Της Τόνιας Α. Μανιατέα

«Αν δεν υπήρχε ο θάνατος, ποιος γλύπτης ποιος ποιητής θα δούλευε για την αθανασία;» αναρωτιέται ο Γιάννης Ρίτσος, πιάνοντας τον μίτο από τον συνομήλικό του Πολωνό ποιητή που την ίδια εποχή, εκεί στα μέσα του 20ου αι., διατυπώνει τον αφορισμό «προϋπόθεση για την αθανασία είναι ο θάνατος».

Η τελική μετάβαση είναι ο διαχρονικότερος προβληματισμός της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας. Από τα μέσα του 5ου αι. π.Χ. ακόμη, όταν ο Σωκράτης εγκαινίαζε την ανθρωποκεντρική περίοδό της, θέτοντας ως βασικό ερώτημα το νόημα της ύπαρξης του ανθρώπου, για να ακολουθήσει ο Πλάτων με τη θεωρία του περί απελευθέρωσης της ψυχής από τη φυλακή του σώματος και τις σωματικές επιθυμίες.

   

   ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΕΡΑΜΕΙΚΟ ΣΤΟΥΣ ΝΑΟΥΣ

Από τα βάθη των αιώνων, η εκδημία σηματοδοτούσε την αλλαγή πορείας προς μία άλλη ζωή, με τον μεταστάντα να αποτελεί τον συνδετικό κρίκο με έναν κόσμο άγνωστο στους ζωντανούς. Η τελευταία του κατοικία έπρεπε να είναι φροντισμένη, γεμάτη εφόδια και σύνεργα, που θα του χρησίμευαν σ΄ αυτή την άλλη διαδρομή του. Η ταφή των νεκρών ήταν υπόθεση ενταγμένη στις υποχρεώσεις του προϊστορικού ακόμα ανθρώπου, ανεπαρκώς οργανωμένη στην αρχή, όπως, άλλωστε, και η κοινωνία του. Καθώς οι αιώνες οργάνωναν τη ζωή, οργανωνόταν και ο θάνατος…

Στην Αθήνα, στο βορειοδυτικό άκρο της αρχαίας πόλης (Κεραμεικός), επί χιλιάδες χρόνια έρεε ο Ηριδανός, αλλάζοντας διαρκώς την κατεύθυνση και την κοίτη του. Σε αυτόν τον ευρύτερο χώρο ροής του ποταμού, στο τότε υγρό και βαλτώδες έδαφος της διαδρομής του θα ανακαλυφθούν οι δύο πρώτοι μεμονωμένοι τάφοι των αρχών της 2ης χιλιετίας π.Χ. Η χρήση της περιοχής ως τόπου ανάπαυσης των νεκρών θα συνεχιστεί και κατά τη Μυκηναϊκή Εποχή (1600-1200 π.Χ.) για να ακολουθήσει η Πρωτογεωμετρική Εποχή (1100-900 π.Χ.), οπότε πλέον οι τάφοι εμφανίζονται διατεταγμένοι και συγκεντρωμένοι σε σειρές στην επίπεδη όχθη του ποταμού. Τώρα όμως τα ταφικά έθιμα αλλάζουν ενώ εγκαινιάζεται και η καύση των νεκρών. Για περισσότερο από δύο αιώνες, δεν θα είναι τα σώματα που θα ενταφιάζονται, αλλά οι τεφροδόχοι. Ο διάκοσμος των ταφικών αγγείων, με κύκλους, ταινίες και γεωμετρικά σχήματα, θα είναι αυτός που θα δώσει το όνομά του σε ολόκληρη την εποχή. Το ανασκαφικό έργο των επόμενων αιώνων θα αποκαλύψει ότι τη νεκρόπολη της Γεωμετρικής Εποχής θα διαδεχθεί μία άλλη, με ταφικό διάκοσμο γεμάτο μορφές ανθρώπων και ζώων, παραστάσεις εκφοράς νεκρών συνοδεία θρηνωδών αρματοδρομιών, συμπλοκές ανδρών με λέοντες ή και πλοία που βυθίζονται στη μάχη.

