Το πιο συναρπαστικό κομμάτι του ταξιδιού, είναι το ίδιο το ταξίδι. Η διαδρομή, που εξελίσσεται, γρήγορα πλέον, κατάφορτη με ισχυρές δόσεις ελευθερίας, πανοραμικές εικόνες και πολλά υποσχόμενες προσμονές. Ειδικά αυτή η επουράνια διαδρομή, ψηλά, πάνω από το κυρίως, στερεό, σώμα της Ελλάδας, μέχρι την όχθη της λίμνης Παμβώτιδας και την πόλη των Ιωαννίνων, που σπουδάζεις και απολαμβάνεις όλα τα συστατικά του ελληνικού τοπίου, την ζωογόνο θάλασσα, τα θεόρατα βουνά, τις βαθιές χαράδρες, τους ασημένιους ποταμούς, τις αστραφτερές λίμνες.

Οι λίμνες, είναι όντως, οι αποφασιστικές στιγμές, τα πιο φωτεινά σημεία, της αιθέριας διαδρομής. Απογειώνεσαι από την Αττική, έχοντας μέσα στο κάδρο του παραθύρου σου τη λίμνη του Μαραθώνα, και ισορροπείς στους αιθέρες πάνω από τον Κορινθιακό και την ακτογραμμή της Στερεάς, με το κόσμημα του Γαλαξιδιού εμφανώς ακουμπισμένο στο βάθος της κοιλότητας. Όταν το βλέμμα διεκδικεί και κερδίζει η λίμνη του Μόρνου, η δεύτερη γαλάζια πινελιά στο χάρτη των πράσινων βουνών, κάτω από το μονοπάτι των δέκα λιμνών. Τεχνητή λίμνη, όπως και οι επόμενες που θα δούμε από τη δεξιά πλευρά του αεροπλάνου όπου τώρα καθόμαστε, μέχρι τη φυσική Παμβώτιδα, που θα προσεδαφιστούμε, σχεδόν, στην επιφάνειά της.

Πάνω από τη λίμνη Καστρακίου οι γαλάζιες ροές των νερών ζωγραφίζουν έναν γεωφυσικό χάρτη. Ο Ταυρωπός ποταμός έρχεται από τα οροπέδια των Αγράφων για να απλωθεί και να πλημμυρίσει στη λίμνη των Κρεμαστών κάθε κοιλότητα του έντονου ανάγλυφου, δημιουργώντας πλήθος ακρωτηρίων, κόρφους και νησάκια. Μια γαλάζια πινελιά μοιάζει να ξεφεύγει, να ελίσσεται και να απλώνεται για να ζωγραφίσει τη λίμνη Καστρακίου. Εδώ, όλα είναι νερό, για να θυμηθούμε τον κατά τον Αριστοτέλη «αρχηγό των φιλοσόφων» Θαλή τον Μιλήσιο.

Κατ’ αρχάς το νερό, και μετά η γη και ο αέρας, όλα αυτά που τώρα μας περιβάλουν, ήταν για τους σοφούς προγόνους μας τα γενεσιουργικά συστατικά του σύμπαντος. Σκεφτόμαστε, ότι είναι και του κόσμου που τώρα διατρέχουμε, ειδικά αυτή τη στιγμή του ταξιδιού πάνω από τον Αμβρακικό που η επικράτεια των νερών απλώνεται και κατακυριεύει τα πάντα. Μύρια σχήματα και χρώματα, και η έντονη χαρακιά του Αράχθου που βγαίνει από τη βαθιά χαράδρα του, κάτω από το αναστημένο, για πάντα γοητευτικό, γεφύρι της Πλάκας, για να δημιουργήσει τη λίμνη Πουρναρίου δίπλα στην Άρτα. Η πόλη και η λίμνη μπαίνουν ταυτοχρόνως μέσα στο πλάνο του παραθύρου του αεροσκάφους της γραμμής.

Κατεβαίνουμε στο επίπεδο της κορυφογραμμής των Τζουμέρκων για να απολαύσουμε καλύτερα τους βαθυπράσινους όγκους της οροσειράς της Πίνδου, που γκρεμίζονται μέχρι το ασημένιο βάθος της χαράδρας του Αράχθου κάτω από τη μονή Τσούκας, όταν αρχίζει να εκτυλίσσεται γοργά μέσα στο κάδρο του παραθύρου του αεροσκάφους το ευφάνταστο παιχνίδι των παραλληλόγραμμων χωραφιών και μετά των καλαμιώνων, των ζωντανών ζωνών των νερών και μετά των ίδιων των γλυκών υδάτων της Παμβώτιδας με το περιγεγραμμένο Νησάκι, των ιχνών των ιδιότυπων σκαφών της λίμνης και των βαπορέτων που ταξιδεύουν μέχρι την αποβάθρα του και των χερσονήσων – ακροπόλεων των Ιωαννίνων που ταξιδεύουν φορτωμένες περιώνυμα τζαμιά και μνήμες από καιρούς περασμένους, που όμως φέρνουν γοητεία στο παρόν.

