Η οκά (Οθωμανικά اوقه, Τουρκικά okka), ήταν Οθωμανική μονάδα μέτρησης μάζας. Ύστερα από την κατάρρευση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, συνέχισε να χρησιμοποιείται στα κράτη που προέκυψαν από τη διάλυσή της, συνήθως παράλληλα με τις μονάδες του μετρικού συστήματος.
Η οκά είχε καθιερωθεί στην Ελλάδα από το 1876 και υποδιαιρούνταν σε 400 δράμια. Τα πολλαπλάσιά της ήταν το kantar (καντάρι) ίσο με 44 οκάδες (=56,4476 χιλιόγραμμα) και το çeki (τσεκί) ίσο με 4 καντάρια (=225,7904 χιλιόγραμμα).
Στην Ελλάδα η οκά αντιστοιχούσε σε 1.282 γραμμάρια και το δράμι σε 3,205 γραμμάρια και παρέμεινε σε παράλληλη χρήση με τις μονάδες του μετρικού συστήματος οι οποίες είχαν υιοθετηθεί από το 1876. Η επίσημη κατάργηση όλων των παλαιών μέτρων και σταθμών έγινε στις 31 Μαρτίου του 1959.
Το 1926 υπεγράφη το πρώτο διάταγμα και λίγο αργότερα, εισήχθη ως μονάδα μέτρησης το κιλό. Το χιλιόγραμμο με τα γραμμάριά του καλούνταν να καταλάβει τη θέση της πανελλήνιας οκάς και της επτανησιακής λίτρας. Έως τότε, ο λαός γνώριζε τις νέες μονάδες από διάφορους τομείς. Από τα φαρμακεία, το ταχυδρομείο και τα τελωνεία γνώριζε το κιλό και τα γραμμάρια. Στα καθημερινά μετρήματα, στα ψώνια του από τον μπακάλη και τον μανάβη χρησιμοποιούσε την οκά και τα δράμια, το γαλόνι, τη λίτρα κ.ά.
Για τα υγρά υπήρχαν το γαλόνι, η παλιάτσα, το σέκιο. Υπήρχαν, βέβαια, και άλλες γνωστές υποδιαιρέσεις: Η μισή, το κατοστάρι, το πενηνταράκι στις ταβέρνες και στα Επτάνησα η μισαλίστρα, η μισόπιντα, το καρτούτσο, το κουάρτο, η ογγγιά κ.ά.

Κοινοποίηση

Κοινοποιείστε στους φίλους σας!