Κατά την Αρχαϊκή Εποχή (7ος και πρώιμος 6ος αι. π.Χ.) ταφές και καύσεις συνυπάρχουν και κτερίσματα συνοδεύουν το σώμα ή και την τέφρα του μεταστάντος. Στην Αθήνα, οι ταφές γίνονται πια και στην Αγορά και πέριξ του Αρείου Πάγου (του βραχώδη λόφου που προβάλλει μεταξύ Ακρόπολης, Πνύκας και Αγοραίου Κολωνού). Επιπλέον, καθίσταται σαφές και προφανές ότι ο πλούτος και η αριστοκρατική καταγωγή ακολουθούν τον νεκρό και στη στερνή του κατοικία. Ο διάκοσμος ενός τάφου καταμαρτυρεί την οικονομική επιφάνεια του κατόχου του. Μαρμάρινοι κούροι, επιτύμβιες στήλες, αλλά και τάφοι μεγάλου μεγέθους καταδεικνύουν τους «εκλεκτούς». Η δε τελετή αποχαιρετισμού του μεταστάντος -πλούσιου ή φτωχού- οργανώνεται με όλες τις τιμές σε απόσταση αναπνοής από την κατοικία του. «Η κηδεία θα ήταν αναπόφευκτα ευκαιρία για να εκφραστεί η προσωπική θλίψη και η περισυλλογή για τη μοίρα του ανθρώπου» θα σημειώσει καταγράφοντας μία -διαχρονική, ωστόσο- αλήθεια της εποχής ο αρχαιολόγος της Βρετανικής Σχολής στην Αθήνα, Robin Barber, στην εργασία του «Το ανθρώπινο υπόβαθρο».

Θα πάρει καιρό για να γίνει κατανοητό ότι οι νεκροί δεν χωρούν ανάμεσα στους ζωντανούς, ούτε κοινωνιολογικά, ούτε πρακτικά (ο χώρος συρρικνώνεται, το υγειονομικό σκέλος της… συνύπαρξης θα αργήσει να συνυπολογιστεί). Ειδικά οι ουκ ολίγοι πεσόντες σε μάχες, την επιστροφή και ταφή των οποίων στην πατρίδα επιβάλλει ο ηθικός νόμος, θα «διεκδικήσουν» το μερίδιο γης, που τους αναλογεί και που στις περιπτώσεις σφοδρών και μακροχρόνιων πολέμων θα απειλήσει να… καταπιεί εκείνο των ζωντανών. Πριν την εκπνοή του 6ου αι. π.Χ., πάντως, ο Κεραμεικός ορίζεται ως το επίσημο νεκροταφείο της Αθήνας και στο μεταξύ, σταματούν οι ταφές στην Αγορά. Αυτό το βορειοδυτικό άκρο της αρχαίας πόλης των Αθηνών θα παραμείνει επίσημη νεκρόπολη καθ΄ όλη τη διάρκεια των κλασικών χρόνων (5ος – 4ος αι. π.Χ.). Την ελληνιστική εποχή (4ος – 1ος αι. π.Χ.) οι νεκροί θάβονται και πλάι στο προστατευτικό διατείχισμα της πόλης, που έχει υψωθεί στις κορυφογραμμές των λόφων Πνύκας, Μουσών και Νυμφών και όπου σε λίγο, στα ρωμαϊκά χρόνια, θα συγκροτηθεί εκτεταμένο νεκροταφείο.

 

Ο Χριστιανισμός θα εγκαινιάσει νέα ήθη στην ταφή, αφού πρώτα θα αποδεχθεί αρχικά τον ενταφιασμό των πιστών στους τόπους ανάπαυσης των «εθνικών» (οι ειδωλολάτρες αρχαίοι Έλληνες). Τον 2ο αι. μ.Χ. θα εγκαινιαστούν τα πρώτα χριστιανικά νεκροταφεία, ενώ τους επόμενους αιώνες κληρικοί και επιφανείς πολίτες θα θάβονται δίπλα σε ναούς έξω από τα τείχη των πόλεων. Κατά τους βυζαντινούς αιώνες 10ο και 11ο μ.Χ., οι νεκροί με ιερατικά και κοσμικά αξιώματα θα ενταφιάζονται σε σαρκοφάγους στον νάρθηκα των ναών ή σε παρεκκλήσια. Στην τουρκοκρατία, οι Οθωμανοί «αναπαύονται» στα προαύλια των τζαμιών σε τάφους, όπου χαράσσονται «ποιητικότατα ρητά, αναφερόμενα εις το μάταιον συνήθως του παρόντος κόσμου» αναφέρει ο ιστορικός Δ. Καμπούρογλου και προσθέτει: «υπήρχε, ωστόσο, και νεκροταφείον τουρκικόν, όπερ ονομάζετο κοινώς τα Μνημούρια» (το 1860 θα βρεθεί απεικόνιση του συγκεκριμένου τόπου ταφής, ο οποίος βρίσκεται στην ευρεία περιοχή του κατοπινού Α΄ Νεκροταφείου). Οι χριστιανοί πάλι ενταφιάζονται στις εκκλησίες της ενορίας τους ή ιδιοκτησίας τους, αλλά και μέσα σε μονές κτητόρων ή αρχόντων. Με την κατάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, το καθεστώς ενταφιασμού αλλάζει. Για την ιστορία… «τελευταία ταφείσα εις εκκλησίαν, εις την Αγίαν Φωτεινήν του Ιλισσού, ήτο μαία τις, Λέβαινα ονόματι» (Καμπούρογλου).

