτισμού και άρρηκτα συνδεδεμένη με… μάχιμες νεολαίες. Το 1932 χάρη στις γνωριμίες του κατορθώνει να φέρει νερό και να υδρεύσει την περιοχή. Γι’ αυτό και δίνουν στον κεντρικότερο δρόμο, το όνομά του:  «Οδός Κωνσταντίνου Δράκου».

Τα χρόνια περνούν και στο μεταξύ ο Πρόξενος διαπιστώνοντας τη δημοφιλία και τον σεβασμό, που απολάμβανε ο πολυπράγμων νεαρός αξιωματικός -που στο μεταξύ έχει προαχθεί σε αντισυνταγματάρχη- μεταξύ του πολιτικού και κοινωνικού κατεστημένου, μαλακώνει και ερχόμενος στην Αθήνα τους παραχωρεί την έπαυλή του  στο Ψυχικό. Ο Δράκος, ξεροκέφαλος ως Ηπειρώτης, αρνείται αρχικά, αλλά τον πείθει η Θάλεια να μετακομίσουν μήπως και εκεί στην εξοχή είναι καλύτερα, ώστε επιτέλους  να μείνει… έγκυος!  

Τεράστιο το σπίτι και ακόμη μεγαλύτερος ο κήπος. Ο στρατοδίκης εκεί αρχίζει να αναπολεί τον τόπο του. Από καιρού εις καιρόν αρχίζει να καλεί συγγενείς του. Όσοι μπορούν πηγαίνουν. Και, φυσικά, μένουν έκπληκτοι  όχι από το αρχοντικό, αλλά από την υποδοχή και τη φιλοξενία. Και όταν γυρίζουν πίσω  είναι φορτωμένοι  με  τα δώρα του Κώστα και της Θάλειας Δράκου.

Στο μεταξύ, η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα εκτραχύνεται και τα πάθη φουντώνουν. Οι συγκρούσεις υπονομεύουν τη δημοκρατία και τον κοινοβουλευτισμό. Το φθινόπωρο του 1934 ο Βενιζέλος αποτυγχάνει να εκλεγεί Πρόεδρος Δημοκρατίας  και διαβλέποντας τον κίνδυνο παλινόρθωσης της Βασιλείας και κατάλυσης της Δημοκρατίας,  συναινεί στην οργάνωση στρατιωτικού κινήματος το οποίο εκδηλώνεται την 1η Μαρτίου 1935. Το Κίνημα αποτυγχάνει και ο Βενιζέλος αρνείται να συμμετάσχει στις εκλογές του Ιουνίου του 1935 για εκλογή Συντακτικής Συνέλευσης.  Η κατάσταση εξελίσσεται όπως ακριβώς είχε προβλέψει ο Βενιζέλος. Στις 25 Νοεμβρίου επανέρχεται ως βασιλιάς ο Γεώργιος Β΄ και πρωθυπουργός αναδεικνύεται ο Μεταξάς, ο οποίος σύντομα αίρει τις συνταγματικές  διατάξεις εγκαθιδρύοντας τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου του 1936.  

Ο Δράκος, που μετείχε στο Κίνημα, αλλά και στον αντιβασιλικό αγώνα αποτάσσεται μαζί με άλλους 1500 βενιζελικούς αξιωματικούς.  Το καθεστώς σκληραίνει και οι διώξεις είναι συνεχείς. Τον αποστρατεύουν το 36. Είναι η Δικτατορία του Μεταξά. Στην οργή του   παίρνει την παράδοξη απόφαση να επιστρέψει στο… χωριό. Τι και αν η Θάλεια τον παρακαλούσε να φύγουν στο εξωτερικό. Βιέννη, Παρίσι, Λονδίνο. Όπου ήθελε, καθώς είχαν τον τρόπο τους! Τον ακολουθεί και η γυναίκα του καθώς, όπως έλεγε, ήταν όλος ο κόσμος της.

Η επιστροφή

Για να φτάσεις το 1936 από την Αθήνα στη Ράχη, ήταν πραγματική περιπέτεια. Με το καραβάκι στην Κόπραινα και από εκεί με την άμαξα.  Και μαζί όλη η οικοσκευή. Φίνα πράγματα. Σκαλιστά έπιπλα, εξεζητημένα ρούχα, γόβες εκ Παρισίων, κλπ.

