Το Συρράκο, ένα πετρόκτιστο χωριό απαράμιλλης αρχιτεκτονικής αισθητικής, βρίσκεται στο Περιστέρι της Πίνδου. Κοινωνικά, έφτασε στην ακμή του τον 19ο αιώνα, οπότε και ο πληθυσμός του “άγγιζε” τις 45.000, με αποτέλεσμα πολλοί, περιγράφοντας τις συνθήκες απελευθέρωσης κι ένταξής του στο νεοελληνικό κράτος (23 Νοεμβρίου 1912), να μιλούν για μια “πολίχνη” (μικρή πόλη). Ο πληθυσμός του συγκροτούνταν από δύο κοινωνικές ομάδες την εποχή εκείνη: τους κτηνοτρόφους που ήταν ημινομάδες, μετακινούμενοι το χειμώνα στα λιβάδια της Λάμαρης Πρέβεζας, της Μπούντας στο Άκτιο και του κάμπου της Άρτας και τους ραφτάδες, τους εμπορευόμενους και τους κάθε είδους τεχνίτες(τσαρουχάδες κ.λπ). Σημαντική βιοτεχνική και εμπορική δραστηριότητα στο χωριό ήταν η βιοτεχνία μάλλινων ειδών. Για την προώθηση των προϊόντων τους, οι έμποροι μετακινήθηκαν στις παραθαλάσσιες πόλεις της Ηπείρου (Πρέβεζα), στις αγορές των Επτανήσων (Κέρκυρα, Ζάκυνθος), της Ιταλίας, της Μάλτας και της Ισπανίας, όπου εκεί εγκατέστησαν εργαστήρια και εμπορικές αντιπροσωπείες για την προώθηση της κάπας στη Δύση. Λέγεται δε ότι οι Συρρακιώτες έμποροι ήταν προμηθευτές κάπας και του στρατού του μεγάλου Ναπολέοντα. Η έξοδος των Συρρακιωτών επιταχύνθηκε μετά την καταστροφή του χωριού (1821) εξαιτίας της αποτυχημένης εξέγερσής του, που έγινε με παρακίνηση του συρρακιώτη Ιωάννη Κωλέττη. Το Συρράκο μεταπολεμικά παρήκμασε και σταδιακά ερήμωσε, αλλά από τη δεκαετία του 1980 άρχισε η “αναγέννησή” του και, σήμερα, αποτελεί έναν εναλλακτικό τουριστικό προορισμό, καθώς δεν υπέστη το “βιασμό” του περιβάλλοντός του από την άναρχη τουριστική ανάπτυξη.

Η μετακίνηση των Συρρακιωτών
Η κινητικότητα των Συρρακιωτών αναπτύσσεται με συγκεκριμένες γεωγραφικές, χρονικές και οικονομικές αναφορές. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Πίνδος λειτουργεί ως ένα τείχος, που προσδιορίζει την κατεύθυνση, ενώ είναι πολλοί λίγοι εκείνοι που επιλέγουν την ανατολική Ελλάδα. Αφορμή γι’ αυτό στάθηκε η εξέγερση του 1821, όπως αναφέρει σε σχετική μελέτη του ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Βαγγέλης Αυδίκος, ο οποίος σημειώνει, ωστόσο, ότι δεν μαρτυρείται σημαντική εμπορευματική δραστηριότητα ούτε αναφέρονται οικογένειες που συσσώρευσαν πλούτο, τον οποίο επένδυσαν σε άλλες δραστηριότητες.

