• Του Κώστα Παπαθεοδώρου

Με αφορμή τα όσα ανεκδιήγητα προβάλλει με ιταμό τρόπο ο Ερντογάν και η Τουρκία περί του καθεστώτος των νησιών του Αιγαίου και εν όψει πιθανού θερμού επεισοδίου ανατέμνω την ιστορία από τις αρχές του 20ου αιώνα παρουσιάζοντας τα γεγονότα και παραθέτοντας τι συνθήκες που διαμόρφωσαν τα σημερινά σύνορα της Ελλάδας, της Τουρκίας και άλλων βαλκανικών κρατών.

Το ερώτημα « Πώς θα μπορέσει η Ελλάδα να εξουδετερώσει τα γεωπολιτικά της μειονεκτήματα στην περίπτωση ενός πολέμου με την Τουρκία» είχε θέσει προ περίπου 30 ετών ο μεγάλος Έλληνας φιλόσοφος Παναγιώτης Κονδύλης.

Η έκταση της τουρκικής επικράτειας είναι εξαπλάσια από την ελληνική και συνιστά σχεδόν εξ ολοκλήρου (δηλαδή με εξαίρεση το μικρό ευρωπαϊκό τμήμα της Τουρκίας) χώρο συμπαγή και ολότμητο, ενώ ο ελληνικός χώρος (και μάλιστα η κρίσιμη ως θέατρο πολέμου περιοχή ολόκληρου του Αιγαίου καθώς και η βόρεια Ελλάδα από τον Έβρο μέχρι τη Θεσσαλονίκη) αποτελείται από κατεσπαρμένα και μεμονωμένα νησιά ή στενές λωρίδες.

Πώς μπορεί η Ελλάδα να εξουδετερώσει, σε περίπτωση πολέμου, τα σοβαρά γεωγραφικά της μειονεκτήματα;
Σύμφωνα με τον Κονδύλη η ελληνική πλευρά θα έκανε πολύ άσχημα να περιορισθεί στην υπεράσπιση των προσβαλλομένων εδαφών της. Συνεπώς, η ελληνική πλευρά πρέπει κατά το δυνατόν να επιδιώξει αυτοτελή εδαφικά κέρδη, είτε ως αντιστάθμισμα για μόνιμες δικές της απώλειες είτε ως πιθανό αντάλλαγμα σε μεταγενέστερες διαπραγματεύσεις.

Το πού πρέπει να αναζητηθούν τα κέρδη αυτά, με δεδομένο τον κατά βάση συμπαγή και ολότμητο χαρακτήρα του τουρκικού εθνικού χώρου, μας το δείχνει μια γρήγορη επισκόπηση των τριών πιθανών θεάτρων του πολέμου: της Θράκης, του Αιγαίου και της Κύπρου.

Μια γρήγορη προέλαση τεθωρακισμένων μονάδων στην Ανατολική Θράκη, την οποία ευνοεί το πεδινό έδαφος και οι περιορισμένες αποστάσεις, θα μπορούσε να αποφέρει στην Ελλάδα το σημαντικότερο πιθανό αντίβαρο απέναντι σε οποιεσδήποτε εδαφικές απώλειες σε άλλες περιοχές.
Στο θέατρο του Αιγαίου η μόνη ενέργεια, η οποία θα μπορούσε ν’ αποφέρει εδώ εδαφικά οφέλη, θα ήταν μια κατάληψη της Ίμβρου και της Τενέδου, υπό την προϋπόθεση ότι το ελληνικό ναυτικό θα ήταν σε θέση να την καλύψει από αέρα και θάλασσα.
Κατά τον Κονδύλη είναι καθοριστικό ποιος θα καταφέρει το πρώτο πλήγμα.
Το πρώτο πλήγμα το επιβάλλει όχι κάποια «πολεμοχαρής» διάθεση, αλλά η λογική των σύγχρονων οπλικών συστημάτων.
Πρώτο πλήγμα, με τη στρατηγική σημασία του όρου, δεν είναι ο πρώτος τυχόν πυροβολισμός που πέφτει κατά το πρώτο «θερμό επεισόδιο» μιας πολεμικής αντιπαράθεσης· είναι μια συντονισμένη και ακαριαία ενέργεια όλων των κλάδων των ενόπλων δυνάμεων προς εκμηδένιση των ζωτικών σημείων του εχθρικού πολεμικού δυναμικού, ιδίως όσων εμφανίζονται κρίσιμα μέσα στη δεδομένη συγκυρία.