   ΟΤΑΝ ΤΟ «ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ» ΜΕΤΟΝΟΜΑΣΤΗΚΕ ΣΕ «ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ»

Η μορφή του σημερινού νεκροταφείου είναι ιστορία κοντά δύο αιώνων όλο κι όλο. Αστικές επαναστάσεις, εκβιομηχάνιση διώχνουν τον χώρο των αιώνιων κεκοιμημένων μακριά από τον οικιστικό ιστό, μακριά και από τους νάρθηκες των ναών. Στην Ευρώπη, η λέξη «graveyard» (η αυλή των τάφων, πλάι στον ναό), που αποτύπωνε χωροταξικά το βασίλειο των νεκρών σε τόπο καθαγιασμένο, αντικαθίσταται από άλλη. Η ανάγκη διευθέτησης χώρου, που θα επιβάλει το αστικό νεκροταφείο έξω από τα όρια των ναών, έξω και από τα όρια των πόλεων, θα σημάνει την αποσύνδεση του θανάτου από τον ναό και ταυτόχρονα -σε μία περίεργη αντίφαση- την απόλυτη ταύτισή του με τον μακάριο αιώνιο ύπνο του τεθνεώτος, που αποτελεί την πεμπτουσία του συνόλου των θρησκευτικών θεωριών. Το «graveyard» μετατρέπεται σε «cemetery» (κοιμητήριο).

Παρότι για αιώνες διάγουσα ανατολίτικο βίο, η βυζαντινή ελληνόφωνη περιφέρεια, η Ελλάδα των αρχών του 19ου αι., η νεότευκτη χώρα που θα ανήκει πάντα στη Δύση, αποδεικνύει με τα κοιμητήριά της ότι είναι ένα δυτικό, ορθολογικό, κοσμικό κράτος. Τι κι αν βρίθει οθωμανικών μαρτυρίων; Ο επικεφαλής του ελληνικού βασιλείου είναι Βαυαρός και το Βασιλικό Διάταγμα του 1834 (περίοδος Αντιβασιλείας) «περί των νεκροταφείων και του ενταφιασμού των νεκρών», που έχει συνταχθεί από το νεόφερτο βαυαρικό κυβερνητικό κλιμάκιο είναι το πρώτο κείμενο με ισχύ νόμου και αφορά τα κοιμητήρια του ελληνικού κράτους, κατά τα δυτικά πρότυπα. «Το κείμενο αυτό θα φέρει πραγματική επανάσταση στην τάξη των νεκρών!» σχολιάζει χαρακτηριστικά στη μελέτη της «Το Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας / Ιστορικά Οράματα 1834-2013» η πολιτική επιστήμων και κοινωνιολόγος Ιωάννα Παρασκευοπούλου.

Στο πρώτο άρθρο του το Διάταγμα απαγορεύει τον ενταφιασμό σε εκκλησίες ή σε άλλα «καταστήματα» οποιασδήποτε θρησκείας και ταυτόχρονα εντός πόλεων, κωμοπόλεων και χωριών. Με το δεύτερο άρθρο, η ευθύνη για τη λειτουργία του ανατίθεται στον δήμο και με το τρίτο, ορίζονται η απόστασή του από την πόλη και η χωροθέτησή του. «Έκαστον νεκροταφείον πρέπει να απέχη από την πόλιν ή άλλον τινα κατωκοιμένων τόπον κλπ. τουλάχιστον 100 μέτρα, να περικλείεται με τοίχον ή τάφρον, το προς την πόλιν δε μέρος να είναι δενδρόφυτον» αναφέρει.

Το 1836, το επίσημο νεκροταφείο της Αθήνας εγκαθίσταται στο σημείο όπου βρισκόταν παλιότερος τόπος ταφής στον περίβολο ενός ναΐσκου, αφιερωμένου στον Άγιο Λάζαρο, σε απόσταση βολής από την κοίτη του Ιλισού ποταμού, ώστε να δικαιώνονται και οι εξαγνιστικές ιδιότητες του νερού. Σε παρακείμενο οικόπεδο μάλιστα φαίνεται ότι λειτουργεί και το μικρό τουρκικό κοιμητήρι. Στην πραγματικότητα, η έκταση, που θα «φιλοξενήσει» τη νεκρόπολη, ανήκει στον πρόξενο της Ρωσίας Ι. Παπαρρηγόπουλο. Θα τη δωρίσει ως ανταπόδοση μίας βρύσης, που τοποθετήθηκε με τη φροντίδα του παλατιού στο σπίτι του, στην οδό Κυδαθηναίων (τα δύο μεγάλα προβλήματα, που έπρεπε να επιλυθούν στην καθημαγμένη νέα πρωτεύουσα ήταν η στέγαση και η ύδρευση). Το κοιμητήρι θα είναι το πρώτο μιας σειράς νεκροταφείων, που θα δημιουργηθούν στην πόλη τις επόμενες δεκαετίες και αυτή την πρωτιά θα θυμίζει στο εξής το όνομά του: Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.

