•       Γράφει η Βούλα  Λεοντίδη – Πλάτωνα

 

Η θεία – Πολυξένη Πρωτόπαππα, η Θεία – Νάκοβα, όπως οι περισσότεροι την φώναζαν, ήταν εκείνη, που για  τρεις δεκαετίες περίπου, ξεγεννούσε τις γυναίκες στο χωριό μας, την Ζίτσα και κράτησε στα χέρια της  πολλούς,  από τους σημερινούς εξηντάρηδες και πάνω.  Η γαλήνια και καλοσυνάτη μορφή της, η εμπειρία χρόνων  και τα καθησυχαστικά της λόγια έδιναν κουράγιο και απαντοχή στην επίτοκο για τις δύσκολες ώρες που θ΄ ακολουθούσαν.  Η  μεγάλη, πλατειά αγκαλιά της, βάσταξε πάνω της ένα χωριό ολόκληρο,  αφαλόκοψε, έπλυνε, έντυσε,  φάσκιοσε και ευχήθηκε σε νεογέννητα και λεχώνες  τόσες και τόσες φορές. –  Ας μην ξεχνάμε πως τότε το χωριό μας είχε πολύ κόσμο και  τα γεννητούρια ήταν επίσης πολλά. –  Στα χέρια της ακουμπούσαν την ζωή τους, αλλά και την ζωή του παιδιού τους οι μέλλουσες μανούλες, στα χέρια της, που δεν είχαν σχεδόν τίποτα παρά μόνο  αγάπη, ήμερο άγγιγμα, καλοσύνη  και  υπομονή  και σαν να ήταν ευλογημένα, έφερναν το παιδί στο φως της ζωής και στην μητέρα το χαμόγελο, ακόμη και  σε δύσκολες  καταστάσεις και πολύ επώδυνες  ώρες. 

    Κατάφερε, μου έλεγε η εγγονή της η Μιράντα, να μετατρέψει την δική της πικρή και δύσκολη ζωή σε χαμόγελο, αγάπη και  προσφορά στους γύρω της. Γιατί ήταν πολύ πικραμένη γυναίκα η θεία -Πολυξένη, ο άντρας της, ο Νάκος, τρεις φορές πήγε και ήρθε από την Αμερική και την τελευταία φορά άρρωστος βαριά, με φυματίωση. Τον γιατροπόρεψε σε ένα δωματιάκι που είχε στην άκρη της αυλής της, ξεχωριστά από την άλλη οικογένεια και όταν πέθανε, έκαψαν ότι υπήρχε εκεί μέσα και γκρέμισαν και το δωματιάκι!  Ύστερα πήρε το δικέλι και πήγαινε μεροκάματο στα ξένα αμπέλια για να μεγαλώσει τον μοναχογιό της  Σταύρο, που τότε ήταν οκτώ χρονών.  Ζούσε με τον  πεθερό της, που ήταν παππάς, ο Παπαπρωτόπαπας με τ΄ όνομα, που όμως ελάχιστα μπορούσε να βοηθήσει, άλλες εποχές, δύσκολες και φτωχικές για τον παπά του χωριού. Μια θεία της, από το πατρικό της σόι, ήταν εκείνα τα χρόνια,  γύρω στα 1930 περίπου,  πρακτική μαμμή στο χωριό, πήγε κοντά της και άρχισε να μαθαίνει και να εξασκείται,   ώστε με τον καιρό  να την  αντικαταστήσει, όταν εκείνη γερασε, να γίνει η μαμμή του χωριού  και να μεγαλώσει έτσι χωρίς στερήσεις τον μοναχογιό της.                                            

      Όταν την φώναζαν να ξεγεννήσει κάποια γυναίκα, μου έλεγε η εγγονή της η Τζένη, πλενόταν πολύ καλά και άλλαζε, μοσκοβολούσε  και πριν ξεκινήσει έκανε το Σταυρό της και έλεγε ” Παναίγια μου, βόηθα να ξελευτερωθεί καλά η γυναίκα!”.