Ο Βενιζέλος και οι Βαλκανικοί πόλεμοι
Το στρατιωτικό Κίνημα στου Γουδή το 1909 ήταν και αποδείχθηκε μετά καθοριστικό γεγονός για την εξέλιξη της σύγχρονης Ελλάδας. Συνέβη σε μια κρίσιμη καμπή για το ελληνικό κράτος, το οποίο προσπαθούσε να συνέλθει και να αναδιοργανωθεί δεκαέξι χρόνια μετά την «περίφημη» πτώχευση του 1893 και δώδεκα χρόνια μετά τον καταστροφικό πόλεμο του 1897. Την εικόνα της γενικής κρίσης συνέθεταν τα σοβαρότατα προβλήματα στην οικονομία, οι αποτυχίες της εξωτερικής πολιτικής και η ενοχοποίηση του παραδοσιακού πολιτικού κόσμου και του θρόνου.
Ειδικότερα, στο χώρο των Ελλήνων αξιωματικών κυριαρχούσε αίσθημα ταπείνωσης λόγω της ήττας του 1897 αλλά και εξαιτίας της απροθυμίας της ελληνικής κυβέρνησης να στηρίξει το αίτημα των Κρητών για ένωση με την Ελλάδα.
Είναι αλήθεια ότι στο διάστημα αυτό υπήρξαν και επιτυχίες όπως η ενσωμάτωση της της Θεσσαλίας, των Επτανήσων και της Άρτας στην Ελλάδα.
Οι επικεφαλής του στρατιωτικού κινήματος στα τέλη του 1909 κάλεσαν στην Ελλάδα τον Ελευθέριο Βενιζέλο που με την έλευσή του άνοιξε ένα νέο μεγάλο κεφάλαιο στη Νεότερη Ελληνική Ιστορία.

Η επόμενη διετία σφραγίστηκε από το εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα των Φιλελευθέρων και από την πολεμική εποποιία των Βαλκανικών Πολέμων. Οι μεταρρυθμίσεις του Βενιζέλου σηματοδότησαν μια από τις πιο δημιουργικές περιόδους της ελληνικής ιστορίας και παρά την έλευση του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εθνικού Διχασμού η Ελλάδα ήταν πια μέρος του ευρωπαϊκού 20ού αιώνα. Το 1913 η «μικρά Ελλάς» ήταν ήδη διπλάσια σε έκταση και πληθυσμό.
Μεγάλη σημασία έχουν οι δύο βαλκανικοί πόλεμοι και οι διαδικασίες με τις οποίες επιτυγχάνεται και δημιουργείται η συμμαχία των βαλκανικών κρατών πριν ξεσπάσει ο πρώτος βαλκανικός πόλεμος.
Στον πρώτο πόλεμο που άρχισε στις 25 Σεπτεμβρίου του 1912 τέθηκαν αντιμέτωποι από τη μια πλευρά Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία και Μαυροβούνιο και από την άλλη η καταρρέουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αφορμή στάθηκε η πολιτική των Νεότουρκων για τον εκτουρκισμό των εθνοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η αντίδραση των βαλκανικών κρατών, που σύμπηξαν συμμαχία με στόχο τον διαμοιρασμό των εδαφών της στον ευρωπαϊκό χώρο.
Η Ελλάδα εισήλθε στον πόλεμο στις 5 Οκτωβρίου 1912, με επιθετικές ενέργειες προς Μακεδονία και Ήπειρο.
Ο Στρατός ξηράς απώθησε τα τουρκικά τμήματα και με σειρά σπουδαίων μαχών απελευθέρωσε τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία.
Στις 19 Φεβρουάριου 1913 απελευθερώθηκαν τα Γιάννενα και ο Ελληνικός Στρατός κινήθηκε βορειότερα και μέχρι τις 5 Μαρτίου 1913 απελευθέρωσε τη Βόρεια Ήπειρο, όπου γινόταν παντού δεκτός με πατριωτικό ενθουσιασμό από τον πολυάριθμο ελληνικό πληθυσμό της περιοχής αυτής.