Προς ποιες περιοχές μετακινούνται άραγε οι Συρρακιώτες; Η πλειοψηφία των Συρρακιωτών, επισημαίνει ο κ. Αυδίκος, μετακινείται στα δυτικά της Πίνδου, στην Ήπειρο, τα Επτάνησα, την Ιταλία, τη Μάλτα και την Ισπανία. Στην ύπαιθρο της Ηπείρου μετακινείται η κτηνοτροφία και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα (Άρτα, Άκτιο), ενώ στα αστικά της κέντρα (Ιωάννινα, Πρέβεζα, κυρίως) οι εμπορευόμενοι και οι τεχνίτες. Ωστόσο, διευκρινίζει ο καθηγητής, κατά το 19ο αιώνα είναι η δυτική Μεσόγειος που προσελκύει τους Συρρακιώτες καποτάδες, δεδομένου ότι η περιοχή αυτή είναι θέατρο πολεμικών συγκρούσεων και η κάπα είναι ιδιαίτερο χρήσιμο είδος για τους στρατιώτες. Η μετακίνηση, προσθέτει, ξεκίνησε στα τέλη του 18ου αιώνα, συνεχίστηκε στις αρχές του επόμενου και κορυφώθηκε με την καταστροφή του 1821,που εξώθησε πολλούς σε έξοδο. Η δυτική Μεσόγειος διευκόλυνε το συρρακιώτικο εμπόριο να ανθίσει και μέρος των κερδών επέστρεψε στο Συρράκο με τη μορφή δωρεών, στο πλαίσιο της επένδυσης σε κύρος ανάμεσα στους συγχωριανούς. Φαίνεται, όμως – εξηγεί ο καθηγητής – ότι δεν μπόρεσαν, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, να ξεφύγουν από το εμπόριο στο συγκεκριμένο είδος. Αυτό οφείλεται και στις ενδοσυρρακιώτικες συγκρούσεις, αλλά και στην αδυναμία να συμπεριφερθούν ως έμποροι και μόνο, όπως υπογραμμίζουν τα επεισόδια στον Κριμαϊκό πόλεμο. Πάντως, η μετακίνηση στη δυτική Μεσόγειο είναι φαινόμενο του 19ου αιώνα. Η καποτική εισέρχεται έτσι και αλλιώς σε κρίση και οι Συρρακιώτες κατευθύνονται στα ελλαδικά αστικά κέντρα, ενώ οι κτηνοτρόφοι συνεχίζουν ως και το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο να πηγαινοέρχονται στα βοσκοτόπια της Λάμαρης, του Ακτίου και της Άρτας, πριν να πάρουν την απόφαση να εγκατασταθούν μόνιμα στις περιοχές αυτές. Συμπερασματικά, διαπιστώνουμε ότι την κινητικότητα των Συρρακιωτών τροφοδότησε η εξέγερση του ’21, που είχε ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση πολλών νοικοκυριών, αλλά και η βιοτεχνική δραστηριότητα του μαλλιού, η καποτική. Η τελευταία αρχίζει να αποκτάει βιοτεχνικά χαρακτηριστικά στα τέλη του 18ου αιώνα και φτάνει στην κορύφωσή της τον επόμενο αιώνα.Στις αρχές του 19ου αιώνα η επαγγελματική κατηγορία “ραπτική” είναι πολυπληθής στο Συρράκο.

Δημοφιλής προορισμός η Ιταλία
Τα ίδια στοιχεία αναφέρουν ότι η Ιταλία είναι προορισμός πολλών Συρρακιωτών, ιδίως όταν διαθέτουν αρκετούς άρρενες απογόνους και μπορούν να συνδυάζουν κτηνοτροφία και καποτική, ή ραπτική και εμπόριο. Η επιλογή της Ιταλίας είναι αναπότρεπτη, καθώς η αγορά είναι ανθηρή και η εμπορευματική παραγωγή ενσωματώνεται στην οπτική των Συρρακιωτών. Στη μελέτη του, ο κ. Αυδίκος αναφέρεται – μεταξύ άλλων – στην οικογένεια Ζαβογιάννη , η οποία δίνει στοιχεία γι` αυτό το μετασχηματισμό. Να τι αναφέρει χαρακτηριστικά: “Ζαβογιάννης Αθανάσιος,Αλέξιος/Λέτσιος/και Δημήτριος. Τρεις αδερφοί. Ο πρώτος μεταβάς εις Βάριον της Απουλίας μετά του μικροτέρου Δημητρίου,ήρχησαν το νέον στάδιόν των,αλλ` ένεκα του αγρίου συναγωνισμού μετά του τότε ισχυρού Ζαχαρίου Βρύκου απέτυχον εντελώς και λάθρα και εντός βυτίου εφυγάδευσον τον Δημήτριον, ο δε Αθανάσιος μετά διαφόρων πατριωτών εγκατεστάθη οριστικώς εις Βάριον ουχί ως καποτάς αλλά ως μικρός έμπορος ευδοκιμήσας κάλλιστα.Αυτός δε μετά των `21 ήφερεν τον Δημ. Ζαβογιάννην, υιόν του Λέτσιου, ο οποίος εκληρονόμησεν αυθαιρέτως τον θείον του και έμεινεν διαρκώς εκεί μέχρι του θανάτου του”.

