Μέσα στο επόμενο εξάμηνο αναμένεται να ξεκαθαρίσουν πολλά για το προεκλογικό τοπίο που θα διαμορφωθεί στη χώρα, ενόψει των επόμενων εθνικών εκλογών – οψέποτε και αν αποφασίσει ο Κ. Μητσοτάκης να τις προκηρύξει.

Η προοπτική δημιουργίας ενός ισχυρού πολιτικού πόλου απέναντι στην κυρίαρχη μεν αλλά ανίκανη με τα υπάρχοντα δημοσκοπικά δεδομένα να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, για τρίτη φορά από από 2019 και μετά, Νέα Δημοκρατία, είναι ζητούμενη και αν δεν υπάρξει κάποια σοβαρή έκπληξη, τα βλέμματα όλων εστιάζουν στο χώρο της λεγόμενης Κεντροαριστεράς αφενός και αφετέρου, στην ακαθόριστη πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά και με όρους πολιτικής επιστήμης, κοινωνική αντιπολίτευση.

Του Παναγιώτη Μπούρχα

Δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσουμε ιδιαιτέρως για την ανάγκη ύπαρξης μιας εναλλακτικής πρότασης διακυβέρνησης, σε κάθε υγιή αστική δημοκρατία, πολύ δε περισσότερο στη χώρα μας που έπειτα από 6 χρόνια Νεοδημοκρατικής διακυβέρνησης παρουσιάζει σοβαρότατα συμπτώματα παρακμής, αδυναμίας σύνταξης ενός παραγωγικού μοντέλου που θα καταφέρει επιτέλους να μας κάνει κανονική “χώρα” της ΕΕ, εκτεταμένης διαφθοράς στο σύστημα διοίκησης του Μαξίμου και αδιαμφισβήτητης διαπλοκής με πολύ συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα που κάνουν μπίζνες δισεκατομμυρίων με το ΕΣΠΑ, το Ταμείο Ανάκαμψης και κάθε διαθέσιμο πόρο, και με καρτέλ, τα οποία απομυζούν το εισόδημα της μέσης ελληνικής οικογένειας, αφήνοντας τους υπουργούς “μαριονέτες” που εναλλάσσονται τακτικά στις ίδιες καίριες υπουργικές θέσεις, να ασκούνται ακόπως και αναποτελεσματικά για τους πολλούς, σε φθηνές επικοινωνιακές ενέργειες, μόνο και μόνο για να πάμε παρακάτω και μόνο για να ολοκληρώσουν την εκάστοτε ανατεθειμένη αποστολή τους. Το Ταμείο Ανάκαμψης είναι η… τελευταία “μεγάλη ευκαιρία” που ξόδεψε οριστικά η χώρα μας και αυτό το χρεώνεται ακέραια το σύστημα του Μητσοτακικού Μαξίμου. Το ενδιαφέρον που διακήρυττε από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης για τον πρωτογενή τομέα της οικονομίας μας ο Κ. Μητσοτάκης, έχει την εικόνα των χιλιάδων ζώων που θανατώνονται λόγω της ευλογιάς και της κτηνοτροφίας που πνέει τα λοίσθια, γιατί η πολιτεία δεν έπραξε όσα έπρεπε εδώ και περίπου 16 μήνες από την εκδήλωση της ασθένειας. Ο κάμπος της Λαψίστας που δεν διαθέτει νερό για άρδευση από την άλλη, είναι η δεύτερη χαρακτηριστική εικόνα της παντελούς αδιαφορίας ενός κράτους για την οικονομία του που πρέπει να παράξει τα ελάχιστα, ώστε σύντομα θα είμαστε ακόμα πιο ελλειμματικοί σε κρέας και… σε σκόρδα.

Μικρές τομές και αλλαγές έγιναν από το 2019, όπως και από κάθε κυβέρνηση άλλωστε, από το 1974 και μετά, αλλά εδώ και πολύ καιρό, η κυβέρνηση Μητσοτάκη μετράει τις μέρες της, ακολουθώντας τις εξελίξεις και απαντώντας στην αντιπολίτευση, είτε με ανακοινώσεις, είτε με μέτρα που εκείνη προτείνει. Την ίδια ώρα, το σύστημα Μητσοτάκη προσπαθεί εναγώνια να καλύψει κάθε υπόθεση (υποκλοπές, Τέμπη, ΟΠΕΚΕΠΕ) που θα μπορούσε μελλοντικά, να στοιχίσει ποινικά στους ευνοουμένους του και στον ίδιο τον επικεφαλής του.