     Για την γέννα χρησιμοποιούσε ότι είχανε στο σπίτι,  αν δεν είχαν οινόπνευμα έβαζε στα χέρια της ρακί για να τ΄ απολυμάνει και λάδι όταν έπρεπε να βάλει το χέρι της στον κόλπο της επίτοκης. Σαν γεννιόταν το παιδί έδενε τον αφαλό με ένα λεπτό βαμβακερό πανάκι, αργότερα είχαν αποστειρωμένο νήμα, που  το άφηνε εκεί μέχρι να πέσει, μετά έκοβε τον ομφάλιο λόρο.  Πατούσε την κοιλιά της γυναίκας και με μαλάξεις έβγαζε έξω το ύστερο και το κοιτούσε  προσεκτικά  μην λείπει κανένα κομμάτι.  Έπλενε το παιδί  με χλιαρό νερό και σαπούνι  και ύστερα το έντυνε. Εβαζε ένα τρίγωνο πανάκι ανάμεσα στα πόδια, του έβαζε το πουκαμισάκι, τύλιγε με την πάνα το κεφαλάκι και  ολόκληρο το κορμάκι του μωρού  και στην συνέχεια  το έδενε με την φασκιά, η οποία παλιότερα ήταν μάλλινη και αργότερα  βαμβακερή, του εμπορίου. Αφού έδινε το παιδί στους συγγενείς περιποιόταν την λεχώνα.  Την έπλενε καλά και προσεκτικά  με σαπουνάδα, χρησιμοποιώντας ένα πανάκι ή βαμπάκι και έδενε την κοιλιά. Για περίπου ένα δεκαπενθήμερο  πήγαινε καθημερινά πρωί βράδυ και την έπλυνε και παρακολουθούσε το παιδί. Αν τύχαινε  το μωράκι  να γεννηθεί πρόωρο, έστρωναν πάνω σε μια τλούπα μαλλί μια πάνα και το τύλιγαν εκεί για να είναι στα  ζεστά, όπως στην κοιλιά της μάνας του.  Ο πατέρας του παιδιού έδινε στην  μαμμή, ό,τι είχε ευχαρίστηση και όπως μου είπε ο εγγονός της ο Γιάννης, όταν το παιδί ήταν αρσενικό, η “ ευχαρίστηση” ήταν μεγαλύτερη!

     – Όταν με έπιασαν οι πόνοι στο πρώτο μου παιδί το 1961, μου είπε η Γαλάτεια Παπαυγέρη, δεν ήξερα τίποτε, ήμουνα κι εγώ μικρή, τα είχα χαμένα, μια γειτόνισσα φώναξε τον άντρα μου, την θεία – Νάκοβα και την πεθερά μου. Η θεία Νάκοβα πατούσε απαλά την κοιλιά μου και μου έλεγε… ” βγάλε φωνή, μην νοιάζεσαι, ας ακούει ο κόσμος και σπρώξε δυνατά.”   Όταν  γίνηκε το παιδί μου, το ακούμπησε στην ποδιά της πεθεράς μου και της είπε.  “ Πάρε τον Βασίλη σου”  

Ηταν  πολύ συγκινητική στιγμή, ο Βασίλης ήταν ο δεκαεπτάχρονος αδελφός του άντρα μου, που είχαν εκτελέσει οι Γερμανοί.

   – Την θεία -Νάκοβα φωνάξαμε, σαν με έπιασαν οι πόνοι , μου είπε και η Λίτσα Εξάρχου, ήρθε και ήρεμα χάιδευε την κοιλιά μου σιγά σιγά  και μου έδινε κουράγιο.    

    Ήταν πολύ δύσκολο το έργο που καλείτο να φέρει  εις πέρας  η  πρακτική μαμμή εκείνη την εποχή. Εκτός από την εμπειρία, που είχε αποκτήσει με τα χρόνια, η έλλειψη περισσοτέρων γνώσεων, η έλλειψη φαρμάκων και απολυμαντικών, οι κουρασμένες και εξουθενωμένες γυναίκες από τις δουλειές στα κτήματα, αφού καμμία προφύλαξη,  ή την αναγκαία ξεκούραση  και διατροφή δεν είχαν, έκανε επικίνδυνη  όλη την διαδικασία.  