Το 1856 μία σαρωτική επιδημία χολέρας καθιστά επιτακτική την επέκταση της νεκρόπολης και το 1858 διατυπώνεται για πρώτη φορά το αίτημα περίφραξής της, εξαιτίας της «ελεεινής επικρατούσας καταστάσεως». Το αίτημα ικανοποιείται αντί μερικών εκατοντάδων δραχμών, που δαπανά ο δήμος για την κατασκευή τείχους στην είσοδο και φυλακίου στο πίσω τμήμα του κοιμητηρίου. Πρόκειται, βέβαια, για απόπειρα στοιχειώδους προστασίας, αλλά λειτουργεί έως το 1884, οπότε επί δημαρχίας Σούτσου το δημοτικό συμβούλιο εγκρίνει εργολαβία 7.500 δραχμών για περιτείχιση μεγάλου αφύλακτου τμήματος του κοιμητηρίου. Προηγουμένως, επί Κυριακού (1878) έχει συντελεστεί μία δεύτερη, μεγαλύτερη επέκταση. Εννοείται, βέβαια, ότι η «φιλοξενία» της σορού γίνεται επί πληρωμή, η παραμονή της ορίζεται στα τρία έτη και το ενοίκιο του τάφου καταλήγει στο ταμείο του δήμου. Αν κάποιος επιθυμεί να αγοράσει την τελευταία του κατοικία, τότε θα πρέπει να πληρώσει αδρά.

Η απόσταση από την κατοικημένη περιοχή, ο πρώτος όρος του Διατάγματος, έχει τηρηθεί. Ο δεύτερος, ο περί τοιχίου, δρομολογείται κομμάτι το κομμάτι. Μένει σε εκκρεμότητα ο τρίτος όρος, περί δενδροφυτεμένου χώρου και η αλήθεια είναι ότι ένα κοιμητήρι χωρίς πράσινο να υπόσχεται γαλήνιο ύπνο δεν συνάδει με τον παράδεισο… Η πρώτη σοβαρή προσπάθεια δενδροφύτευσης γίνεται το 1859, επί δημαρχίας Σκούφου. Προβλέπει διάφορα έργα καλλωπισμού ανάμεσά τους και τη διαμόρφωση χώρων πρασίνου στις οδούς του. Η δεύτερη απόφαση για δενδροφύτευση ανήκει στον δήμαρχο Σούτσο και λαμβάνεται δεκαετίες μετά (1885). Φυτεύονται τα πρώτα 1.000 κυπαρίσσια και καθώς διαθέτει πλέον δύο μόνιμους κηπουρούς-φροντιστές, το κοιμητήρι αρχίζει να παρουσιάζει την απαιτούμενη παραδείσια εικόνα… Στην πορεία του χρόνου θα φυτευτούν πολλά ακόμα είδη της εγχώριας χλωρίδας.

   ΟΙ ΜΕΤΟΧΕΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΑΝΕΒΑΙΝΟΥΝ…

Η συνεδρίαση της 19ης Δεκεμβρίου 1892 του δημοτικού συμβουλίου Αθηναίων θα είναι εξ ολοκλήρου αφιερωμένη στη διαμόρφωση των τιμών των τάφων («Περί προσδιορισμού της τιμής της γης δια τάφους»). Τα έξοδα για τον καλλωπισμό και την ασφάλεια του νεκροταφείου αυξήθηκαν και πρέπει να αναπληρωθούν. Οι αυξήσεις που συζητά το συμβούλιο τόσο για την αγορά όσο και για την ενοικίαση φέρνουν σε αντιπαράθεση τους συμβούλους ηγεσίας και αντιπολίτευσης. Ο έφορος του νεκροταφείου Ν. Δεικτάκης σημειώνει ότι οι πλούσιοι της πόλης έχουν ήδη κάνει τις αγορές τους, οπότε τα προτεινόμενα ποσά θα επιβαρύνουν τα μεσαία εισοδήματα. Οι αυξήσεις δεν περνούν, αλλά αν θέλεις να βγάλεις χρήμα, θα βρεις τρόπο… Ο τρόπος εν προκειμένω λέγεται «εκμίσθωση ιδιόκτητων κηπαρίων». Αρχικά η φροντίδα των ταφικών περιβόλων προσφέρεται για εκμίσθωση από εργολάβους, οι οποίοι καταβάλλουν μία άπαξ εγγύηση 1.000 δραχμών στον δήμο και εισπράττουν τα κέρδη τους από ένα ορισμένο αντίτιμο, που βαρύνει τους ιδιοκτήτες των τάφων. Αργότερα, το αντίτιμο θα αυξηθεί. Θα συμπεριλάβει και το άναμμα των καντηλιών. Ακόμα κι αν ο αποθανών μένει ζωντανός στις καρδιές των δικών του, αφού όπως λέει κι ο ποιητής «τότε οι νεκροί πεθαίνουνε, όταν τους λησμονάνε», η φροντίδα του τελευταίου οίκου του θα αποτελεί πάντα μία ουτοπική μεν, αλλά αναλλοίωτη κοινωνική αξία.

[«Το 1948, επί δημαρχίας Πιτσίκα, η πεποίθηση πως η πόλη μεριμνά για τους νεκρούς της έχει παγιωθεί σε βαθμό ώστε δημότης κληροδοτεί στον δήμο ένα βαρύτιμο αργυρό δοχείο Φαμπερζέ, υπό τον όρο ότι θα περιποιείται τον τάφο του» (!) καταγράφει η Ιωάννα Παρασκευοπούλου].

Επεκτάσεις και τμηματικές περιτειχίσεις θα γίνονται και τις αρχές του 20ου αι. και έως ότου η νεκρόπολη να αποκλεισθεί στο σύνολό της από τη ζώσα πόλη και να αποτραπούν οι ασχήμιες των αυθαιρεσιών. Με μία ανατριχιαστική περιγραφή του -στο δημοτικό συμβούλιο Αθηνών, τον χειμώνα του 1888- της μεταφοράς των αποθανόντων από το στρατιωτικό νοσοκομείο στο κοιμητήρι, ο έφορος Δεικτάκης, θα πείσει τους συμβούλους ότι η υπόθεση «ξέφραγο νεκροταφείο» θέτει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία. Εκείνοι προτείνουν στον δήμαρχο να ζητήσει τη συνδρομή της κυβέρνησης για την περίφραξη του χώρου, αλλά έως ότου βρεθεί λύση, το 1890 ο ίδιος έφορος επανέρχεται στο δημοτικό συμβούλιο, αυτή τη φορά για να καταγγείλει κλοπή τεσσάρων αγαλμάτων, που κοσμούσαν τάφους. Βλέπεις, οι σπουδαίοι γλύπτες της εποχής έχουν ήδη πιάσει δουλειά στις τελευταίες κατοικίες των μεγαλοαστών.

Τα έργα των γλυπτών είναι καλλιτεχνικά αριστουργήματα, που αμβλύνουν τον πόνο της απώλειας. Τα αγάλματα είναι ένας σιωπηλός μυστηριακός ύμνος, που διατηρεί τη σύνδεση ανάμεσα στον ανθρώπινο και τον θείο κόσμο. Βαδίζοντας προς το τέλος του 19ου αι., η προσωποποιημένη γλυπτική σύνθεση της νύχτας με τους δύο γιους της, τον ύπνο και τον θάνατο, καθίσταται ιδιαίτερα δημοφιλής στις επιτύμβιες στήλες του Α΄ Νεκροταφείου. Κατά άλλους, βέβαια, τα ακριβά καλλιτεχνικά έργα είναι δείγματα ματαιοδοξίας ή και μέσα επίδειξης πλούτου και ισχύος. Σημασία έχει ότι τώρα πια τίθεται και θέμα ασφάλειας των ταφικών μνημείων, καθώς στο κοιμητήρι «φιλοξενούνται» ήδη κάποια από τα σημαντικότερα γλυπτά του 19ου αι., όπως, το μνημείο Μ. Τοσίτσα (1860) στην πλατεία του Αγίου Λαζάρου έργο των αδελφών Φυτάλη, η Κοιμωμένη του Χαλεπά (1880), το Πενθούν Πνεύμα ή Θρηνωδός Άγγελος (1872), η ανάγλυφη Κόρη με το Τριαντάφυλλο (1884), αλλά και η άλλη Κοιμωμένη, η 18χρονη Μ. Δελιγιάννη (1885), έργα και τα τρία του Ι. Βιτσάρη, μία αριστουργηματική γυναικεία μορφή στον τάφο του Α. Παπαδάκη (1881) φιλοτεχνημένη από τον Γ. Βρούτο κ.α.. Η προστασία τους είναι επιβεβλημένη όχι μόνον από σεβασμό στους αποδημήσαντες των οποίων τους τάφους κοσμούν, αλλά και από υποχρέωση απέναντι στους μεγαλοαστούς που έχουν καταβάλει στον δήμο υψηλό αντίτιμο για τον ενταφιασμό των αγαπημένων τους.

