•    Γράφει η  Βούλα Λεοντίδη – Πλάτωνα  

 –   Άντε μάνα  σύρε  στ’ Ρούγα να δεις τσ’ προσωπίδες, ν΄αναπιάκω το προζύμ’  κι έρχομαι κι εγώ.

– Τι το θέλ’ς μωρ΄ τσούπρα μ΄ τώρα, τ’ αναπιάν’ς υστερότερα του  προζύμ’ .

–   Όχι, όχι  σύρε εσύ κι έρχομαι κοντά.

     Την βόλευε αυτό να φύγει νωρίς η μάνα της από το σπίτι. Από μέρες τα είχε  σκεφτεί όλα, τα είχε σχεδιάσει όλα. Δεν άφησε καμμιά σκέψη να της αλλάξει γνώμη, ο φόβος κάτι να πάει στραβά, ούτε που ακούμπησε το μυαλό της. Ήθελε να πάει, να είναι εκεί,  ανάμεσα στις “προσωπίδες”, το απόγευμα της Τυρινής, μεταμφιεσμένη, κρυμμένη, να μπορεί να τον κοιτάζει, να του μιλά, να τον ακουμπά. Βλέπεις, στις “προσωπίδες” της Αποκριάς, μόνο άντρες είχαν το δικαίωμα να πάνε και να πάρουν μέρος, να χορέψουν, να κάνουν όσες τρέλλες ήθελαν, να διασκεδάσουν, χωρίς να πολυνοιάζονται αν κάποιος τους αναγνωρίσει, αφού σχεδόν ακάλυπτα άφηναν τα προσωπά τους. Θα πήγαινε λοιπόν  κι εκείνη, ο κόσμος να χαλάσει, θα βρισκόταν έστω και για λίγο κοντά του! 

       Μέχρι τότε ήταν μονάχα οι ματιές τους που αντάμωναν, φευγαλέες, βιαστικές, φορτωμένες έρωτα,  που γέμιζαν  τον αέρα με την ομορφιά της  Άνοιξης. Ηταν κι εκείνο το σφύριγμα, που την ακολουθούσε ως να χαθεί στην κατηφοριά για το σπίτι της, κάλεσμα  λες πουλιού ερωτευμένου, γλυκό και τρυφερό, με υποσχέσεις κι όνειρα, να στάζει δροσιά στην φλόγα της καρδιάς της. Άφηνε τότε εκείνη το άσπρο φακιόλι να ξεφύγει σιγά, πάνω απ τα καστανά μπουκλάκια, να χορέψει στην αναπνοή του αγέρα, ν’ ανταμώσει  με το μελωδικό κάλεσμα, να γίνει φιλί και χάδι  στον ουρανό της αγάπης. 

      Ήταν τούτα που είχαν φυτέψει  μέσα της  έναν γλυκό καημό, που φούσκωνε στο μέρος της καρδιάς και γύρευε να την σπάσει. 

“Θα ντυθώ “προσωπίδα”, θα πάω κοντά του, κανείς δεν θα με καταλάβει, κανείς δεν θα το ξέρει,  θα χορτάσω την ματιά του, θα νιώσω  την ζεστασιά του χεριού του, το τραγούδι της φωνής του”. 

Τα είχε σκεφτεί όλα, στα δέματα από την unrra,  που είχαν έρθει στα σπίτια όλων, εύκολα εύρισκες αντρικά ρούχα. Φορεσε ένα παντελόνι ανάποδα και ένα  σακκάκι με πράσινα καρρώ, τύλιξε το πρόσωπο και τα μαλλιά με το λεπτό μαύρο μαντήλι της μάνας της έχωσε βαθειά ως τ’ αυτιά το σκιάδι που φορούσαν τα καλοκαίρια στον κάμπο, έβαλε  κάλτσες στα χέρια σαν γάντια, έχωσε τα πόδια της στις φθαρμένες γαλότσες κι έφυγε τρέχοντας από τον κάτω δρόμο. Πως την περίμενε τούτη την ώρα! Την ονειρεύονταν μέρες τώρα κι ούτε στιγμή δεν περασε από το μυαλό της πως ήταν αποκοτιά.

