• Της Τόνιας Α. Μανιατέα

Έχει στήσει μία εξαιρετικά επικερδή επιχείρηση με τέσσερα μεγάλα αλιευτικά και μερικές δεκάδες τράτες, που οργώνουν την Κασπία, αλλά και με εργατικούς υπαλλήλους των οποίων τον σεβασμό απολαμβάνει και με το παραπάνω.
Ωστόσο, ακόμα κι αν έχει πάει ψηλά, ο Βαρβάκης παραμένει ένας απλός νησιώτης, που σκαρφίζεται διαρκώς τρόπους δημιουργίας και προσφοράς. Καθημερινά κάνει περιπάτους στην πόλη, συνομιλεί με ντόπιους, «αλιεύει» ανάγκες, βοηθά φτωχούς, χτίζει γέφυρες και ναούς, φτιάχνει δρόμους και μετατρέπεται ο ίδιος σε πόλο έλξης, δικαιώνοντας τον Ποτέμκιν, που τον έστειλε κάποτε στο Αστραχάν για να δρομολογήσει τον εποικισμό του. Έλληνες από τη σκλαβωμένη Ελλάδα, διψασμένοι για δουλειά και ελευθερία, αλλά και αναξιοπαθείς Ρώσοι της στερημένης υπαίθρου καταφθάνουν στην πόλη, όπου ένας Ψαριανός μεγαλουργεί. Ο τόπος τον «σηκώνει», οι κάτοικοι τον λατρεύουν.
Σε κάποιον περίπατό του βλέπει έναν εργάτη να τρώει με βουλιμία κάτι μαύρο και τον ρωτάει τι είναι. «Ίκρα» (αυγά ψαριού) του απαντά εκείνος και του προσφέρει να δοκιμάσει. Η γεύση εκείνου του αποκρουστικού πράγματος που ξεχύνεται σαν αμβροσία στο στόμα του Ψαριανού, ανοίγει στο μυαλό του το επικερδέστερο κεφάλαιο της ζωής του. Πληροφορείται ότι είναι αυγά από ψάρια μπελούγκα, μουρούνα και σεβρούγκα, που απαντώνται σε πληθώρα τόσο στην Κασπία, όσο και στον Βόλγα και τους παραποτάμους του και ότι για να είναι βρώσιμα, θα πρέπει να αφαιρούνται από το ψάρι μαζί με τη μεμβράνη που τα κρατά δεμένα στην κοιλιά του και να καταναλώνονται αμέσως, αλλιώς σαπίζουν.
Το ίκρα, λοιπόν, πρέπει να τρώγεται αμέσως και συνεπώς η εμπορία του είναι περιορισμένη. Εκτός κι αν υπάρχει τρόπος να συντηρηθεί. Στην επεξεργασία και κατανάλωσή του είναι μυημένοι μόνον οι Πέρσες, αλλά όχι τόσο ώστε να προχωρούν και σε εξαγωγή. Από αυτούς μαθαίνει ο Βαρβάκης ότι ο μόνος τρόπος για να συντηρηθεί αυτή η νοστιμιά είναι να κρατηθεί σε περιβάλλον σπηλιάς! Πέφτει με τα μούτρα στη δουλειά. Αλιεύει τα ψάρια που πρέπει, αφαιρεί τα αβγά τους και τα κρύβει σε βαθιές σπηλιές, όπου καταφέρνει πράγματι να τα συντηρεί για κάποιες μέρες και να τα διακινεί σε κοντινές αποστάσεις. Αποφασίζει μάλιστα ότι το άκουσμα «ίκρα» δεν είναι και τόσο ελκυστικό για εμπόριο κι επιπλέον ένα γενικό «αβγά ψαριού» δεν δίνει το στίγμα της ιδιαιτερότητας της νοστιμιάς. Πρέπει να βρει ένα χαρακτηριστικό, που να κάνει τη νοστιμιά να ξεχωρίζει. Επινοεί τη λέξη «χαβιάρι» από το λατινογενές «caverna» (σπηλιά). Αλλά το θέμα είναι πως ο περιορισμένος χρόνος συντήρησης του εδέσματος δεν δίνει το περιθώριο στον έμπορο να το «συστήσει» και έξω από τα σύνορα της Ρωσίας. Τα ταξίδια είναι πολυήμερα και το προϊόν δεν αντέχει. Δοκιμάζει διάφορες ξύλινες ευέλικτες συσκευασίες και όλες αποδεικνύονται ακατάλληλες. Θα περάσει καιρός πειραματισμού έως ότου βρει τη λύση, το ξύλο φλαμουριάς, που συντηρεί θαυμάσια το χαβιάρι. Είναι λεπτό κι ελαφρύ. Και το βασικότερο, τα ρωσικά εδάφη βρίθουν τέτοιου δένδρου!