Η κατάληψη των νησιών από το πολεμικό ναυτικό
Ταυτόχρονα, με την ακάθεκτη προέλαση του Ελληνικού Στρατού, ο Στόλος, με ηγέτη το Ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, το ένα μετά το άλλο τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου. Λήμνος, Θάσος, Ίμβρος, Τένεδος, Άγιος Ευστράτιος, Σαμοθράκη, Ψαρά, Λέσβος, Χίος, Σάμος…
Με τις ιστορικές ναυμαχίες της Έλλης και της Λήμνου , με επικεφαλής το θρυλικό θωρηκτό «Αβέρωφ», το ελληνικό ναυτικό όχι μόνο εξασφάλισε την κυριαρχία του στο Αιγαίο, εξαναγκάζοντας τον Τουρκικό Στόλο να μείνει αποκλεισμένος στα Δαρδανέλια μέχρι το τέλος του Πολέμου, αλλά ταυτόχρονα απαγόρευσε και τις θαλάσσιες μεταφορές των τούρκων.

Μετά από αρκετές παλινωδίες και υπό την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής, υπογράφηκε η τελική συμφωνία ειρήνης το Μάιο του 1913 στο Λονδίνο και έτσι τελείωσε ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος. Από την Οθωμανική Αυτοκρατορία αποσπάστηκαν τα ευρωπαϊκά της εδάφη δυτικά της γραμμής Αίνου – Μηδείας εκτός της Αλβανίας και εκχωρήθηκαν στους νικητές του πολέμου. Σε εκκρεμότητα παρέμεινε το καθεστώς των νησιών του Αιγαίου και του Αγίου Όρους. Στην Κρήτη, ο Σουλτάνος παραιτήθηκε των δικαιωμάτων του κι έτσι άνοιξε ο δρόμος για την ενσωμάτωσή της στην Ελλάδα. Δεν αποφασίστηκε η τύχη των Δωδεκανήσων, τα οποία κατείχαν προσωρινά οι Ιταλοί.
Η Συνθήκη του Λονδίνου δημοσιεύτηκε, αλλά δεν κυρώθηκε, εξαιτίας του Β’ Βαλκανικού Πολέμου, που εξερράγη μετά από λίγες ημέρες. Πάντως, το τέλος του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, βρήκε την Ελλάδα να έχει απελευθερώσει την Ήπειρο, ολόκληρη τη Θεσσαλία, μεγάλο τμήμα της Μακεδονίας και τα νησιά του Αιγαίου.
Προτού λήξει ακόμη ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος ήταν εμφανή τα σημάδια της επερχόμενης ρήξης μεταξύ των συμμάχων για τη διανομή των απελευθερωμένων εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Βουλγαρία πίστευε ότι ήταν «ριγμένη» στη μοιρασιά έναντι των συμμάχων της Ελλάδας και Σερβίας και υποδαύλιζε διάφορα επεισόδια -συχνά αιματηρά- εναντίον Σέρβων και Ελλήνων στη Μακεδονία. Επιπλέον αμφισβητούσε ανοιχτά την κατοχή της Θεσσαλονίκης και της νοτιοανατολικής Μακεδονίας.
Ο Β’ Βαλκανικός πόλεμος ξεκίνησε στις 28 Ιούνη του 1913 και σε αυτόν γρήγορα ενεπλάκησαν, πέρα από την Ελλάδα, το Μαυροβούνιο, η Ρουμανία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Βουλγαρία μετά της αλλεπάλληλες ήττες, ζήτησε την παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Έτσι ξεκίνησε στις 30 Ιούνη του 1913 η Συνδιάσκεψη του Βουκουρεστίου, που συνήλθε και κατέληξε με την ομώνυμη Συνθήκη στις 10 Αυγούστου 1913 την οποία υπόγραψαν Βουλγαρία, Ρουμανία, Ελλάδα, Σερβία και Μαυροβουνίου. Με τη συνθήκη αυτή αποτυπώθηκε ο νέος συσχετισμός δυνάμεων που είχε διαμορφώσει ο βαλκανικός πόλεμος, χωρίς να αναφερθεί στις εκκρεμότητες του πρώτου.