     Όταν έφτασε λαχανιασμένη στην ράχη του Σακκά, απ όπου θα ξεκινούσαν οι μασκαρεμένοι,   ήδη το “ψίκι” με τα βιολιά μπροστά, είχε ξεκινήσει να κατηφορίζει  πρός την Ρούγα. Χώθηκε αναμεσά τους και δεν άργησε να την συνεπάρει η κεφάτη αίσθηση που έδιωξε σιγά σιγά το τρέμουλο της καρδιάς,  ανασήκωσε το κορμί, που ένιωσε πως το κρατούσε μαζεμένο,  κοίταξε γύρω της και είδε πως ήταν κι εκείνη ένα κομμάτι ταιριαστό με όλο  εκείνο το περίεργο ανθρωπομάνι και άρχισε να διασκεδάζει βλέποντας κάποιους να φορούν τις παλιές φορεσιές των γιαγιάδων τους, αλλους να είναι τυλιγμένοι με τομάρια, άλλοι  να είναι βαμμένοι με καπνιές. Ένας ήταν ντυμένος γιατρός, άλλος νύφη με τον γαμπρό κοντά της , κάποιος είχε ένα καύκαλο από άλογο στο κεφάλι , άλλοι φορούσαν σαλβάρα κι άλλοι  φουστανέλλες και  κάπου εκεί αναμεσά τους εκείνος,  με μια λουλουδάτη ρόμπα, μετά βίας να κλείνει το γερό του κορμί, γεμισμένη με μαξιλάρια  στο στήθος και στα μεριά, πολύχρωμο τσεμπέρι στο κεφάλι και κοκκινάδι στα μάγουλα και στα χείλη κάτω από το περιποιημένο μουστακάκι, στα πόδια προσπαθούσε να συγκρατήσει τις παντόφλες της μάνας του κωλοπατημένες. 

    Στην Ρούγα στήθηκε ο χορός , τριγύρω τα γυναικόπαιδα,  με την χαρά άπλετη  να έχει καθίσει  πάνω τους, με μια λαχτάρα και μια ξεγνοιασιά πολύτιμη να περιδιαβαίνει την  ματιά τους κι εκείνο το  γέλιο απ τα εσωψυχά τους, λίγο πονηρό και λίγο ξεδιάντροπο, μπολιασμένο κι αυτό από την ξέφρενη μέρα.  “ Μπάρα  μπάρα μια δεκάρα” έλεγαν  μικρά παιδιά με σκόπια στα χέρια, που τριγυρνούσαν ντυμένα παράταιρα , με ότι παλιό βρήκαν στο σπίτι τους, λιωμένα σεγκούνια και ξεφτισμένα σπαλέτα. 

      Μπήκε στο χορό δίπλα του  και πιάστηκε από το χέρι του, γύρισε και την κοίταξε περίεργα καθώς ένιωσε το μικρό της χεράκι στην πλατιά του παλάμη…. και λίγο έλειψε να βάλει φωνή. Άφησε το χαμογελό της ν’ ανθίσει πίσω από το σκούρο μαντήλι και ν΄ ακουμπήσει πάνω του  τρυφερό κι ερωτευμένο.

Κάτι προσπάθησε να της πει, κάτι προσπάθησε να  του πει, μα όλα τούτα χάθηκαν μέσα στο συννεφάκι της ευτυχίας που τους συνεπήρε και στην χλαλοή της γιορτής. Χόρεψαν, χόρεψαν  ασταμάτητα, ένιωσε να την σφίγγει πάνω του περνώντας το χέρι του στον ώμο της, κούρνιασε τότε το λιανό  κορμάκι  της εκεί κι άλλο απ΄την ζωή  δεν ήθελε.                                                         

    -Η χοντρή κι ο Ζαχαρίας, ακούστηκε να λέει κάποιος και με μιας στάθηκαν όλες οι ματιές  κι όλα τα γέλια πάνω τους. Τρόμαξαν  σαν είδαν όλους να μαζεύονται γύρω τους με κέφι ακράτητο, με φωνές γέλια και πειράγματα.