Ο Βαρβάκης γνωρίζει ότι όσο κι αν η φήμη του προϊόντος έχει ταξιδέψει, μία δυνατή διαφήμιση θα έκανε θαύματα. Και η διαφήμιση είναι η ίδια η τσαρίνα. Της στέλνει να δοκιμάσει και την κάνει φανατική του χαβιαριού. Εκείνη του εγκρίνει την άδεια των πωλήσεων του προϊόντος ανά τον κόσμο και σε αντάλλαγμα του ζητά μόνιμη τροφοδοσία του παλατιού. Η νοστιμιά, που συνδυάζεται πια ευθέως με τον Έλληνα, θα γίνει στο εξής η έκπληξη της Αικατερίνης για τους επίσημους καλεσμένους της. Εκείνοι θα στρώσουν τον δρόμο στον μεγάλο εξαγωγέα Βαρβάκη. «Η υπόθεσις είναι καθαρώς ελληνική εφεύρεσις. Το χαβιάρι είναι προϊόν της ελληνικής ευφυίας και ανεκαλύφθη υπό του αειμνήστου Ιωάννου Βαρβάκη» θα μνημονεύσει, χρόνια πολλά μετά τον θάνατό του, το περιοδικό του ιστορικού Καμπούρογλου, «Εβδομάς των Αθηνών».
Τα χρυσοφόρα ψάρια αβγατίζουν την περιουσία του. Δεν έχει φτάσει καλά καλά τα 40 και είναι ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους της ρωσικής αυτοκρατορίας, αλλά εκείνος εξακολουθεί να εργάζεται και να παράγει ιδέες με μια δύναμη ανεξήγητη. Είναι ένας ευφυής άνθρωπος, που αγαπά να «γεννά» όχι για την κατανάλωση, αλλά για την προσφορά. Επιβεβαιώνοντας διαρκώς τη λαϊκή σοφία πως «ό,τι προσφέρεις με αγάπη, σου επιστρέφει στο πολλαπλάσιο», όσο ξοδεύει σε ευεργεσίες και κοινωφελή έργα, τόσο περισσότερο αποδίδει η εμπορική του δραστηριότητα.
Σε μία δεξίωση, που οργανώνει ο κυβερνήτης του Αστραχάν για τον ευεργέτη Ψαριανό, με αφορμή την τιμητική προαγωγή του σε βαθμό ταγματάρχη και την αναγόρευσή του ως μέλους του Συμβουλίου των Αρχόντων της πόλης, ο Βαρβάκης ανακοινώνει ότι εκχωρεί σε έναν συνεταιρισμό τη δική του αποκλειστική εκμετάλλευση χαβιαριού (της επικερδέστερης επιχείρησης όλων των εποχών στη Ρωσία, όπως θα αποδειχθεί εκ των υστέρων)!
«… Επειδή εγώ κάποτε θα φύγω, προτείνω να ιδρυθεί συνεταιριστική επιχείρηση, στην οποία θα ανήκει η αποκλειστικότητα της εκμετάλλευσης. Όλοι θα συμμετέχετε με ποσοστά, ανάλογα με την παραγωγή και την ποιότητα του χαβιαριού. Προσωπικά, δέχομαι να συμμετέχω στο συμβούλιο του συνεταιρισμού» λέει, αφήνοντας άφωνους τους παρισταμένους.

