Το Μεγάλο Σάββατο το πρωί τελείται ο Εσπερινός με τη Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου. Η σύναψη της Θείας Λειτουργίας με τον Εσπερινό έχει παραμείνει ως κατάλοιπο της βυζαντινής εποχής. Την παραμονή των μεγάλων εορτών των Θεοφανείων και του Πάσχα τελούνταν οι Βαπτίσεις των Κατηχουμένων. Όσοι επιθυμούσαν να γίνουν Χριστιανοί, δήλωναν την επιθυμία τους στον Επίσκοπο της περιοχής τους. Εκείνος, αφού τους διάβαζε κάποιες ευχές, τους ενέτασε στην τάξη των Κατηχουμένων. Οι Κατηχούμενοι περνούσαν ένα μεγάλο διάστημα Κατήχησης σε εβδομαδιαία βάση και, όταν ολοκληρωνόταν ο απαιτούμενος χρόνος, ο Κατηχητής σε συνεργασία με τον Επίσκοπο έκριναν αν ήταν έτοιμοι να γίνουν Χριστιανοί και να βαπτισθούν. Οι Βαπτίσεις ήταν ομαδικές. Ξεκινούσαν το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου και ολοκληρώνονταν αργά το μεσημέρι. Στο τέλος τελούνταν η Θεία Λειτουργία, στην οποία συμμετείχαν για πρώτη φορά. Γι’ αυτό η Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Σαββάτου τελείται μαζί με τον Εσπερινό.
Η Ακολουθία που τελούμε το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, όπως μας εξηγεί ο Αρχιμανδρίτης π. Φιλούμενος Ρούμπης, φαίνεται ότι μετέχει ταυτοχρόνως στο πένθος της Μεγάλης Εβδομάδας και στη χαρά του Πάσχα. Είναι εν μέρει στραμμένη προς τον τάφο του Κυρίου και εν μέρει προς τον Αναστάντα. Ήδη ο Εσπερινός και η Θεία Λειτουργία που τελούμε «προλαμβάνουν» την Κυριακή και μας φέρνουν το πρώτο μήνυμα της Αναστάσεως.
Μετά το «Φῶς ἱλαρόν» διαβάζονται τρία αποσπάσματα από την Παλαιά Διαθήκη: Πρώτα-πρώτα η διήγηση περί της Δημιουργίας (Γέν. α΄ 1-13), επειδή η Ανάσταση του Χριστού θα είναι κατά μία έννοια μια νέα Κτίση. Κατόπιν χωρία από το βιβλίο της Εξόδου (ιβ΄ 1-11) για την καθιέρωση του Μωσαϊκού Πάσχα, για τον αμνό, για το ράντισμα των θυρών με το αίμα του, και όλα εκείνα τα στοιχεία που προτύπωναν το Χριστιανικό Πάσχα. Τέλος, ο προφήτης Δανιήλ μας διηγείται την ιστορία των Τριών Παίδων που ρίφθησαν στο καμίνι μετά την άρνησή τους να προσκυνήσουν την εικόνα του Βασιλιά (Δαν. γ΄ 1-88). Η θαυματουργή τους διάσωση από τον θάνατο συμβολίζει τη νίκη του Αναστημένου.
Το ανάγνωσμα της Θείας Λειτουργίας αναπτύσσει στους Ρωμαίους το αγαπημένο θέμα του αποστόλου Παύλου: «Ἀδελφοί, ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθημεν… ἵνα ὥσπερ ἡγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ Πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν…». Μετά το τέλος της Ανάγνωσης του Αποστόλου, ψάλλεται ως εφύμνιο των στίχων του Αλληλουϊαρίου το «Ἀνάστα ὁ Θεός κρίνων τὴν γῆν» (Ψαλμ. πα΄8), ως προμήνυμα της Αναστάσεως, γι’ αυτό και προσφιλώς η πρωινή αυτή Ακολουθία ονομάζεται και «Πρώτη Ανάσταση». Ο ιερέας διασκορπίζει φύλλα δάφνης στο Ναό, ενώ σε πολλές Εκκλησίες συνηθίζεται να αναπαρίσταται ο σεισμός, που έγινε με τον θάνατο του Χριστού στον σταυρό ή, κατ’ άλλους, η συντριβή του Άδη, που επιτεύχθηκε με την κάθοδο του Κυρίου σε αυτόν.