-Αντζουλίνα πάρε αγκαλιά τον Ζαχαρία, Αντζουλίνα φίλησε τον Ζαχαρία. 

 Προσπάθησε να γελάσει, μα η ψυχή γέμισε αγωνία και φόβο  που της έκοψαν την ανάσα,  μονάχα τότε  κατάλαβε την αποκοτιά που είχε κάνει. Μα η νύχτα που άρχισε να πέφτει σιγά σιγά έστειλε τους άνδρες  μέσα στην ταβέρνα του Παύλου για να συνεχίσουν το γλέντι τους και τα γυναικόπαιδα τράβηξαν  στούς μαχαλάδες  για  ν΄ ανάψουν τις φωτιές. Δεν στάθηκε ούτε λεπτό, έφυγε πάλι από τον κάτω δρόμο λαχταρισμένη, ξέπνοη, με την καρδιά να χτυπά ξέφρενα. Έκανε ώρα να συνέλθει, ακόμα κι όταν έφτασε στο σπίτι της και πέταξε γρήγορα γρήγορα τα ρούχα που φορούσε και έριξε νερό στο ξαναμμένο της πρόσωπο και ντύθηκε για να βγεί στην φωτιά της γειτονιάς. 

΄ – Που ήσουν θυγατέρα και δε  σ΄είδα;

  -Που θάμουν μωρ΄ μάνα, με τις κοπέλες ήμουν.

   Η φωτιά λαμπάδιαζε κι έφτανε ψηλά, ο Βασιλάκης, ο μόνιμος διασκεδαστης της Αποκριάς τραγουδούσε με την ψευδή φωνή του.   “Πίσω απ την παλιά στρατώνα τ΄ακούς κουμπάρ΄ μ΄τ΄ακους”, ή το άλλο, “στης ακρίβειας τον καιρό επαντρεύτηκα κι εγώ και μου δώσαν μια γυναίκα π΄τρωγε για πέντα δέκα”, ή το άλλο,  “στην καλύβαμ΄ο καημένος κάθομουν  συλλογισμένος, φύλαγα τα κερασάκια μην τα φαν΄ τα κοριτσάκια.  Άντζες, μούτζες, στρούντζες, τούντζες, με πράσινες, με κόκκινες, με κίτρινες κορδέλες και με μανίκια φουσκωτά”. 

Πιάστηκε στο χορό με τ΄άλλα κορίτσια κι επαναλάμβαναν τα λόγια του Βασιλάκη ρυθμικά, ντύνοντας τον νυχτερινό ουρανό με χρώματα χαράς και κεφιού. Τραγουδούσε μηχανικά, το μυαλό και η ψυχή της χαμογελούσαν και ήταν αλλού. Ηταν στο όνειρο που έζησε, που το πήρε και το φόρεσε πάνω της κι ήταν γραφτό να μείνει για μια ολόκληρη ζωή!

 

Σημείωση. Η ιστορία είναι αληθινή και μου την διηγήθηκε η ίδια η πρωταγωνίστρια, εκεί γύρω στα ενενήντα της χρόνια, σε ώρες χαλαρές,  όταν ο άνδρας της είχε φύγει πιά  από την ζωή, ζητώντας μου να υποσχεθώ,  πως ποτέ δεν θ΄αναφέρω τ΄όνομά της.  Η χοντρή –η Αντζουλίνα-  και ο Ζαχαρίας ήταν η γελοιογραφία του σκιτσογράφου Γαλλία που για δεκαετίες, από τα μέσα και μετά του περασμένου αιώνα, κυριαρχούσε στο περιοδικό “Θησαυρός”. 

 

                                                                                     



Κοινοποίηση

Κοινοποιείστε στους φίλους σας!