Δύσκολα να βρεθεί άνθρωπος να μην έχει δει την ταινία “Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο”. Και όποιος έχει δει αυτήν την ταινία σίγουρα του έχει μείνει ο νοσταλγικός ήχος που παράγει το μουσικό όργανο-πρωταγωνιστής της ταινίας… η λατέρνα.
Η λατέρνα είναι ένα δύσκολο όργανο, γιατί οι νότες βγαίνουν από μεταλλικά ελάσματα, που είναι τοποθετημένα σαν δόντια χτένας. Απέναντι από τα ελάσματα περιστρέφεται ένας κύλινδρος, που πάνω του είναι τοποθετημένα αντίστοιχα καρφιά. Αυτά τα καρφιά, κατά την περιστροφή του κυλίνδρου χτυπούν ή κινούν τα ελάσματα κι αυτά παλλόμενα αποδίδουν τον ήχο. Τα ελάσματα αυτά ανάλογα με το είδος του μετάλλου και του μεγέθους τους, όταν κρούονται δίνουν διαφορετικό ήχο ή νότα. Έτσι λοιπόν κάθε νότα συνδυασμένη με τις λοιπές, βγάζει τραγούδι.
Ο λατερνατζής αποτελούσε έναν επαγγελματίας με διπλή ιδιότητα. Από την μία τον κατασκευαστή του μουσικού οργάνου και από την άλλη τον οργανοπαίχτη ή πιο ολοκληρωμένα, τον τραγουδοθέτη. Θέλει την τέχνη του να είσαι χειριστής αυτού του οργάνου, αφού ταυτόχρονα με την κίνησή σου στους δρόμους, πρέπει να βρεις τον ρυθμό και την ταχύτητα που θα παίζει την λατέρνα. Οι λατέρνες είναι ή φορητές ή πάνω σε καρότσι. Η εξωτερική τους διακόσμηση είναι γούστο του ιδιοκτήτη. Ένα άλλο είδος λατέρνας είναι η Ρομβία. Αυτή έχει πιο μεγάλες διαστάσεις και διαφορετικό ήχο.
Τα όργανα αυτά προέρχονται από την Ανατολή.
Βασικό πρόβλημα στην διάδοση της ιστορίας της λατέρνας, αποτελεί το γεγονός πώς δεν υπάρχει αρκετή βιβλιογραφία, μιας και όποια τυχόν υπάρχει είναι ανεπαρκής έως και λανθασμένη. Αυτό συμβαίνει γιατί οι ερευνητές δεν ασχολήθηκαν με την τέχνη της λατέρνας, παρά μόνο στην περιγραφή της. Η πρώτη λατέρνα στην Ελλάδα δημιουργήθηκε γύρω στα 1880, από τους Ιωσήφ Αρμάου και Jugepe Turconi, στην Κωνσταντινούπολη. Είχαν δημιουργήσει έναν συνεταιρισμό όπου είχαν διαχωρίσει τη δουλειά σε δύο κομμάτια. Ο Turconi ασχολούταν με το κατασκευαστικό κομμάτι, ενώ ο Αρμάος με την καταγραφή, δηλαδή το «σταμπάρισμα» των τραγουδιών.
Αν και στην Κωνσταντινούπολη υπήρξαν μόνο 2-3 κατασκευαστές στην Ελλάδα, υπολογίζονται σε 60-80. Υπολογίζεται επίσης ότι την περίοδο πριν τον πόλεμο του 1940 υπήρξαν σε Αθήνα και Πειραιά περίπου 40.000 όργανα και άλλα τόσα μόνο στη Θεσσαλονίκη.
Ο τελευταίος κατασκευαστής ήταν από τις Σέρρες όπου έκλεισε το εργαστήριο περίπου στα 1938. Αυτό το μαρτυρούν και οι υπάρχουσες λατέρνες που υπολογίζονται σε νεότερες να είναι εκείνης της εποχής. Μέσα στα χρόνια της ακμής πολλοί ακολούθησαν το πρότυπο του Αρμάου-Turconi και διαχώρισαν την κατασκευή της λατέρνας. Έτσι, σπουδαιότερος «σταμπαδόρος» εξελίχθηκε ο γιος του Αρμάου, Νίκος Αρμάος. Αυτός διέδωσε αργότερα την τέχνη του στο γιο του και αυτός βρήκε μεταλαμπαδευτή τον Αντώνη Νασιόπουλο όπου σε συνεργασία με τον Βασίλη Ιακωβίδη, κορυφαίο τεχνίτη και κουρδιστή πιάνων, κατασκεύασαν ξανά το 1944 τη λατέρνα. Παράλληλα στις Σέρρες, ο Αναστάσιος Τζίωνης συνεχίζει και αυτός να κατασκευάζει με παραδοσιακό τρόπο λατέρνες. Αργότερα (το 2001) ο Ιακωβίδης θα πεθάνει, ο Τζίωνης θα αποσυρθεί (σε ηλικία 97 ετών) και μόνος κατασκευαστής στην Αθήνα θα μείνει ο Νασιόπουλος.
Μερικά από τα τραγούδια τα οποία ταυτίστηκαν με τη λατέρνα είναι η “Φραγκοσυριανή”, “Γαρύφαλλο στ’ αυτί”, “Το Τραμ το τελευταίο”, “Οι θαλασσιές οι χάντρες”.

Κοινοποίηση

Κοινοποιείστε στους φίλους σας!