ΕΝΑΣ ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ ΓΙΑ ΔΥΟ ΕΘΝΗ
Το 1806 επιδημία χολέρας εκδηλώνεται στην ευρύτερη περιφέρεια της νότιας Ρωσίας. Άνθρωποι προσβεβλημένοι από την αρρώστια καταφθάνουν για βοήθεια στο Αστραχάν. Ο Βαρβάκης, που κατοικεί σε ένα ξύλινο οίκημα μέσα σε καλλιέργειες στον λόφο Παρμπουτζόφ, μετατρέπει το σπίτι του σε νοσοκομείο, παρέχοντας στους γιατρούς ό,τι υλικό χρειάζονται για την περίθαλψη των ασθενών. Όταν η χολέρα υποχωρεί, ο Ψαριανός καίει το οίκημα και στη θέση του χτίζει ένα πραγματικό νοσοκομείο, δυναμικότητας 50 κλινών, για τραυματίες πολέμου. Επειδή, δε, γνωρίζει ότι η χολέρα έχει αφήσει στρατιές παιδιών ορφανών, καταθέτει υψηλή δωρεά στο Ορφανοτροφείο Μόσχας με καταπίστευμα μηνιαίας επισιτιστικής τροφοδοσίας του και νοσοκομειακής φροντίδας.
Στο μεταξύ, μετά τον θάνατο της γυναίκας του στα Ψαρά, έχει φέρει στο Αστραχάν και την κόρη του με τον σύζυγό της Νικόλαο Γεωργίου Κομνηνό, απόγονο του βυζαντινού αυτοκράτορα, και ο ίδιος ξαναπαντρεύεται, αυτή τη φορά την Εκατερίνα Ιβάνοβνα, με την οποία αποκτά ακόμη δύο κόρες, την Άννα και την Αλεξάνδρα κι έναν γιο, τον Στεπάν, που θα σπουδάσει στη Ναυτική Σχολή του Αστραχάν και θα παρασημοφορηθεί για την ανδρεία του σε πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Περσών. Αλλά ο Βαρβάκης θα χάσει νωρίς, από ελονοσία, και αυτή τη γυναίκα του. Έναν τρίτο γάμο θα κάνει αργότερα με την τροφό των κοριτσιών του.
Στην πραγματικότητα, η ελονοσία είναι ο υπ΄ αριθμόν ένα εχθρός της υγείας των κατοίκων του Αστραχάν. Τα έλη που ζώνουν την πόλη υγραίνουν τον αέρα της και τον μολύνουν με πάσης φύσεως ζωύφια. Ένα όνειρο του τσάρου Πέτρου Α΄ για αποξήρανσή τους το οποίο «ταξιδεύοντας» ανά τους αιώνες, περνάει από την Αικατερίνη και φτάνει έως τον Αλέξανδρο Α’, παραμένει όνειρο, ελλείψει χρημάτων. Αλλά, όπως θα πουν κάποτε οι κάτοικοι της πόλης, «ό,τι δεν κατάφεραν τρεις τσάροι, κατάφερε ένας άνθρωπος κι αυτός όχι Ρώσος»… Γιατί τη λύση θα δώσει ο Βαρβάκης. Με δικά του σχέδια και έξοδα, θα ανοίξει διώρυγα που θα αποστραγγίσει τα στάσιμο νερό των ελών και θα ενώσει τις δύο όχθες με έξι όμορφες γέφυρες.