Σύμφωνα με τις καταγραφές του Γεώργιου Π. Παρασκευόπουλου, στο έργο του «Οι δήμαρχοι των Αθηνών (1835-1907)», κλοπές από το Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών θα σημειωθούν και επί δημαρχίας Λάμπρου Καλλιφρονά, γεγονός που θα οδηγήσει στην έγκριση (συνεδρίαση δημοτικού συμβουλίου 26ης/6/1895) κατασκευής περιτειχίσματος στο σύνολο του χώρου με προϋπολογισμό περί τις 14.000 δρχ. Άλλωστε, επίκεινται οι Ολυμπιακοί Αγώνες και η διοργανώτρια πόλη δεν επιτρέπεται να διαθέτει νεκροταφείο ξέφραγο αμπέλι…

   ΟΛΟΙ ΔΙΚΑΙΟΥΝΤΑΙ ΕΝΑΝ ΤΟΠΟ ΑΝΑΠΑΥΣΗΣ…

Το μοντέρνο νεκροταφείο του 1834 δεν δίνει το… πράσινο φως σε ένα μόνο δόγμα. Άλλωστε, η Ελλάδα βρίθει Εβραίων (από τον 1ο αι. μ.Χ. χρονολογείται η εβραϊκή κοινότητα στην Αθήνα), καθολικών και προτεσταντών ή διαμαρτυρομένων. Αυτοί οι τελευταίοι μάλιστα έχουν ιδιαίτερη σχέση με τη Βαυαροκρατία, τόσο που την ίδια χρονιά έκδοσης του Βασιλικού Διατάγματος για το πρώτο επίσημο νεκροταφείο της νεοσύστατης πρωτεύουσας, ο Βρετανός πρόξενος κάνει ενέργειες για τη δημιουργία και κοιμητηρίου προτεσταντών. Σε χάρτες του 1837 εμφανίζεται σε περιοχή του Ζαππείου. Νωρίτερα, οι ενταφιασμοί των προτεσταντών γίνονταν στο Θησείο, στον ναό του Αγίου Γεωργίου. Με την απαγόρευση που επιβάλλει το Διάταγμα, οι έως τότε χώροι ενταφιασμού των προτεσταντών, αλλά και των καθολικών (είχαν τον δικό τους χώρο ταφής στο Νέο Ηράκλειο) σταδιακά καταργούνται. Όλοι τους καταλήγουν πλέον στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Οι προτεστάντες επίσημα στις αρχές του 20ου αι. (1914) και οι καθολικοί νωρίτερα. Δεν είναι λίγοι οι ξένοι-αλλόθρησκοι, που έδωσαν στο πλευρό των Ελλήνων τον Αγώνα της απελευθέρωσης. Είναι καιρός να ενσωματωθούν στο έθνος…

[Για την ιστορία, ο πρώτος προτεστάντης που ενταφιάστηκε τιμής ένεκεν δωρεάν στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών το 1882 ήταν ο Αμερικανός ιεραπόστολος Τζ. Χιλλ, ιδρυτής της ομώνυμης σχολής].

Όσο για το εβραϊκό στοιχείο της πόλης, η παρουσία του στο Α΄ Νεκροταφείο χρονολογείται από το 1844, οπότε βρέθηκε η παλαιότερη επιγραφή. Ο χώρος ταφής τους συνόρευε με το τουρκικό νεκροταφείο, το οποίο εγκαταλείφθηκε με την απελευθέρωση και σταδιακά παραχωρήθηκε στην εβραϊκή κοινότητα. Έως το 1910 το τουρκικό τμήμα εξυπηρετούσε τις ανάγκες των Εβραίων έως και το 1959, οπότε, λόγω έλλειψης χώρου, έπαψε η λειτουργία του. Μόνο τα μέλη της οικογένειας Μάτσα, του προέδρου της Ισραηλιτικής Κοινότητας, θα ενταφιασθούν εδώ κατ΄ εξαίρεσιν. Οι Εβραίοι έχουν πλέον τον δικό τους τόπο ανάπαυσης στο Γ΄ Νεκροταφείο Αθηνών.