Η κατοχύρωση δια των συνθηκών
Η Συνθήκη των Σεβρών υπογράφηκε μεταξύ της ηττημένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης στις 10 Αυγούστου του 1920.
Με τη Συνθήκη των Σεβρών, η Οθωμανική Αυτοκρατορία ουσιαστικά διαμελίστηκε και η Ελλάδα είχε τεράστια εδαφικά οφέλη. Ωστόσο πρόκειται για συνθήκη που δεν εφαρμόστηκε ποτέ και για τους Τούρκους αποτελεί ακόμη και σήμερα μια οδυνηρή ήττα την οποία δεν ξεχνούν.

Στην Ελλάδα παραχωρούνταν τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος, και η Ανατολική Θράκη μέχρι τη γραμμή της Τσατάλτζας κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Η περιοχή της Σμύρνης έμενε υπό την ονομαστική επικυριαρχία του σουλτάνου αλλά θα διοικούνταν από Έλληνα Αρμοστή ως εντολοδόχο των Συμμάχων, και θα μπορούσε να προσαρτηθεί στην Ελλάδα μετά από πέντε χρόνια και ύστερα από δημοψήφισμα.
Το άρθρο 26 της Συνθήκης όριζε ακόμα ότι αν οι οθωμανικές Αρχές δεν συναινούσαν στην εφαρμογή της θα έχαναν την Κωνσταντινούπολη, την οποία θα μπορούσε να καταλάβει η Ελλάδα, κάτι το οποίο έντεχνα είχε προωθήσει ο Βενιζέλος.
Παράλληλα, η Βόρειος Ήπειρος ενσωματωνόταν στην Ελλάδα με το μυστικό Σύμφωνο Βενιζέλου-Τιττόνι.
Επίσης, η Ιταλία συμφώνησε να παραχωρήσει τα Δωδεκάνησα (εκτός από τη Ρόδο και το Καστελόριζο) στην Ελλάδα, και όταν η Βρετανία έδινε στο μέλλον την Κύπρο, τότε (μετά από δημοψήφισμα) θα παραχωρούνταν και αυτά τα νησιά. Η συμφωνία αυτή κυρώθηκε από την Ιταλία το 1922.
Η Συνθήκη των Σεβρών δημιούργησε την Ελλάδα των «δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών».
Ακολούθησε η τραγική για την Ελλάδα Μικρασιατική Καταστροφή και η υπογραφή της Συνθήκης της Λοζάνης στις 24 Ιουλίου 1923, που καταργούσε τη Συνθήκη των Σεβρών και ήταν σαφώς ευνοϊκότερη για το κράτος που είχε ιδρύσει ο Κεμάλ…
Η συνθήκη αυτή έθεσε τα όρια της σημερινής Τουρκίας. Τη συνθήκη υπέγραψαν από τη μία πλευρά η νεότευκτη κυβέρνηση της Μεγάλης Εθνοσυνελεύσεως της Τουρκίας και από́ την άλλη επτά́ χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας· οι υπόλοιπες ήταν η Βρετανική́ Αυτοκρατορία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ιαπωνία, η Ρουμάνια και το τότε Σερβοκροατικό́-σλοβενικό́ κράτος.
Η Τουρκία ανέκτησε την Ανατολική Θράκη, την Ίμβρο και την Τένεδο, μια λωρίδα γης κατά μήκος των συνόρων με την Συρία, την περιοχή της Σμύρνης και της Διεθνοποιημένης Ζώνης των Στενών, η οποία όμως θα έμενε αποστρατικοποιημένη και αντικείμενο νέας διεθνούς διάσκεψης. Επίσης παραχώρησε τα Δωδεκάνησα στην Ιταλία, όπως προέβλεπε και η συνθήκη των Σεβρών, αλλά χωρίς πρόβλεψη για δυνατότητα αυτοδιάθεσης. Ανέκτησε πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα σε όλη της την επικράτεια και απέκτησε δικαιώματα στρατιωτικών εγκαταστάσεων εκτός της ζώνης των στενών.
Με ξεχωριστή συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αποφασίστηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών από τις δύο χώρες και η «μη εγκατάσταση ναυτικής βάσεως» σε Λήμνο, Σαμοθράκη, Σάμο, Χίο, Λέσβο και Ικαρία.