Το 1810, ο Βαρβάκης είναι 65 χρόνων και ο καταπονημένος οργανισμός του από τα πνευμονικά νοσήματα έχει ανάγκη από καθαρή ατμόσφαιρα. Ένας εφιαλτικός επίμονος βήχας τον σηκώνει συχνά από τον ύπνο και του θολώνει τη σκέψη, προκαλώντας του εκνευρισμό. Αυτή τη χρονιά οι επανειλημμένες συστάσεις των γιατρών του Αστραχάν να επισκεφθεί τις ιαματικές πηγές του Καυκάσου, πιάνουν τόπο. Κάνει λουτρά, εισπνοές, επισκέπτεται το Ταγκανρόγκ (Ταϊγάνιο) με το θαυμάσιο κλίμα του στην Αζοφική Θάλασσα. Αισθάνεται και πάλι γερός και δυνατός. Έτσι, αποφασίζει να μετοικήσει εκεί. Η πόλη, ενταγμένη κι αυτή στο σχέδιο εποικισμού του Ποτέμκιν, κατοικείται ήδη από κάμποσο κόσμο και μάλιστα Έλληνες στρατιωτικούς, εκ των οποίων κάποιοι γίνονται καλοί συνεργάτες του Βαρβάκη, όταν αποφασίζει να δώσει και σε αυτήν ό,τι της χρειάζεται. Ναούς, νοσοκομεία και ένα ελληνικό σχολείο για Έλληνες και Ρώσους μαθητές, όπου φοιτούν οι αδελφοί Τσέχωφ, Άντον και Αλέξανδρος! Όπως μάλιστα σημειώνει στη βιογραφία του «Τσέχωφ» ο Ανρί Τρουαγιά, ο πατέρας Τσέχωφ, που ήταν φτωχός, αποφάσισε πως οι γιοι του έπρεπε να φοιτήσουν εκεί που φοιτούσαν οι Έλληνες. Έλεγε πως, αφού οι πλούσιοι Έλληνες έμποροι κυριαρχούσαν στο Ταγκανρόγκ, έπρεπε κι αυτοί να παίξουν το παιχνίδι τους! Έτσι, αντί να τους βάλει σε ένα ρωσικό σχολείο, όπως έλεγε η γυναίκα του, προτίμησε με έναν υπολογισμό να τους στείλει σε ελληνικό, όπου θα μάθαιναν τη γλώσσα των επιχειρήσεων και αργότερα, θα έβρισκαν εύκολα δουλειά κοντά στους Έλληνες!
Ο Βαρβάκης είναι ζάμπλουτος και έχει κερδίσει την ευγνωμοσύνη και την εκτίμηση των Ρώσων. Επιπλέον χαίρεται την πολυπληθή πια οικογένειά του, με τα παιδιά και τα εγγόνια του, που φρόντισε να φέρει κοντά του. Στο Ταγκανρόγκ ζουν όλοι μαζί σε ένα όμορφο σπίτι. Αλλά η ψυχή του ζητάει και κάτι ακόμη. Πρόσφερε τόσα πολλά και νιώθει ότι χρωστάει κάτι στον τόπο του. Του χρωστάει ένα όνειρο: τη λευτεριά του. Αν δεν μπορεί απευθείας να το κάνει πραγματικότητα, μπορεί τουλάχιστον να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις…
Ο διευθυντής του δημόσιου σχολείου του Αστραχάν, Δημήτρης Αγάθης και ο Κερκυραίος σπουδαίος επιστήμονας και πνευματικός άνθρωπος, Νικηφόρος Θεοτόκης, υπήρξαν τα δύο πρόσωπα που μύησαν τον Βαρβάκη στον θαυμαστό κόσμο του πνεύματος. Εδώ στο Ταγκανρόγκ γνωρίζει και τον τρίτο εμπνευστή του. Τον διπλωμάτη και κατοπινό υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας, συνονόματό του Καποδίστρια, ο οποίος, συνδρομητής ων του περιοδικού «Λόγιος Ερμής», διαβάζει για την εντυπωσιακή διαδρομή, τις δωρεές και τα ευεργετήματα του Ψαριανού εμπόρου και ευεργέτη. Για δε την ελληνική υπόθεση ο Καποδίστριας συνηθίζει να λέει: «πρέπει πρώτα να μορφώσουν Έλληνες κι έπειτα να κάμουν Ελλάδα…». Όταν, λοιπόν, στέλνει στον Βαρβάκη μία ευχαριστήρια επιστολή για τη συνολική προσφορά του, εκείνος ενθουσιάζεται τόσο πολύ, που αποφασίζει να του απαντήσει γράφοντας για πρώτη φορά ο ίδιος και όχι ο γραμματέας του, στον οποίο συνήθως υπαγορεύει… Το εντυπωσιακά ανορθόγραφο κείμενο, που υπογράφεται «Της υσείς Εκλαμπρώτιτος Ταπινός και υπόχρεος Δούλος ηωανις βαρβακις», ανάβει στον Καποδίστρια το «πράσινο» φως να υποβάλει αιτήματα χρηματοδότησης για την ίδρυση εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, που θα ενισχύσουν την παιδεία και θα ανυψώσουν την εθνική συνείδηση των υπόδουλων Ελλήνων, με πρώτη την Ανώτερη Ελληνική Σχολή της Οδησσού. Ο Βαρβάκης δεν χρειάζεται δεύτερη κουβέντα. Ούτε ποτέ θα χρειαστεί. Ό,τι ζητά ο Καποδίστριας, του το δίνει. Κάποτε, μάλιστα, του γράφει πως για εκείνον κάθε αίτημα βοήθειας προς την πατρίδα είναι «προσταγή», την οποία με ευχαρίστηση θα εκτελεί και ως εκ τούτου δεν χρειάζεται να του εξηγεί για ποιον ακριβώς σκοπό προορίζονται τα χρήματα. «Δια να μην ακολουθή δε άργητα εις τα προσταγάς, κατέβαλα 150 χιλιάδας ρουβλίων, τα οποία είναι έτοιμα, δια να δίδωνται όπου διορίσει…» γράφει στον Καποδίστρια, εμπιστευόμενος απολύτως εκείνον να διαχειρίζεται ένα ταμείο υπέρ του έργου της επιμόρφωσης των Ελλήνων. Καταλήγει, δε, πως την επιθυμία του να είναι ο ίδιος «ο εν λευκώ τροφοδότης αυτού του ταμείου», την έχει καταχωρήσει και στη διαθήκη του, ώστε ουδείς να μπορεί να την ανατρέψει.