   ΟΤΑΝ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ Η ΚΟΤΑ ΜΕ ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΑΒΓΑ…

Ο θάνατος ήταν πάντα ένα γερό χαρτί στο χρηματιστήριο της ζωής. Ποτέ κανείς δεν έχασε επενδύοντας σε αντικείμενο, η ισόβια ισχύς του οποίου δεν επηρεάζεται από κρίσεις και ανέχεια…

Το Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, το «Πρώτο», όπως καθιερώθηκε στην πορεία των αιώνων, κομίζοντας μία αίσθηση ματαιόδοξης διάκρισης ανάμεσα στις ελληνικές νεκροπόλεις, στάθηκε από νωρίς εξαιρετικά επικερδής επιχείρηση. Όταν, μάλιστα, το 1912 έγινε γνωστό ότι επίκειτο νόμος με τον οποίο η διαχείριση των κοιμητηρίων θα μετατίθετο από τους δήμους στις ενορίες, ο τότε δήμαρχος Αθηναίων, Σπύρος Μερκούρης, έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου στο δημοτικό συμβούλιο, κάνοντας λόγο για ανάγκη εξαίρεσης του Α΄ Νεκροταφείου, επειδή ο δήμος θα έχανε «σπουδαίο εισόδημα».

Ο κάποτε έφορος Δεικτάκης και οι διαρκείς οχλήσεις του για περιτείχιση του κοιμητηρίου, προκειμένου να προστατευτεί η ιερότητα του χώρου και να ασφαλιστούν τα γλυπτά ορισμένων τάφων, δεν θα μπορούσε να φανταστεί τι τρανές υπηρεσίες θα προσέφερε στο μέλλον στην επιχείρηση «Πρώτο» και στους διαχειριστές της…

Η αρχική κοστολόγηση γίνεται το 1838. Το παλάτι θέτει υπεύθυνο για το άνοιγμα των λάκκων τον δήμο και ορίζει φιξ ποσό ταφής τις 5 δραχμές. Αλλά το 1841 αφήνουν την τελευταία τους πνοή 530 άποροι ασθενείς οι οποίοι ενταφιάζονται φυσικά δωρεάν. Ο δήμαρχος Πετράκης θέτει το κοστολόγιο σε νέα βάση. Συνειδητοποιεί ότι είναι άδικο, ο άπορος να βρίσκει δωρεάν έναν τόπο ανάπαυσης στην ίδια νεκρόπολη, όπου όλοι οι υπόλοιποι, ανεξαρτήτως της οικονομικής τους κατάστασης, πληρώνουν ένα σεβαστό ποσό. Προτείνει τουλάχιστον μία διαβάθμιση τιμής, ανάλογα με την έκταση του τάφου. Η τιμή εκκίνησης ορίζεται στη μία δραχμή το μέτρο και συνεπώς δύο δραχμές για τα δύο μέτρα, έκταση που έχει ορισθεί εξαρχής για τους ενήλικες (η γη που προβλέπεται για τα παιδιά είναι μικρότερη). Αλλά η ευρύτερη έκταση, που προορίζεται για οικογενειακούς τάφους, τιμολογείται με 5 δραχμές ανά τετραγωνικό πήχη. Αν υπολογίσει κανείς ότι αυτό το κομμάτι γης φτάνει και τους 20 πήχεις, τότε το έσοδο των 100 δραχμών για έναν μόνο τάφο δεν είναι ευκαταφρόνητο για τον δήμο. Η περίοδος ισχνών αγελάδων του 1893 δεν εμποδίζει τη δημαρχία Καλλιφρονά να ψηφίσει έναν νέο τιμοκατάλογο, με τιμή πώληση του πήχη στις 15 δραχμές. Είναι δε η εποχή που εγκαινιάζεται δυνατότητα επέκτασης του οικογενειακού τάφου, ενώ απαγορεύεται η μεταπώλησή του από ιδιώτη σε ιδιώτη. Ο τρόπος κοστολόγησης της γης προς ενταφιασμό είναι ενδεικτικός της φυσιογνωμίας του χώρου της νεκρόπολης: της γης προς οικοδόμηση που πωλείται για τη στέγαση νεκρών, όπως αντίστοιχα πωλούνται στην πόλη εκτάσεις για τη στέγαση των ζωντανών. Μία πρώτη, λοιπόν, ερμηνεία του όρου ως «τελευταίας κατοικίας», παρατηρεί χαρακτηριστικά η Ιω. Παρασκευοπούλου. Όσο γλυπτά κοσμούν τους οικογενειακούς τάφους, τόσο μεγαλύτερη αξία παίρνει η νεκρόπολη, η οποία πλέον αναφέρεται και ως υπαίθρια γλυπτοθήκη, ανεβάζοντας το πρεστίζ και την αξία της.