 

Η Ράχη του 1936, είναι ένα τυπικό χωριό της ελληνικής επαρχίας. Και οι άνθρωποι έχουν ως μοναδικό μέλημα την επιβίωση. Στην αρχή διαμένει σε ξενοδοχείο στην Άρτα και αμέσως βρίσκει μαστόρους και κτίζει σπίτι. Ήταν εδραία η απόφασή του να αφήσει πίσω του τον πολιτισμένο κόσμο. 

Η Θάλεια φρικάρει. Επιμένει να επιστρέψουν στην Αθήνα ή να μετοικήσουν κάπου, οπουδήποτε στο εξωτερικό. Είχαν, εξάλλου, τον τρόπο τους. Ο Δράκος επιμένει. Στο τέλος πειθαναγκάζει και τη γυναίκα του.  Το καλοκαίρι του ‘37 το σπίτι είναι έτοιμο και, επιτέλους, μετακομίζουν. Το σπίτι είναι από πηλό, αλλά η Θάλεια παραγγέλλει ταπετσαρίες και ντύνει τους τοίχους. Δέσποζε στον κάμπο και ερχόντουσαν όλοι να δουν όχι τόσο το σπίτι, αλλά κυρίως αυτό  το ξεχωριστό- που στα μάτια τους έμοιαζε αλλοπρόσαλλο- ζευγάρι.  Κομψοί, κομψότατοι , όπως μαρτυρούν και οι φωτογραφίες ντύνονται με ακριβά ρούχα και ειδικά η Θάλεια -κοκέτα πραγματική- εμφανίζεται δημοσίως με λευκά ταγιεράκια ΣΑΝΕΛ, καπέλο και παπούτσια στο ίδιο χρώμα…

Στις αρχές του` 39 ο Δράκος αποφασίζει να χτίσει καφενείο κυρίως για να περνά την ώρα του. Και πάλι εκπλήσσει με το κτήριο. Τούβλα, κεραμίδια και τσιμέντο. Το καφενείο υπάρχει ακόμα…

Στα μέσα του `39 έρχεται ο Αλέκος. Επιτέλους, το ζευγάρι αποκτά παιδί. Αλλάζει, κυριολεκτικά η ζωή τους και πια σκέπτονται να εγκαταλείψουν το χωριό. 

Όμως ο Δράκος έμπειρος στρατιωτικός και με πολλές, ακόμη, διασυνδέσεις, αντιλαμβάνεται ότι  σύντομα θα ξεσπάσει πόλεμος.  Αποφασίζει για λόγους ασφάλειας ότι είναι καλύτερο να παραμείνουν στο χωριό. Δεν διανοείται καν να «αποδράσει» στο εξωτερικό.

Στο μέτωπο

Το ταραγμένο  καλοκαίρι του `40, επισκέπτεται την Αθήνα και παίρνει το μήνυμα. Οι Ιταλοί εισβάλλουν στην Αλβανία και ο πόλεμος είναι θέμα χρόνου. Επιστρέφει και απλά ετοιμάζεται. Πριν ακόμα τελειώσει ο  Αύγουστος ανακαλείται στο Στρατό και του επαναποδίδουν τον βαθμό του ανθυπολοχαγού. Είχε αποστρατευθεί ως Συνταγματάρχης, αλλά ποιος δίνει σημασία σε αυτά. Και ο βαθμός του ανθυπολοχαγού είναι αρκετός. Εάν δεν υπήρχαν οι παλιοί φίλοι- και ανάμεσα τους ο Δαβάκης, ενδεχομένως θα καλούνταν ως απλός στρατιώτης.

«Σαν έτοιμος από παλιά», αποχαιρετά την Θάλεια και τον μικρό Αλέκο και φεύγει για την Ελληνοαλβανική μεθόριο.  Η Θάλεια, φοβάται  ότι δεν θα τον ξαναδεί και ξεσπά σε λυγμούς.

«Εσύ φρόντισε το παιδί και εγώ ότι και αν γίνει θα γυρίσω» της απαντά με μια δόση αμφιβολίας. Είναι τα τελευταία λόγια ,που αντάλλαξε με τη γυναίκα του, που τον παρατηρούσε να χάνεται στον ορίζοντα πάνω στο μαύρο άλογό του.