Αντίστοιχης σπουδαιότητας τόσο για τον ίδιο, όσο κυρίως για την Ελλάδα, θα είναι αργότερα και η σχέση του με τον Αδαμάντιο Κοραή. Το 1819, ο Ψαριανός είναι πια 74 χρόνων και λαμβάνει μία συγκινητική επιστολή από τον Έλληνα διαφωτιστή, ο οποίος του συστήνεται ως «γείτονας», καθώς πατρίδα του είναι η Χίος. Τον ευχαριστεί, λοιπόν, για την προσφορά του προς το γυμνάσιο του νησιού, όπου με εντολή Βαρβάκη εστάλη το αντίτιμο από την πώληση ενός φορτίου σίτου. Τον προτρέπει να συνεχίσει τις δωρεές, φροντίζοντας «ως γνησίους αδελφούς» τους διδασκάλους και τους επιστάτες του σχολείου και «ως αγαπητά τέκνα» τους μαθητές του. «Την διακοπήν της παιδείας, φίλε μου, εις τας παρούσας περιστάσεις την κρίνω και τη θρηνώ, ως πολλά μεγάλην δυστυχίαν. Τώρα μάλιστα έχομεν χρείαν παιδείας δια να καταλάβωμεν και να ενεργήσωμεν όσα μέσα είναι αναγκαία εις την απόκτησιν και τη διατήρησιν της ελευθερίας» του γράφει.
Ο Βαρβάκης στέλνει χρήματα όχι μόνο για το σχολείο και τα βιβλία του, αλλά και για το νοσοκομείο. Είναι ήδη ευεργέτης του νησιού. Σε πολλά από τα έργα του ο Κοραής δεν παραλείπει να τον επαινέσει. Τον χαρακτηρίζει «μεγίστων εγκωμίων άξιο Έλληνα».

Η ΦΙΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ Η ΑΔΟΞΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΩΝ ΟΣΤΩΝ ΕΝΟΣ ΣΠΟΥΔΑΙΟΥ ΠΑΤΡΙΩΤΗ
Στο μεταξύ, μία μυστική πατριωτική οργάνωση έχει συστηθεί το 1814 στην Οδησσό από Έλληνες διαφωτιστές, με στόχο την προετοιμασία του Αγώνα. Τα μέλη της προσεγγίζουν λόγιους της διασποράς, μεταγγίζουν την ιδέα της επανάστασης και συγκεντρώνουν οπλισμό. Κατά τον ιστορικό και χρονικογράφο της εποχής, Ιωάννη Φιλήμονα, το καταστατικό της οργάνωσης, που ονομάζεται Φιλική Εταιρεία, είναι δανεισμένο -στον κορμό του- από το καταστατικό των τεκτόνων. Τα δε μέλη της χρησιμοποιούν ψευδώνυμα και κατατάσσονται σε βαθμούς. Εικάζεται ότι ο άνθρωπος της Εταιρείας, ο οποίος αναλαμβάνει να «στρατολογήσει» τον Βαρβάκη είναι ο εκ Φιλιππουπόλεως ορμώμενος Έλληνας έμπορος Αντώνης Κομιζόπουλος, που αυτή την εποχή έχει ανοικτές δουλειές στη Μόσχα. Σε χειρόγραφα χρονικά της οργάνωσης, που αποκαλύπτονται δεκαετίες μετά, το όνομα του Βαρβάκη επαναλαμβάνεται τακτικά. Είναι ο μόνος που δεν χρησιμοποιεί συνθηματικό ψευδώνυμο. Αναφέρεται πάντα ως «άρχοντας Ιωάννης Βαρβάκης».
