Στη γωνία των οδών Ανεξαρτησίας και Καραϊσκάκη βρίσκεται σήμερα το κτήριο που άλλοτε στέγαζε το περίφημο πανδοχείο «Δωδώνη». Ένα από τα πιο γνωστά καταλύματα στα Γιάννινα των περασμένων χρόνων και βασικός τόπος διαμονής πολλών επισκεπτών της πόλης μας αφού σ΄ αυτό έρχονταν και έμεναν κάτοικοι από πολλές γειτονικές περιοχές όπως αυτές του Δυτικού και Κεντρικού Ζαγορίου.

Το ιστορικό αυτό κτήριο της πόλης μας διατηρείται σήμερα σε πολύ καλή κατάσταση αφού μόλις πρόσφατα ανακαινίστηκε. Στο ισόγειο του διώροφου κτιρίου υπάρχουν μια σειρά μαγαζιών που βλέπουν προς το δρόμο, ενώ στο πίσω μέρος του υπάρχει και μια ευρύχωρη αυλή.

 

Ο συγγραφέας Ρένος Αποστολίδης στο αφηγήματα του «Ντομπρίνοβο» μας μεταφέρει εικόνες από το πανδοχείο αυτό της πόλης. Το επισκέφτηκε το καλοκαίρι του 1939 όταν ακολουθώντας τη θεία του πήγε από την Αθήνα στο χωριό τους (Ντομπρίνοβο σημερινό Ηλιοχώρι Ζαγορίου):
«Η θεία τράβησε γραμμή στη «Δωδώνη»! Σ’ ένα δρόμο, τον κατήφορο, γιομάτο σιδεράδικα! Φτιάχναν τσιγκέλια, φεγγίτες, κουδούνια και τροκάνια, πέταλα, καρφιά μεγάλα κάθε λογής, χαλκάδες κι αλυσίδες!.. Δούλευαν αυτού ακόμα, βραδιάτικο — τις φωτιές αναμμένες, τα φυσερά και τους τόρνους να λυσσομανάνε! — σφυροκοπούσαν συνέχεια, με τις βαρείες και τις μασιές στα χέρια οι μουτζούρηδες, πάν’ απ’ τις φλόγες, με μαλλιά τσουρουφλισμένα και να τρέχει ο ιδρώς ποτάμι απ’ τα μέτωπα, τους σβέρκους, στα γυμνά στήθια…
Τόνιωσα εξαρχής πού μπήκαμε σ’ εκείνο το χαοτικό κτήριο, πως ειν’ αυτό: το «κλασσικό», το «παραδοσιακό», το «επιβεβλημένο» να πούμε, «παστρικό και τίμιο», κ’ «εγγυημένο», για «ήσυχους» και «νοικοκυρέους ανθρώπους», πού ταξιδεύουνε «σοβαρά», για δουλειές κι ανάγκες τους, όχι αλήτες έτσι, για διασκέδαση και χασομέρι. Κάτι καθαυτό σα χάνι, όπως φανταζόμουνα τα χάνια, τ’ ανατολίτικα, στα παραμύθια: τετράγωνο ολάκερο, κι οπού μόλις έμπαινες – από μια θύρα πελώρια, μιαν αψίδα, για να περνάνε μέσα κάρα, κι αμάξια με τ’ άλογα τους, κι αραμπάδες ακόμα πούδα, με τα βόδια τους, σε μια τεράστια κεντρική αυλή – σ’ έπαιρνε μια δροσιά σπιτίσια, υγιεινή, μια μυρουδιά σανού (πούδιναν ίσως στα ζώα; Όχι κριθάρι;) και λεβάντας από καθαροπλυμένα, καλοσιδερωμένα, καλοστρωμένα σεντόνια…
Τα κρεβάτια έτσι ήταν: σπιτίσια επίσης, μεγάλα, σιδερένια, με σομιέδες – άλλα πούχαν παραβαθουλώσει – και τζίβινα στρώματα, σκληρά κι ολόδροσα. (Τζίβινα, γιατ’ η τζίβα, θαρρώ, δε βρωμίζει σαν το μπαμπάκι, δεν παίρνει τόσο εύκολα οσμές, δεν κρατάει υγρασία των κατάκοπων κορμιών απ’ τα βουνά και τις κορφές πού ξάπλωναν πάνω τους για μια νύχτα, να φύγουν το πρωί, τα χαράματα, βιαστικά-βιαστικά κι άπλυτα καθώς ήρθαν – και που να πλυθούνε; Στη βρύση, στην αυλή, που ποτίζουν τ’ άλογα ; Ή με την κανάτα στη λεκάνη, πάνω στον κομμό του δωματίου;..). Ντυμένα ωστόσο τα στρώματα με ειδικούς άσπρους σάκους, μοσκομύριστους κι αυτούς και σιδερωμένους, από χοντρό κάμποτ. Ξάπλωνες και τρίζανε, βεβαιωτικά, λες, πώς θα κάνης ύπνο σκληρό άλλα πεντακάθαρο..- σκληρό, μα καθώς είσαι κατάκοπος, θα κοιμηθείς βαθιά μες στην «εγγυημένη», την «οικογενειακή» τους υγεία και καθαριότητα, τη φροντισμένη για σένα (κι ας είσαι «ξένος», «πελάτης»), από «νοικοκυρίσια» χέρια της αρχαίας «Δωδώνης»!.. Βυθίστηκα κι αποκοιμήθηκα, με τη θεια στο διπλανό σιδεροκρέβατο, που ρούχο δεν έβγαλε από πάνω της!..
Τη νύχτα – βαθειά νύχτα, περασμένα μεσάνυχτα – ξύπνησα απ’ αγέρα που σφύριζε κατακαλόκαιρο μες απ’ τα «κεπέγκια», που τάλεγε η θεια: «Σφυρίζει απ’ το Μιτσικέλι!» Άκουγα τα χλιμιντρίσματα των άλογων που και που, κάτω, στην αυλή, που σβαρνούσαν τις πλάκες κάθε τόσο και ξανατίναζαν τις λαιμαριές τους, μασουλώντας το κριθάρι τους, ξαναχάβοντας απ’ τις κρεμαστές σακούλες τους… («Θα κοιμηθείτε, βέβαια, στη Δωδώνη!..» Έτσι θαρρούσα π’ άκουγα φωνή άγνωστη, μα βαθιά δικιά, να λέει, σαν επιταγή…)».

e-Γιάννινα

Κοινοποίηση

Κοινοποιείστε στους φίλους σας!