Φθάνει στη μεθόριο και φυσικά κατατάσσεται στην VIII μεραρχία υπό τον υποστράτηγο Κατσιμήτρο. Ο παλιός γνώριμος και φίλος Συνταγματάρχης  Δαβάκης διοικεί το απόσπασμα της Πίνδου. Του ανατίθεται η διοίκηση του Λόχου Προκαλύψεως. Είναι η 1360 μονάδα αναγνώρισης…

Τη νύχτα της 27ης Οκτωβρίου ως προφυλακή  της μεραρχίας καταγράφει ασυνήθιστη κίνηση στον απέναντι Ιταλικό τομέα και αμέσως ειδοποιεί τηλεφωνικά τον Κατσιμήτρο. Η εισβολή είναι θέμα ωρών. 

Ο πόλεμος

Στις 05.30, μισή ώρα πριν λήξει το  τελεσίγραφο, η νύχτα γίνεται  μέρα στους τομείς προκαλύψεως της VIII μεραρχίας. Ένα φράγμα πυρός κατακαίει τον Ελληνικό τομέα, ενώ ακούγονται  οι ερπύστριες των Ιταλικών τεθωρακισμένων της μεραρχίας “Κενταύρων”, που πλησιάζουν.  Τα Ιταλικά βομβαρδιστικά με τις χαμηλές πτήσεις τους και τους βομβαρδισμούς τους συμπληρώνουν  καταιγίδα πυρός. Οι μονάδες προκάλυψης δεν σαστίζουν και συμπτύσσονται έτσι όπως προέβλεπε το σχέδιο προς  τις κύριες γραμμές Ελληνικής αντίστασης.  Υποχωρώντας ανατινάσσουν και όλες τις γέφυρες του ποταμού Αώου, ώστε να επιβραδύνουν την προέλαση των ιταλικών δυνάμεων. Το Έπος του`40 ξεκίνησε…

 Η κύρια επίθεση εκδηλώνεται στον τομέα του Καλπακίου, εκεί όπου τάσσεται  η δύναμη της  VIII μεραρχίας, της οποία αποστολή ήταν να επιβραδύνει -όσο περισσότερο μπορούσε- την Ιταλική προέλαση, ώσπου να ολοκληρωθεί η  επιστράτευση και να μπει στον αγώνα ο κύριος όγκος του Ελληνικού στρατού.

Η VIII Μεραρχία κρατάει. Όπως αντέχει και η μονάδα του Δαβάκη. Αποκρούουν τις αλλεπάλληλες επιθέσεις και δίνουν πολύτιμο χρόνο στον Ελληνικό στρατό να ανασυνταχθεί και να αντεπιτεθεί.

Την 2α  Νοεμβρίου 1940 οι Ιταλοί εξαπολύουν σφοδρή  επίθεση με προπαρασκευή πυροβολικού και αεροπορίας κατά του Καλπακίου. 

Οι Ηπειρώτες μαχητές  κρατούν με πείσμα τις θέσεις τους. Η επίθεση συνεχίζεται και την επομένη.

Η μονάδα αναγνωρίσεως 1360 τάσσεται στα υψώματα  κοντά στη  λίμνη  της Ζαραβίνας.  

 

Ο θάνατος του ανθυπολοχαγού

Ξημερώνει και το ιταλικό πυροβολικό βάλλει ακατάπαυστα. Είναι περίπου 8 η ώρα και κάποιοι φαντάροι είναι εκτεθειμένοι. Ακάλυπτοι. Ο Δράκος, που στο μεταξύ έχει αφήσει αιώνες πίσω την «αστική του ευγένεια», σπεύδει οργισμένος και με ανείπωτες βρισιές να τους πει να μπουν στο πρόχειρο όρυγμα. Οι όλμοι έρχονται σα σμήνη πουλιών.  «Μπες μέσα Γιάννη μας είδε ο τρελό- Αρτινός και έρχεται προς ταδώ» λέει ο ένας από αυτούς. Αμέσως χώνονται στις «τρύπες», αλλά ο Δράκος είναι ήδη από πάνω τους.  Αρχίζει τα «γαλλικά» και πριν προλάβει να τελειώσει στον ορίζοντα εμφανίζονται δύο ιταλικά καταδιωκτικά- πιθανότατα FIAT CR.32.