Οι δωρεές του Βαρβάκη εξακολουθούν εντατικότερα ενόψει της προετοιμασίας του Αγώνα. Μέσω των εφόρων της Ελληνικής Κοινότητας Οδησσού, αλλά και δικών του ανθρώπων -συνδέσμων στην Ελλάδα και αλλού- στέλνει χρήματα, που προορίζονται για όπλα. Όταν επανάσταση ξεσπά, ο γερο-Βαρβάκης εκτός από το να μοιράζει αφειδώς χρήμα (μόνο στη δεσποτεία της Πελοποννήσου το 1823 στέλνει 200.000 ρούβλια!), στρατολογεί αξιόμαχους Έλληνες που θέλουν να πολεμήσουν, τους εφοδιάζει και τους στέλνει στα πεδία του Αγώνα. «Είθε η Θεία Πρόνοια τοιούτον ευεργέτην του Γένους να μας χαρίσει δια πολλούς χρόνους, επειδή τω όντι εστάθη και είναι το παράδειγμα του ζήλου και του αληθούς πατριωτισμού» δημοσιεύουν οι έφοροι στην Οδησσό.
Αλλά η μεγάλη έγνοια του Βαρβάκη είναι για το νησί του, τα Ψαρά, και για τη γειτονική Χίο, όπου στη Μονή της Καλημασιάς μονάζει η μητέρα του. Την απόφαση να ντυθεί το καλογερικό ένδυμα πήρε η Μαρού, ενώ βρισκόταν πλάι στον γιο της, στο Ταγκανρόγκ και διαπίστωνε ότι σιγά σιγά χάνει το φως της. Ζήτησε τότε από τον Ιωάννη να την οδηγήσει στην Πόλη, να πάρει την ευλογία του Γρηγορίου Ε΄ και να κλειστεί σε μοναστήρι. Είχε πατήσει ήδη τα 80. Τον Μάρτιο του 1822, όταν ο οθωμανικός στόλος θα κυκλώσει το νησί, προκαλώντας μία από τις αγριότερες σφαγές (40.000 και πλέον οι σφαγιασθέντες) στην ελληνική ιστορία, δύο Ψαριανοί πυρπολητές, οι Νικόδημος και Κανάρης, θα σπεύσουν να σώσουν όσους μπορούν, ανάμεσα σε αυτούς και τη Μαρού, που θα ξεψυχήσει εντέλει ήσυχη στα 93 της. Με κάθε ευκαιρία, ο Βαρβάκης θα δηλώνει ευγνώμων προς τους δύο συντοπίτες του.