      Θυμάμαι την γειτόνισσά μου, την θεία Λένη του Στράτου,  ήταν έγκυος, δεν θυμάμαι σε ποιό παιδί, μάλλον στο μικρότερο, το πέμπτο, γυρνούσε από τα πρόβατα καβάλα στο άλογο, μικρούλα κι εγώ, με είδε και μου λέει.  

– “Έλα γιεμ΄βόηθαμε μια στάλα να κατεβώ από τ΄ άλογο κι αρέντα να φωνάξεις την  Νάκοβα”. 

Πήγα τρέχοντας και την φώναξα. Σα γύρισα πίσω, είδα το άλογο που είχε μείνει στο δρόμο, το πήρα και πήγα να το δέσω στο  κατώϊ τους, πάνω από το σπίτι ακούστηκε το κλάμα του παιδιού! Μέχρι να έρθει η μαμμή η Νάκοβα, η θεία – Λένη είχε γεννήσει μόνη της!  

       Μετά την γέννα, οι σπιτιακοί και οι συγγενείς, κρατούσαν με απόλυτο σεβασμό τις διάφορες προλήψεις, δεισιδαιμονίες και παράξενες δοξασίες,  όπως να μην βγει η λεχώνα έξω μέχρι να σαραντίσει, κυρίως την νύχτα, ή αν κάποιος την επισκεφτεί να περάσει πάνω από αναμμένα κάρβουνα και  άλλα  περίεργα. Και αυτά  για να μην “ισκιωθεί”  η λεχώνα και χάσει το γάλα, ή πάθει κάτι κακό εκείνη και το παιδί. Και θα έλεγα  ευτυχώς γίνονταν αυτό,  γιατί  βοηθούσε την γυναίκα να δυναμώσει και να ξεκουραστεί,  μένοντας μέσα στο σπιτι και αποφεύγοντας τις εξωτερικές εργασίες,  μέχρι  να πάρει τις ευχές στην εκκλησία.  Ήταν ακόμα και τα κανίσκια με τις γαλατόπιτες και τα ριζομπούρεκα που έφερναν οι συγγενείς ως δώρα  φαινομενικά, αλλά με απότερο σκοπό να τρέφεται καλά η λεχώνα, να έχει γάλα, να δυναμώσει, μαζί με αυτή και το νεογέννητο.  Και εδώ για μια ακόμη φορά βλέπουμε πόσο σοφά ήταν δομημένη η κοινωνία με την αλληλεγγύη, κρυμμένη διακριτικά, κάτω από απλές, καθημερινές πράξεις που όμως κρατούσαν δυνατό και  σε συνοχή τον κοινωνικό ιστό. 

      Η όμορφη ανάμνηση της Θείας Πολυξένης, που την κρατώ πολύτιμη στην καρδιά μου, όχι γιατί ήταν αδερφή της γιαγιάς μου, αλλά γιατί η πληθωρική της παρουσία  μόνο καλοσύνη άφηνε τριγύρω  και κάτι το καθάριο με το προσηλιακό της βλέμμα  κι ας  την βάραιναν πίκρες πολλές. Ισως η τόση προσφορά, η τόση  χαρά που άφηνε το χνάρι της στον κόσμο,  να γύριζε αντίδωρο και στην δική της ζωή. 

Τούτη η θύμηση ας είναι  ευχαριστήριο κεράκι  στην μνήμη της, για τα τόσα χαμόγελα που ξάνοιξε στην ζωή.

  Σημείωση.   Ευχαριστώ θερμά τις συγχωριανές μου,  που μοιράστηκαν μαζί μου τις αναμνήσεις τους, καθώς και τα εγγόνια της Θεία -Πολυξένης, της Θεία – Νάκοβας  που με συγκίνηση μου μίλησαν για την αγαπημένη τους γιαγιά. 

  



Κοινοποίηση

Κοινοποιείστε στους φίλους σας!