Το ένα από αυτά χαμηλώνει απότομα  και αρχίζει να βάλει εναντίον του ανθυπολοχαγού. 

Ο Δράκος, διπλώνεται στα δύο και πέφτει… Η ριπή τον διαπερνά, αλλά δεν πεθαίνει!  Τώρα βρίζει τον Ιταλό και όταν αντιλαμβάνεται ότι ο θάνατος πλησιάζει μονολογεί: «έρχομαι σπίτι. Σας υποσχέθηκα ότι θάρθω…».

Τον μεταφέρουν εσπευσμένα στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Μάταια. Η σφαίρα τουχει φάει τα σωθικά. Ο θάνατος είναι λύτρωση και δεν αργεί. 

Ο Ελύτης, στρατιώτης του Μετώπου δεν ξεχνά και το 1968, συνθέτει την ελεγεία του για τον ανθυπολοχαγό με σκοπό να τιμήσει  τους συμπολεμιστές του στην Αλβανία. 

«Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας»

«Ήταν γενναίο παιδί.

Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του,

Με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά,

Και με το κράνος του – γυαλιστερό σημάδι

Με τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά

Και την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του…».

Το μαντάτο του θανάτου φτάνει στη Ράχη. Η Θάλεια καταρρέει και όταν βλέπει μπροστά της τον σακατεμένο άντρα της, χάνει τα λογικά της. Ο άφατος πόνος κόβει μονομιάς το νήμα  της λογικής…

Είναι νωρίς, μόλις Νοέμβρης, και οι άνθρωποι ακόμη δεν έχουν εξοικειωθεί  με τον πόλεμο και τον θάνατο. Πάνδημη η κηδεία στον Αι Γιώργη. Κόσμος- συγγενείς και φίλοι- από παντού. Οι στρατιώτες του αγήματος πυροβολούν τρεις φορές όταν ακουμπάει η σορός στο έδαφος και βιαστικά επιστρέφουν στο μέτωπο. Ο πόλεμος ακόμα μαίνεται. 

Τον μικρό Αλέκο αναλαμβάνει η γειτονιά να τον μεγαλώσει. Η Θάλεια  είναι χαμένη στους σκοτεινούς λαβυρίνθους του μυαλού της. 

Σταδιακά επανέρχεται, αλλά οι εκλάμψεις της δεν διαρκούν πολύ. Στις στιγμές διαύγειας ζητάει τον Αλέκο και του σιγοψιθυρίζει να μη φοβάται γιατί θα τηρήσει την υπόσχεση που έδωσε κάποτε στον άντρα της ότι, δηλαδή, θα μείνει στη Ράχη,  ώσπου να τελειώσει ο πόλεμος…

Και μένει. Έρχεται κατοχή. Και η μεγάλη πείνα του 1941. Δεν έχει σχέση με τη γη και για να ζήσουν αναγκάζεται να ξεπουλήσει όλα της τα υπάρχοντα. Έπιπλα, ρούχα, κοσμήματα, τιμαλφή. Όλα… 

Το καλοκαίρι του `43 οι Γερμανοί βάζουν  τη Ράχη στο στόχαστρο.  Έχουν «πληροφορίες» ότι  κάτοικοι εφοδιάζουν τους αντάρτες. Στρατιωτικό απόσπασμα συγκεντρώνει τους κατοίκους στην πλατεία του χωριού. Έχουν σκοπό να τους εκτελέσουν και να κάψουν τα σπίτια. 

Η Θάλεια, δαμάζει το μίσος για τους φονιάδες του άντρα της και αμέσως σπεύδει στον επικεφαλής. Σε άπταιστα γερμανικά, τον πείθει  ότι οι κάτοικοι είναι φιλήσυχοι και δεν έχουν σχέση με το αντάρτικο. Ο Γερμανός  εντυπωσιάζεται από την κοσμοπολίτισσα «χωριάτισσα» και το μόνο που ζητάει είναι «ένα καλό γεύμα» για αυτόν και τους άνδρες του.