Η αγώνας των επαναστατημένων Ελλήνων συνεχίζεται αμείωτος. Ο Βαρβάκης είναι πια 79 χρόνων, όταν αποφασίζει να πάει στα Ψαρά. Πεθύμησε τον τόπο του, λέει, κι επιπλέον θέλει να γνωρίσει τον ξακουστό Γέρο του Μοριά, Κολοκοτρώνη. Οι κόρες του, οι γαμπροί τα εγγόνια του προσπαθούν να τον αποτρέψουν. Δεν ακούει κανέναν. Τον Μάρτιο του 1824 συντάσσει τη διαθήκη του, με την οποία ένα τεράστιο κομμάτι της περιουσίας του αφήνεται στη διαχείριση του ελληνικού έθνους, και τον επόμενο μήνα αναχωρεί για το νησί, με προηγούμενες στάσεις στην Οδησσό και τη Βιέννη, όπου πρέπει να τακτοποιήσει κάποιες εκκρεμότητες. Στα τέλη του Ιουνίου είναι ακόμα στη Βιέννη, όταν πληροφορείται ότι η πατρίδα του, τα Ψαρά, δεν υπάρχουν πια! Καταστράφηκαν από τους Οθωμανούς και οι μισοί ντόπιοι μαζί με πολλούς από εκείνους που είχαν βρει καταφύγιο από τη Χίο, σφαγιάσθηκαν! Η κλονισμένη υγεία του Βαρβάκη επιδεινώνεται, αλλά έχει πράγματα να κάνει ακόμα… Πηγαίνει στη Γενεύη για να βρει τον Καποδίστρια, να τον συμβουλευτεί, κι έπειτα βάζει ρότα για τη Ζάκυνθο, όπου μία τριανδρία λογίων (Δραγώνας, Ρώμας και Στεφάνου) έχει ιδρύσει επιτροπή για τον ανεφοδιασμό των επαναστατών. Ο Βαρβάκης ελπίζει ότι εκείνοι θα γνωρίζουν κάτι και για την τύχη των Ψαριανών, που πρόλαβαν να εγκαταλείψουν το νησί. Στα σπίτια, όπου τον προσκαλούν, περιγράφει τον τόπο του με πόνο ψυχής. Μιλά για έναν βράχο στη μέση του πελάγους, για την άνυδρη, μαύρη ράχη του, και κλαίει. Στη δεύτερη συνάντησή του με τον Διονύσιο Σολωμό, εμπνευσμένος ο ποιητής από τις περιγραφές του Ψαριανού, του απαγγέλλει: «Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη, περπατώντας η δόξα μονάχη, μελετά τα λαμπρά παλληκάρια και εις την κόμην στεφάνι φορεί, γινωμένο από λίγα χορτάρια, που ΄χαν μείνει στην έρημη γη». Ο Βαρβάκης, συγκινημένος, σκύβει και φιλά τα χέρια του νεαρού ποιητή.

Στη Μονεμβασιά, όπου έχουν καταφύγει πολλοί από τους Ψαριανούς, θα δουν τον συντοπίτη τους, παρά το προχωρημένο της ηλικίας του, να μοιράζει ο ίδιος διπλά και τρίδιπλα ρούχα, φαγητά και χρήματα για να εξαγοράσουν από τους Τούρκους τις ζωές φυλακισμένων ανθρώπων τους. Είναι και πάλι εκεί. Κοντά τους. Σε ένα θλιβερό χρέος. Τον αγκαλιάζουν, τον φιλούν. Τον ευγνωμονούν. Στο τέλος, συντάσσουν ένα ψήφισμα, με το οποίο τον ανακηρύσσουν «πατέρα των Ψαρών» και το υπογράφουν όλοι!
Αλλά η κατάρα της φυλής παραμονεύει… Οι Έλληνες δίνουν μία μάχη με τους Τούρκους και μία άλλη μεταξύ τους! Ένας εμφύλιος, που έχει ξεσπάσει ανάμεσα στα στρατόπεδα των Αγγλόφιλων και των Ρωσόφιλων εξελίσσεται αναίσχυντα επάνω στα σπαράγματα μιας επαναστατημένης Ελλάδας, που διψάει για οριστική αποτίναξη του ενός ξένου ζυγού και -κατά πώς φαίνεται- δεν ανησυχεί για την ένταξή της σε έναν άλλο… Στο Ναύπλιο, ο Βαρβάκης βρίσκει Κουντουριώτη, Κωλέττη και λοιπούς υποστηριζόμενους από τους Άγγλους «σωτήρες τους έθνους» να αντιμάχονται, ως αντάρτες, τους Κολοκοτρώνη, Δεληγιάννη και τους άλλους τους νόμιμου Εκτελεστικού Σώματος. Όσο για τον ίδιο; Πώς θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί; Μα, ασφαλώς ως άνθρωπος των Ρώσων! Η δε πρότασή του να αναλάβει την κυβέρνηση ο Καποδίστριας, ασφαλώς αρχικά θα απορριφθεί. «Δεν εισακούσθη, αγγλιζούσης μάλλον ή ρωσσιζούσης κατ΄ εκείνον τον καιρόν της Ελλάδος» θα γράψει ο Τρικούπης.
Ο Ψαριανός επιστρέφει πικραμένος στη Ζάκυνθο. Ποτέ κανείς δεν θα μάθει ποιες θα είναι οι τελευταίες του κουβέντες, στο λοιμοκαθαρτήριο του νησιού, όπου οδηγείται, προσβεβλημένος από λοιμώδη νόσο και όπου αφήνει την τελευταία του πνοή ξημερώματα 12ης Ιανουαρίου του 1825.
