Ο θεσμός των ανεξαρτήτων αρχών προϋποθέτει την πραγματική και όχι απλώς στα χαρτιά ανεξαρτησία της λειτουργίας τους και δεν είναι συμβατός με την άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών υπό κηδεμόνευση ή καθ’ υπαγόρευση», απαντά στη γνωμοδότηση του Ισ. Ντογιάκου ο Πρόεδρος της ΑΔΑΕ σε δήλωσή του, ξεκαθαρίζοντας ότι η γνωμοδότηση του Προέδρου του Αρειου Πάγου «νομικά δεν έχει παράγει καμία απολύτως δέσμευση» και καταγγέλλοντας ότι «παραβιάζει εξόφθαλμα την ευθέως εκ του Συντάγματος εκπορευόμενη ανεξαρτησία της ΑΔΑΕ, η οποία μέχρι σήμερα είχε πάντοτε γίνει σεβαστή».

Αναλυτικά:

Σύμφωνα με το Ελληνικό Σύνταγμα, όπως αναθεωρήθηκε το 2001, αλλά σύμφωνα και με τα ισχύοντα ευρύτερα στα κράτη του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού, στα οποία ανήκει η χώρα μας, ο θεσμός των ανεξαρτήτων αρχών προϋποθέτει την πραγματική και όχι απλώς στα χαρτιά ανεξαρτησία της λειτουργίας τους και δεν είναι συμβατός με την άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών υπό κηδεμόνευση ή καθ’ υπαγόρευση.

Ειδικότερα, η ρητή, κατά το άρθρο 19, παρ. 2, του Συντάγματος, συνταγματική κατοχύρωση της ΑΔΑΕ ως ανεξάρτητης αρχής, διασφαλίζουσας μάλιστα το απολύτως απαραβίαστο δικαίωμα στο απόρρητο των επικοινωνιών, έχει την έννοια ότι κανένα κρατικό όργανο δεν μπορεί να ασκήσει επί της εν λόγω Αρχής οιαδήποτε μορφή προληπτικού ελέγχου ή προληπτικής εποπτείας (εντολή, κατευθυντήρια ερμηνευτική οδηγία κ.λ.π.).

Συνεπώς, και με δεδομένο ότι το Σύνταγμα φωτίζει την ερμηνεία των νόμων και όχι το αντίστροφο, το άρθρο 29 παρ. 2 του Ν.4938/2022, ερμηνευόμενο σύμφωνα με το άρθρο 19, παρ. 2, του Συντάγματος, έχει την έννοια ότι ο Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου δεν δύναται, επικαλούμενος τη γενική αρμοδιότητά του να γνωμοδοτεί επί «νομικών ζητημάτων γενικού ενδιαφέροντος», να διατυπώνει γνώμη επί της ερμηνείας και εφαρμογής διατάξεων που αφορούν τις συνταγματικές αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ, απευθύνοντας σε αυτήν κατευθυντήριες οδηγίες και απειλώντας μάλιστα με πρωτοφανή τρόπο τα μέλη της με βαρύτατες ποινικές κυρώσεις, αν ασκήσουν τις αρμοδιότητες τους με τρόπο διαφορετικό από τον από αυτόν υιοθετούμενο. Η δε απαγόρευση έκδοσης τέτοιας αντισυνταγματικής γνωμοδότησης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ισχύει a fortiori, εάν, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, η ΑΔΑΕ έχει ήδη επιληφθεί αρμοδίως συναφών υποθέσεων και διενεργεί ήδη σχετικούς ελέγχους. Επομένως, η επίμαχη γνωμοδότηση του κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, πέρα από το γεγονός ότι νομικά δεν έχει παράγει καμία απολύτως δέσμευση (ως γνωστόν δέσμευση στην ελληνική έννομη τάξη παράγουν μόνο οι δικαιοδοτικές αποφάσεις των δικαστηρίων), παραβιάζει εξόφθαλμα την ευθέως εκ του Συντάγματος εκπορευόμενη ανεξαρτησία της ΑΔΑΕ, η οποία μέχρι σήμερα είχε πάντοτε γίνει σεβαστή.

Περαιτέρω, η -ούτως ή άλλως προβληματική ως προς τη συμβατότητά της με την ΕΣΔΑ και το εθνικό Σύνταγμα- ρύθμιση της παρ. 7 του άρθρου 4 του Ν. 5002/2022 σχετικά με το ειδικό ζήτημα της ενημέρωσης του παρακολουθούμενου για λόγους εθνικής ασφάλειας ουδόλως περιορίζει τις γενικές αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ που κατοχυρώνονται στο άρθρο 6 §1 του ειδικότερου, εκτελεστικού του άρθρου 19 §2 του Συντάγματος, νόμου 3115/2003.

Πρόκειται για δύο νόμους με μη διασταυρούμενα κανονιστικά πεδία. Εκτός, δε του γεγονότος ότι ουδόλως προκύπτει πως ο νομοθέτης θέλησε έναν τέτοιο περιορισμό, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι η αποτελεσματική άσκηση αυτών των γενικών αρμοδιοτήτων συνδέεται από την ημέρα που ιδρύθηκε η ΑΔΑΕ, κατά τρόπο άρρηκτο και πολυποίκιλο, με τον συστηματικό έλεγχο των παρόχων και όλων των δημοσίων φορέων, στον τομέα της διασφάλισης του απορρήτου των επικοινωνιών · έλεγχο, ο οποίος δεν έχει ως μόνο σκοπό την ενημέρωση που προβλέπεται στην παρ. 7 του άρθρου 4 του Ν. 5002/2022. Κάτι που επιμένει να παραγνωρίζει ο κ. Εισαγγελεύς στην γνωμοδότηση του.

Θα ακολουθήσει εντός των αμέσως προσεχών ημερών εκτενής ανακοίνωση της Ολομέλειας της ΑΔΑΕ επί των εν λόγω θεμάτων.

Κοινοποίηση

Κοινοποιείστε στους φίλους σας!