Οι κάτοικοι συγκεντρώνουν τα λιγοστά τρόφιμα και  τραπεζώνουν τους Γερμανούς. Ευχαριστημένοι και με γεμάτες κοιλιές φεύγουν χωρίς να εκτελέσουν την «αποστολή»  τους…  

Η Ράχη σώθηκε. Την έσωσε η Θάλεια!

Τελικά, η Αρχόντισσα ρίζωσε στον κάμπο. Έμεινε εκεί. Έζησε μέχρι το 1962 και πέθανε ευτυχισμένη, αφού προηγουμένως άκουσε τον εγγονό της Κώστα να την αποκαλεί γιαγιά…

Ήταν η τελευταία της επιθυμία. Βαριά άρρωστη και γνωρίζοντας ότι το τέλος είναι κοντά ζητούσε: « να ακούσω τον εγγονό μου να με φωνάξει γιαγιά και ύστερα να πάω να βρω τον Κώστα μου που με περιμένει μονάχος…». Και έφυγε ζώντας μια σύντομη, διφυή και ταραγμένη ζωή! Ζωή σαν παραμύθι: με δράκους και στοιχειά, πλούτη και φτώχεια, αρχοντικά και καλύβια, μωσαϊκά και λάσπη, δεξιώσεις και απομόνωση.  Απόλυτη ευτυχία και απέραντη θλίψη. 

Κανένας  τους δεν ξεχάστηκε. Η Θάλεια έγινε μύθος, που οι γιαγιάδες διηγούνται στα παιδιά και ο Κώστας  στους δρόμους που  περπάτησε προσέφερε το όνομά το. «Οδός Κωνσταντίνου Δράκου» στο Κουκάκι και στη Ράχη! Δρόμοι που στοιχειώνουν   τη δική του ιστορία… 

 

Μαρτυρίες

Ήταν συνάμα κι ένα γενναίο παιδί, που με τη στολή και το πιστόλι του ανθυπολοχαγού απέπνεε σε κάθε του κίνηση και στο περπάτημά του όλη την αρρενωπότητά του. Μέρος της στολής του, ωστόσο, ήταν και το κράνος του το γυαλιστερό, που έδωσε την ευκαιρία στους εχθρούς να τον στοχεύσουν και να τον πετύχουν.  Κι έφτασε η εχθρική σφαίρα τόσο εύκολα και τόσο αναπάντεχα…

Δεξιά και αριστερά του είχε τους στρατιώτες του, και ύστατο στόχο της ζωής του να εκδικηθεί την αδικία που τελούταν εις βάρος της χώρας του, μα δεν πρόλαβε να εκπληρώσει το σκοπό του. Το αίμα γέμισε το μέτωπό του και τα βουνά  βρόντηξαν καθώς γκρεμιζόταν το κορμί του, κι αμέσως ύστερα έλιωσαν πάνω τους το χιόνι για να ξεπλύνουν το άψυχο σώμα του. Κι ήταν το σώμα αυτό σαν ένα σιωπηλό μα επώδυνο ναυάγιο της αυγής, κι ήταν το στόμα του σαν  πουλί που δεν πρόλαβε να κελαηδήσει, κι ήταν τα χέρια του σαν ανοιχτές πλατείες της ερημίας, αφού πια δεν μπορούσαν να κρατήσουν μέσα τους καμιά ζωή.

Και η Θάλεια δεν είναι χήρα κανενός, δεν ανήκει πια  σ’ έναν μόνο άνθρωπο, μόνο ανήκει αξεχώριστα σε όλους.  Έτσι, οι μανάδες είναι για να κλαίνε και να μεγαλώνουν παιδιά, κι οι άντρες για να παλεύουν και να πολεμούν… 

Ο Ελύτης έχει και πάλι το λόγο

Ήταν γερό παιδί·

Tις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα

Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων

Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του

Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης,

Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκες

Ώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μες στα μαλλιά του

H αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε

Στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο

Nα βάφει τα λουλούδια

Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει

Tις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν…

Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του

Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος

Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα…

 

Με το αίμα πάνω από τα φρύδια

Tα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε

Ύστερα λιώσαν χιόνι να ξεπλύνουν

Tο κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής

Kαι το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο

Kαι τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας

Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας

Δεν έκλαψαν

Γιατί να κλάψουν

Ήταν γενναίο παιδί!

Κοινοποίηση

Κοινοποιείστε στους φίλους σας!