Το ταφικό μνημείο είναι η επένδυση της επιχείρησης και ουδείς έχει δικαίωμα να το εκποιήσει. Είναι ενδεικτική η διαμάχη που ανοίγει το 1950 μεταξύ του κοιμητηρίου και του κληρονόμου του τάφου, τον οποίο κοσμεί η Κοιμωμένη του Χαλεπά. Το περίφημο γλυπτό είχε παραγγελθεί το 1878 στον σπουδαίο Τηνιακό γλύπτη από τον έμπορο Γεώργιο Αφεντάκη για το μνήμα της 17χρονης ανιψιάς του Σοφίας, που έχασε από φυματίωση. Αλλά όταν ύστερα από 70 χρόνια ο αντιστράτηγος Μ. Χατζημιχάλης, ανιψιός της Σοφίας Αφεντάκη, προσπαθεί να αφαιρέσει το γλυπτό από το μνήμα και να το πουλήσει σε Αμερικανούς, πυροδοτεί μία δικαστική διαμάχη με τον δήμο, στην οποία βάζει τέρμα η απόφαση του υπουργείου Πολιτισμού, ότι το γλυπτό είναι διατηρητέο και ως εκ τούτου δεν μετακινείται. «Τα επί των τάφων μνημεία, τα αφιερωμένα εις μνήμην τεθνεώτων, έχοντα την έννοιαν εκδηλώσεως θρησκευτικού σκοπού, χαρακτηρίζονται ως πράγματα εκτός συναλλαγής, μη επιτρεπομένης εντεύθεν της εκποιήσεως, υποθηκεύσεως ή κατασχέσεως αυτών ως και της μεταβολής του προορισμού των» αναφέρει ο βασισμένος στη Χάρτα της Βενετίας (1964) περί προστασίας των μνημείων, Αναγκαστικός Νόμος του 1968. Με την προσθήκη -στον νόμο- του όρου «κοιμητήριο», αντί του «νεκροταφείο», οι συνταγματάρχες (εν γνώση τους ή μη)αναβαθμίζουν και τυπικά τα ταφικά στολίδια σε ιερά μνημεία.

Οι τιμές των οικογενειακών τάφων στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας, 200 χρόνια μετά τη λειτουργία του, θα πιάσουν ταβάνι. Κι αν αυτή η «κατοικία» προορίζεται για να «στεγάσει» και τον ύστατο απόγονο του αγοραστή, είναι περιουσιακό στοιχείο, που δεν μεταβιβάζεται και δεν πωλείται. Ο αποβιώσας, που δεν έχει απογόνους να… κληροδοτήσει αφήσει την τελευταία του κατοικία, τη χάνει. Ο πολύτιμος τάφος επιστρέφει στον δήμο και εκείνος αναλαμβάνει την εκ νέου πώλησή του. Σύμφωνα με τα κόστη του Α΄ Νεκροταφείου ένα κομμάτι γης 3,5Χ3 μ. μπορεί να αγγίξει και τις 100.000 ευρώ, όσο δηλαδή στοιχίζει ένα μέσο δυάρι ή μία πολυτελής γκαρσονιέρα.

   ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ

   Κεραμεικός / Οδηγός των μνημείων και του μουσείου, Ελ. Σπαθάρη (Εκδ. ΕΣΠΕΡΟΣ, Αθήνα 2009)

   Το Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας, Ιω. Παρασκευοπούλου (Εκδ. ΠΟΛΙΣ, 2015)

   Ελληνικός Πολιτισμός, Br. A. Sparkes (Εκδ. ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ – Α. ΚΑΡΔΑΜΙΤΣΑ, Αθήνα 2002)

   Περί Αγαλμάτων, Πορφυρίου (Εκδ. ΗΛΙΟΔΡΟΜΙΟ, Αθήνα 2000)

   Ιστορία του Δήμου Αθηναίων (1835-1971), Δημ. Αλ. Γέροντα (Εκδ. Δήμος Αθηναίων, Αθήνα 1972)

   ΟΙ ΔΗΜΑΡΧΟΙ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ (1835-1907) ΜΕΤΑ ΠΡΟΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΔΗΜΟΓΕΡΟΝΤΙΑΣ, Π .Γ. Παρασκευόπουλου (Εκδ. Πνευματικό Κέντρο δήμου Αθηναίων, Αθήνα 2001)

   ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ, Δ. Καμπούρογλου (Εκδ. ΠΑΛΜΟΣ, Αθήνα 1995)

Κοινοποίηση

Κοινοποιείστε στους φίλους σας!