Το θέμα είναι ότι ακόμα και αυτά τα οστά του, κάνουν πολύ καιρό να αναπαυτούν… Η σορός του Βαρβάκη, ως σορός πάσχοντος από μολυσματική νόσο, θάβεται σε σημείο απομακρυσμένο από τον οικισμό του νησιού. Ωστόσο, ο τόπος απαλλοτριώνεται για ανέγερση οικήματος, οπότε τα οστά συλλέγονται και με τη φροντίδα των αγγλικών Αρχών, υπό τις οποίες τελεί το νησί, τοποθετούνται με επιμέλεια σε λάρνακα από χυτοσίδηρο και θάβονται αλλού.
Στο μεταξύ, από το δεύτερο μισό του 19ου αι. και κατά τις επιταγές της διαθήκης του ευεργέτη, στην Αθήνα συστήνεται επιτροπή με στόχο την αγορά οικοπέδου κατάλληλου για την ανέγερση ενός σχολείου, που θα φέρει το όνομά του. Στις υποχρεώσεις της επιτροπής είναι και η εύρεση σημείου, όπου θα ανεγερθεί μνημείο Βαρβάκη. Γι αυτό το τελευταίο επιλέγεται ο χώρος του Ζαππείου, όπου το 1872 θα στηθεί ο ανδριάντας του Ψαριανού ευεργέτη.
Πίσω στη Ζάκυνθο, η λάρνακα με τα οστά ξεθάβεται εκ νέου, καθώς το συγκεκριμένο σημείο έχει επιλεγεί αυτή τη φορά για ανέγερση ναού. Το 1902, τα οστά δίδονται σε απόγονο του Βαρβάκη, ο οποίος τα φέρνει στην Αθήνα και τα παραδίδει στο Ζάππειο μέγαρο, εκτιμώντας ότι πρέπει να ταφούν κάτω από τον ανδριάντα του. Η λάρνακα ξεχνιέται στα υπόγεια του Ζαππείου, «βλέποντας» στα χρόνια που περνούν βαλκανικούς πολέμους και α΄ παγκόσμιο, περιόδους κατά τις οποίες το Ζάππειο επιτάσσεται και λειτουργεί πότε ως στρατώνας και πότε ως νοσοκομείο. Το 1928, δισέγγονος του Βαρβάκη παίρνει τη λάρνακα από το Ζάππειο και την παραδίδει στην Ακαδημία Αθηνών. Εκεί, στα υπόγεια όπου λειτουργεί το Αρχείο του Κράτους, τα οστά του Βαρβάκη βρίσκουν μία νέα στέγη έως το 1933, οπότε, με τη μεσολάβηση του δήμου Αθηναίων, θα αναπαυτούν δια παντός σε χώρο του Α΄ Κοιμητηρίου.
ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 21, Δ. Φωτιάδη (Εκδ. Ν.ΒΟΤΣΗ/ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, 1971)
ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΑΚΗΣ / Ο ΠΑΤΡΙΩΤΗΣ, Β. Ασημομύτη (Εκδ. ΚΑΚΤΟΣ, 2001)
ΕΥΕΡΓΕΤΕΣ ΔΥΟ ΠΑΤΡΙΔΩΝ, Κ. Παπουλίδη (Εκδ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ, 2015)
Great Greek Biographical Dictionary, 2000
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ / Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ (Εκδ. ΔΟΜΗ, τομ. 9)
«Εφημερίς των Αθηνών», αρ. φύλλου 20 – 8/11/1824
ΒΑΡΒΑΚΕΙΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ
ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
ΤΣΕΧΩΦ, Α. Τρουαγιά (Εκδ. LIBRO, 2001)
Εφημερίδα «ΕΣΤΙΑ», 21/9/2020
ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ / Ελ. Γ. Σκιαδά, 2020
ΕΡΤ, Αφιέρωμα «Ιωάννης Βαρβάκης»
ΠΕΠΤΟΥΣΙΑ – ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
http://varvakis.varvakeionidryma.gr/

Κοινοποίηση

Κοινοποιείστε στους φίλους σας!