Το δικαίωμα εξοπλισμού των νησιών και μέσω της συνθήκης του Μοντρέ
Ωστόσο, το 1936 με τη συνθήκη του Μοντρέ περί της διαχείρισης των στενών του Ελλησπόντου η Τουρκία και συγκεκριμένα ο τότε υπουργός εξωτερικών της Τουρκίας αποδέχθηκε εντός του κοινοβουλίου ότι κατόπιν αυτού και η Ελλάδα δικαιούται να εξοπλίσει τα εξαιρεθέντα από τη συνθήκη της Λοζάνης νησιά.
Τέλος με την υπογραφή της συνθήκης των Παρισίων στις 10 Φεβρουαρίου 1947 η Ιταλία παραχωρεί τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα. Οι αρχικές αντιρρήσεις των συμμάχων νικητών του Β. Παγκοσμίου πολέμου ξεπεράστηκαν και με τη σύμφωνη γνώμη των Σοβιετικών που για λόγους δικής τους ασφάλειας ζήτησαν την αποστρατιωτικοποίησή τους.
Αλλά οι όποιες επιφυλάξεις της Ρωσίας ή όποιου αγείρει τέτοιο ζήτημα αναιρούνται από το κατισχύον άρθρο 51 του καταστατικού χάρτη του ΟΗΕ που προβλέπει και παρέχει το δικαίωμα στην Ελλάδα για «νόμιμη άμυνα» στο Αιγαίο.
Όπως επισήμανε σε πρόσφατη ομιλία του ο τ. Προέδρος της Δημοκρατίας και Επίτιμος υ Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Προκόπης Παυλόπουλος «Πέραν των λοιπών νομικών θεμελίων, κατά τις ειδικότερες διατάξεις του Διεθνούς Δικαίου, η Ελλάδα νομιμοποιείται να θωρακίζει αμυντικώς και τα Νησιά της στο Αιγαίο, ασκώντας το σχετικό δικαίωμα που της παρέχουν ειδικές διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ.
Πρόκειται για δικαίωμα, το οποίο έχει γεννηθεί υπέρ της Ελλάδας προ πολλών δεκαετιών, δεδομένης της διαχρονικής τουρκικής επιθετικότητας και προκλητικότητας. Ιδίως όμως έχει θεμελιωθεί, με αμάχητα τεκμήρια, ύστερα από την τουρκική εισβολή και κατοχή στην Κύπρο, το 1974, κατεξοχήν δε μετά την «σύναψη», το 2019, του λεγόμενου «τουρκολιβυκού μνημονίου», μεταξύ της Τουρκίας και του φερόμενου ως πρωθυπουργού της Λιβύης.

Κοινοποίηση

Κοινοποιείστε στους φίλους σας!