Και το παρόν στα Γιάννενα, στην από εδώ, πιο στεριανή όχθη της Παμβώτιδας, έχει, οπωσδήποτε, της γεύση της κοτόπιτας και του μπακλαβά. Γιατί η γευστική εντύπωση αυτών των δύο παραδοσιακών εδεσμάτων, έμενε αποτυπωμένη στο νου και στα γραπτά των περιηγητών παλαιότερων εποχών, αλλά και των ταξιδιωτών των μοντέρνων καιρών. Ο Ελβιά Τσελεμπή που πέρασε από τα Ιωάννινα το 1670 ή ο μετέπειτα αιδεσιμότατος φιλέλληνας Τόμας Σμαρτ Χιούζ το 1814, που φιλοξενούνταν στο αρχοντικό του Nικολού Aργύρη, κατάλυμα πριν από τέσσερα χρόνια και του Λόρδου Μπάιρον, κρατούσαν ανεξίτηλη στα ταξιδιωτικά ημερολόγια τους και μετά στα βιβλία τους τη νοστιμιά της γιαννιώτικης κοτόπιτας και του μπακλαβά. Κι εμείς κρατήσαμε στο ταξιδιωτικό μπλοκάκι μας τις πάντα επίκαιρες συνταγές που μας έδειξαν κάποτε στην κουζίνα του ξενοδοχείου «Du Lac», του δικού μας σύγχρονου καταλύματος στην όχθη της Παμβώτιδας, ο Γιώργος Ζουρμπουλής, η Φρειδερίκη και η Μόνικα.

Κάθε εξαιρετική παραδοσιακή ηπειρώτικη πίτα που σέβεται πάνω απ’ όλα την ιστορία της, αρχίζει και τελειώνει με τα αριστοτεχνικά ανοιγμένα λεπτά φύλλα. Για αυτά τα ωραία φύλλα η Φρειδερίκη ζυμώνει μαλακό αλεύρι, αλάτι, ελαιόλαδο, λίγο ξίδι και χλιαρό νερό. Πριν αρχίσει η τελετουργία του ανοίγματος των φύλλων, η ζύμη και η Φρειδερίκη ξεκουράζονται, όσο ο Γιώργος ετοιμάζει τη γέμιση. Ξεκοκαλίζει το ακέραιο κοτόπουλο και κρατά το ζωμό από τα κόκαλα. Τσιγαρίζει σε ελαιόλαδο χοντροκομμένα ξερά κρεμμύδια, τα κομμάτια του κοτόπουλου και φρέσκο κρεμμυδάκι. Συμπληρώνει το ζωμό, αλάτι και πιπέρια, και τα αφήνει όλα μαζί να λειτουργήσουν σιγοβράζοντας για, σχεδόν, μία ώρα. Μόλις αρχίσουν να δένουν μπαίνει η γραβιέρα και λίγο ρύζι, για να απορροφήσει όλα τα υγρά. Στο μεταξύ η Φρειδερίκη έχει αρχίσει να ανοίγει τα φύλλα, και όταν η γέμιση κρυώσει, λαδώνει το ταψί και τα φύλλα, και βάζει τρία κάτω, τη γέμιση και δύο από πάνω. Χαράζει την πίτα σε κομμάτια και τη βάζει σε φούρνο, προθερμασμένο στους 160 βαθμούς, για να ψηθεί μία ώρα.

Για τον φημισμένο γιαννιώτικο μπακλαβά η Μόνικα χρησιμοποίησε ένα κιλό φύλλο, μισό κιλό αγελαδινό βούτυρο και ένα κιλό ξηρούς καρπούς, καρύδια και αμύγδαλα. Αυτό είναι τελικά το μυστικό του καλού μπακλαβά; Η πλούσια γέμιση ξηρών καρπών; Σίγουρα παίζουν κύριο ρόλο, αλλά η Μόνικα προκρίνει τα πολλά φύλλα. Στρώνει τέσσερα, βουτυρωμένα μεταξύ τους με λιωμένο βούτυρο, στον πάτο του ταψιού και τη γέμιση των ξηρών καρπών, στην οποία πρόσθεσε μια κουταλιά της σούπας κανέλα και μια ανάλογη κουταλιά γαρύφαλλο τριμμένο, και τη σκεπάζει με μια δέσμη φύλλων, μέχρι να δημιουργήσει ένα παχύ σώμα μπακλαβά.

Όμως τα νόστιμα και τα ωραία ταξίδια, ωραία τελειώνουν. Κατά την απογείωση, φαινόταν το σόου των νερών της Παμβώτιδας να παρουσιάζει τις έσχατες εξάρσεις του, κάτι σαν αποχαιρετισμό, καθώς πραγματοποιούσαμε ένα ακόμη γρήγορο πέρασμα πάνω από τη λίμνη και το Κάστρο των Ιωαννίνων με θέα το Νησάκι, αλλά άρχιζε ένα εξίσου ή και περισσότερο θεαματικό, από την άλλη πλευρά του αεροπλάνου της επιστροφής, από φυσικές λίμνες: ΑμβρακίαΟζερόςΛυσιμαχείαΤριχωνίδα. Τώρα στο φόντο δεν παίζουν τα ψηλά βουνά, αλλά η θάλασσα, το Ιόνιο και ο Πατραϊκός. Πάντα και από παντού με συνάρπαζε το παιχνίδι του ήλιου με το πέλαγος της Τριχωνίδας. Και τώρα βλέπω μια τεράστια αντανάκλαση να γεμίζει το παράθυρο, καθώς το αεροπλάνο κάνει ελιγμό πάνω από τη λίμνη. Στο βάθος φαίνεται η Λυσιμαχεία και η λιμνοθάλασσα του Αιτωλικού, μια άλλη ιστορία από μόνη της. Τα σύννεφα που άρχισαν να μαζεύονται πλαισιώνουν τη λάμψη του Πατραϊκού, μέσα στην οποία αχνοσχεδιάζεται η γέφυρα του Ρίου. Με την προσγείωση, φαίνεται το ταξίδι να φτάνει στο τέλος του, αλλά ουσιαστικά δεν τελειώνει ποτέ, όταν δημιουργεί τόσο έντονες ταξιδιωτικές αναμνήσεις.

 

 

 

ΠΗΓΗ: travel.gr

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Κοινοποίηση

Κοινοποιείστε στους φίλους σας!