Οι γιοι του Ζαβογιάννη, λοιπόν, αναφέρει ο κ. Αυδίκος, ακολουθούν ένα γνωστό δρόμο στους Συρρακιώτες, που έχουν υιοθετήσει το βιοτεχνικό προσανατολισμό, την Ιταλία. Μετακινούνται στο Μπάρι, όπου δραστηριοποιείται ένας άλλος Συρρακιώτης,ο Ζαχαρίας Βρ(Μπρ)ύκος. Όσον αφορά το παράδειγμα των Ζαβογιανναίων, αυτό φωτίζει και τη μετεξέλιξη μερικών συρρακιώτικων οικογενειών στην Ιταλία, μετά την αρχική μετακίνηση. Ο πρώτος αδελφός συνέχισε να διαμένει στο Μπάρι, μόνο που έπαυσε να είναι καποτάς και ασχολήθηκε με άλλο εμπόριο, όπου ήκμασε. Δεν είναι η μόνη οικογένεια που παρέμεινε στην Ιταλία και εντάχθηκε στην εκεί κοινωνία. Ωστόσο, όπως διευκρινίζει ο κ. Αυδίκος: “ο γιος του Λέτσιου “εγκατασταθείς οριστικώς εις Βάριον έλαβεν εις γυναίκα του δυτικού δόγματος,μετά της οποίας εγέννησεν τον Βικέντιον,τον Νικόλαον,τον Γεώργιον, τον Σπυρίδωνα και τον Κωνσταντίνον. Άπαντα τα τέκνα αυτού είναι του δυτικού δόγματος και εκ των 5 ο Γεώργιος  απέθανεν,ο δε Νικόλαος είναι ευπορώτατος και πρόξενος της Τουρκίας μετά διαφόρων παρασήμων. Εφράγγεψαν”.
Επίσης το Πάνορμο και η Σικελία ήταν χώρος που συγέντρωσε αρκετούς Συρρακιώτες.Από τους πιο επιφανείς είναι η οικογένεια Β(Μπ)αλτατζή. Ο Δημήτριος, μάλιστα, θεωρείται ο ιδρυτής εμπορικής επιχείρησης που έδρασε σε όλη την Ανατολή, όπως αποδεικνύεται από το παρακάτω απόσπασμα, που παραθέτει στη μελέτη του ο κ. Αυδίκος: «Βαλτατζής Δημήτριος.Ούτος την παιδικήν του και νεανικήν του ηλικίαν εξακολούθησεν ομοίως τω αδελφώ του,αλλ` ενώ ο Ιωάννης έμεινεν εις πατρίδα, ούτος παραλαβών και τον ομομήτριον αδελφόν Νικόλαον άνοιξαν ραπτικόν εργαστήριον τη υποστηρίξει του Νικολ.Κρυστάλη και ιδία του εν Πραμάντι Κ.Ρίγγα.Η τύχη όμως του εφύλαττεν ευρύτερον μέλλον και εκ Ζακύνθου απηνώς ναυαγήσας εκεί μετέβη εις Πάνορμον της Σικελίας εξακολουθών την ιδίαν τέχνην. Εκεί δε πάλιν έστησεν τας παγίδας της η τύχη και ηθέλησεν να ανυψώση την οικογένειαν των Βαλτατζαίων.Έστειλεν τον εν Μεσσήνη άλλον πατριώτην μας Φ.Πάλιον και τους εδίωκεν απηνώς τούτους,ώστε αποκάμνοντες εκ της τέχνης αποφάσισεν ν` ανοίξη εν ψευδοπνευματοπωλείον και απ` αυτό ήρχησαν αι γνωριμίαι και αι συστάσεις μετά χιακών πλοιάρχων και τη συνδρομή του εν Βραϊλά τότε και νυν δε εν Βιέννη βαθυπλούτου και της ευεργικοτάτης μεγάλης οικογενείας των Τουαλέετ τέκνου, ο Δημήτριος ανυψώθη ηθικώς και υλικώς εις τα υψηλότατα στρώματα της κοινωνίας επί μιας δεκαπενταετίας.Η επωνυμία Δημ.Βαλτατζή και αδελφοί είχεν καταλάβει λαμπράν θέσιν καθ` όλην την Ανατολήν και εις τον ελληνικόν κόσμον”.

Κοινοποίηση

Κοινοποιείστε στους φίλους σας!