Η δεδομένη ενέργεια που εκτιμάται σήμερα για τις εξελίξεις που μπορεί να δημιουργήσει, είναι η παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα από το βουλευτικό αξίωμα και η ισχυρή πιθανότητα να συγκροτήσει νέο πολιτικό φορέα. Μια τέτοια κίνηση θα επηρεάσει εγκάρσια και οριζόντια το πολιτικό φάσμα στην κεντρο-αριστερή του όχθη, ασχέτως αν σήμερα, ΠΑΣΟΚ και άλλες δυνάμεις εντελώς λανθασμένα, προσπαθούν να μας πείσουν πως δεν τους… αφορά η απόφαση του Αλ. Τσίπρα.

Η φιλοδοξία όμως, του πρώην προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ και πρώην Πρωθυπουργού για ένα ιστορικό come back αντίστοιχο εκείνου του Ανδρέα Παπανδρέου, θα εξαρτηθεί πρωτίστως από τη στάση του ελληνικού λαού, τηρουμένων των αναλογιών που δεν ευνοούν τον Τσίπρα στη σύγκριση που ήδη κάναμε – ο ΣΥΡΙΖΑ δεν απέκτησε ποτέ το κοινωνικό έρεισμα του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’80, δεν κατάφερε σε καμία στιγμή να γειωθεί με την πλειοψηφία της κοινωνίας, ούτε να συμμαχήσει με τα συνδικάτα και να χτίσει δεσμούς με την Τοπική Αυτοδιοίκηση και ασφαλώς ήταν εντελώς άλλος ο τρόπος που νικήθηκε εκλογικά ο μεγαλύτερος κατ’ εμέ δημαγωγός της σύγχρονης Ελλάδας, από την καθαρή και με μόνο πολιτικούς όρους απόσυρση του Αλ. Τσίπρα – ή σωστότερα τις αλλεπάλληλες ήττες του από το 2019 και μέχρι την παραίτησή του.

Το ερώτημα είναι αν ο – όχι από τους εξυπνότερους, δυστυχώς – ελληνικός λαός πάρει τη μεγάλη απόφαση να αναθέσει με δισταγμό, όπως έκανε και το 2015, τη διακυβέρνηση της χώρας σε έναν χαμηλής αξιοπιστίας πολιτικό που έχει δείγματα γραφής, διακυβέρνησης, πολιτικής συμπεριφοράς και αποτελέσματος.

Το ερώτημα είναι αν ο ελληνικός λαός πειστεί από τη μεταμόρφωση-αποτέλεσμα του περίφημου “rebranding Tsipras” που διακρίνουμε ήδη στο λόγο και την πολιτική τοποθέτηση του Αλ. Τσίπρα.

Το ερώτημα είναι αν ο ελληνικός λαός θεωρήσει τη μετατόπιση του άλλοτε “κόκκινου” Αλέξη στο κέντρο του πολιτικού φάσματος, προϊόν ειλικρινούς ιδεολογικής ομφαλοσκόπησης ή μια ακόμα “κωλοτούμπα” του πολιτικού που καθιέρωσε στη διεθνή ορολογία τη συγκεκριμένη λέξη, προκειμένου να “υφαρπάξει” την ψήφο των Ελλήνων, για δεύτερη φορά, όπως έκανε και το 2015, υποσχόμενος κατάργηση των μνημονίων, διαγραφή χρεών κτλ. Τότε βέβαια, τα πράγματα γι’ αυτόν ήταν πολύ πιο ευνοϊκά, μπορούσε πολύ πιο εύκολα να πουλήσει την ελπίδα, γιατί ερχόταν ως απάντηση στη “λαίλαπα” των αναγκαστικών μνημονίων και γιατί είχε απέναντί του ένα κουρασμένο και φθαρμένο πολιτικό προσωπικό, το οποίο για χρόνια πορεύτηκε και… “τα έφαγε” μαζί με τους ψηφοφόρους του. Δέκα χρόνια μετά η πλειοψηφία των Ελλήνων δεν διακρίνει στον Αλ. Τσίπρα κάτι από εκείνη τη νεότητα αλλά τον ταυτίζει με το… σωρό των πολιτικών και των πολιτικάντηδων.

Σήμερα, οι συνθήκες είναι διαφορετικές – υπέρ του Αλ. Τσίπρα είναι μόνο η έλλειψη πειστικής κεντρώας εναλλακτικής πρότασης – και το ερώτημα που τίθεται είναι αν θα συμβεί το δις εξαμαρτείν όχι του “σοφού” ανδρός αλλά του… “σοφού” λαού.