Το Ευαγγέλιο – η πρώτη αναγγελία της Αναστάσεως που μας κάνει η Εκκλησία για τη φετινή Πασχαλινή περίοδο – περιγράφει την επίσκεψη των γυναικών στον Τάφο, το αναστάσιμο μήνυμα του αγγέλου, την εμφάνιση του Χριστού στους μαθητές Του στη Γαλιλαία.
Ο Χερουβικός Ύμνος προ της Μεγάλης Εισόδου αντικαθίσταται από το «Σιγησάτω πᾶσα σὰρξ βροτεία καὶ στήτω μετὰ φόβου καὶ τρόμου καὶ μηδὲν γήινον ἐν ἑαυτῇ λογιζέσθω, ὁ γὰρ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ κύριος τῶν κυριευόντων προσέρχεται σφαγιασθῆναι, καὶ δοθῆναι εἰς βρῶσιν τοῖς πιστοῖς…». Σκορπίσθηκε ήδη η ατμόσφαιρα της λύπης και σκυθρωπότητος εκ των Αγίων Παθών. Η χαραυγή της Αναστάσεως γίνεται πιο έκδηλη και φωτεινή.
Ωστόσο, η τελική ευλογία κατά την απόλυση δεν αναφέρει ακόμη την Ανάσταση. Το Μέγα Σάββατο έχει ήδη αναγγείλει το Πάσχα, αλλά χαμηλόφωνα ακόμη. Το μήνυμα της Αναστάσεως, τούτο το πρωινό του Μεγάλου Σαββάτου, φυλάσσεται ακόμη σαν μυστικό. Οι ώρες όμως κυλούν και δεν αργεί η ώρα που η Εκκλησία με όλη τη δύναμη της φωνής της θα διακηρύξει την εκ νεκρών Ανάσταση του Χριστού.
Στην Ιερουσαλήμ κεντρική θέση καατέχει η Ακολουθία του θείου Φωτός. Τις πρώτες μεσημβρινές ώρες διεξάγεται μία μεγαλειώδης τελετή. Ο Πατριάρχης με όλη τη Σύνοδο και την Αδελφότητα του Παναγίου Τάφου, στους οποίους προστίθενται και κληρικοί προσκυνητές, σχηματίζουν δύο σειρές με τέλεια τάξη. Μεταβαίνουν από το Ιερό Βήμα της εκκλησίας της Αναστάσεως στον Πανάγιο Τάφο με κωδωνοκρουσίες και τάλαντα. Κατόπιν σβήνουν όλα τα φώτα και οι λαμπάδες.
Γύρω γύρω από τον Πανάγιο Τάφο στέκονται πολύ θεαματικά χιλιάδες λαού και κρατούν στα χέρια δέσμες από 33 κεράκια, όσα και τα χρόνια της επιγείου ζωής του Κυρίου. Η προσοχή τους είναι στραμμένη στον Πανάγιο Τάφο. Η πομπή των ιερουργών περιφέρεται τρεις φορές γύρω από τον Ζωηφόρο Τάφο και κατόπιν σχηματίζει δύο τεράστιες σειρές. Ο Τάφος του Κυρίου επισφραγίζει τη μεγαλειότητα αυτής της εσπερινής τελετής. «Καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν» (Ιωάν. α΄ 5). Μετά την τρίτη περιφορά, αποσφραγίζονται οι θύρες του Τάφου.
Μια φωνή θαυμασμού εξέρχεται από τα χείλη των πιστών. Ακολουθεί θύελλα χειροκροτημάτων, που γεμίζει τον αέρα από μία ασυγκράτητη χαρά. «Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι». Μεγάλες φλόγες περικυκλώνουν τον Πανάγιο Τάφο, που εξέρχονται από τα ψηλά κηροπήγια, καθώς επίσης και από τα κεριά των Αρχιερέων που στέκονται εκατέρωθεν του Τάφου και στο Ιερό Βήμα του Ναού της Αναστάσεως. Όλος ο κόσμος στριμώχνονται για ν’ ανάψουν τη δέσμη με τα κεράκια τους και σε λίγη ώρα ολόκληρη η Εκκλησία έχει γεμίσει από μια λαμπρή φωτοχυσία. «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανὸς τε καὶ γῆ…».
Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας, μετά τόν θάνατό Του ο Χριστός κατέβηκε με την ψυχή Του στον Άδη, όπου βρίσκονταν όλοι οι απ’ αιώνος κεκοιμημένοι – δίκαιοι και αμαρτωλοί. Εκεί, σύμφωνα με τη διδασκαλία του Αποστόλου Πέτρου (Πέτ. Α΄ γ΄ 19-20 και Πράξ. Β΄ 31) μίλησε στους νεκρούς κατά το διάστημα του τριήμερου θανάτου Του, όπως είχε κάνει και στους ζωντανούς: «Με αυτό και κήρυξε, αφού πορεύτηκε στα πνεύματα που ήταν στη φυλακή, τα οποία κάποτε απείθησαν, όταν περίμενε η μακροθυμία του Θεού κατά τις ημέρες του Νώε, ενώ κατασκευαζόταν η κιβωτός, στην οποία λίγοι, τουτέστι οχτώ ψυχές, διασώθηκαν διαμέσου του νερού» και «Τότε πήρε τις ψυχές των νεκρών από τον Άδη και τις έφερε στον τόπο όπου πηγαίνουν οι ψυχές τώρα, τόπο που τον ονομάζουμε “ουρανό”. Εκεί οι ψυχές των προ Χριστού νεκρών και οι ψυχές των ανθρώπων που έζησαν μετά το Χριστό, μαζί, περιμένουν την ανάσταση, για να ζήσουν στη βασιλεία του Θεού παίρνοντας πάλι τα σώματά τους, αλλά ως αθάνατα και φωτεινά πλέον σώματα».
Οι γυναίκες που ήταν παρούσες στη σταύρωση
Τη σκηνή της σταύρωσης την παρακολουθούσαν από μακριά και πολλές γυναίκες. Ήταν αυτές που ακολούθησαν τον Ιησού από τη Γαλιλαία και Τον υπηρετούσαν. Πρώτη εξ αυτών ήταν η Κυρία Θεοτόκος. Ο Όσιος Δαμασκηνός ο Στουδίτης αναφέρει αναλυτικά ποιες ήταν οι υπόλοιπες: Η πρώτη είναι η Μαρία η Μαγδαληνή, από την οποία ο Χριστός είχε βγάλει επτά δαιμόνια και γι’ αυτή την ευεργεσία Τον ακολουθούσε. Ήταν ηλικιακά μεγαλύτερη από όλες, και την Παναγία. Μετά την Ανάληψη του Χριστού πήγε στη Ρώμη στον αυτοκράτορα Τιβέριο και κατήγγειλε τον Πιλάτο και τους Αρχιερείς για την άδικη σταύρωση του Χριστού.
Δεύτερη ήταν η Σαλώμη, κόρη του Ιωσήφ του Μνήστορος, η οποία αργότερα παντρεύτηκε τον Ζεβεδαίο. Ήταν μητέρα του Ιακώβου και του Ιωάννου του Θεολόγου. Τρίτη μυροφόρος ήταν η Ιωάννα, η γυναίκα του Χουζά, ο οποίος ήταν επίτροπος και οικονόμος στο σπίτι του βασιλιά Ηρώδη. Τέταρτη η Μαρία, η αδελφή του Λαζάρου, η οποία προηγουμένως είχε αλείψει τον Χριστό με το μύρο, όπως γράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, ως ευχαριστήριο για την ανάσταση του αδελφού της. Πέμπτη ήταν η αδερφή της η Μάρθα, η οποία υπηρετούσε τον Χριστό με πολλή προθυμία από την αρχή. Έκτη ήταν η Μαρία, η γυναίκα του Κλωπά. Αυτή τη Μαρία, ο ευαγγελιστής Ιωάννης ονομάζει «αδελφή της Θεοτόκου». Ο Ιωακείμ, ο πατέρας της Παναγίας είχε ένα αδελφό και όταν εκείνος πέθανε χωρίς να έχει παιδί, πήρε την γυναίκα του ως σύζυγό του σύμφωνα με τον Μωσαϊκό νόμο. Με αυτήν απέκτησε ένα παιδί, τη Μαρία. Έβδομη Μυροφόρος ήταν η Σωσσάννα, την οποία είχε θεραπεύσει ο Χριστός. Ήταν εύπορη και ακολουθούσε τον Κύριο, προσφέροντας οικονομικά στις ανάγκες των αδελφών. Υπήρχαν κι άλλες Μυροφόρες που βοηθούσαν τις παραπάνω, όπως λέει ο Ευαγγελιστής Λουκάς, αλλά τα ονόματά τους δεν αναφέρονται.
Τα γεγονότα εκτυλίχθηκαν ως εξής: Κατά το δειλινό, ο Ιωσήφ που καταγόταν από την Αριμαθαία, τόλμησε να πάει προς τον Πιλάτο, προκειμένου να ζητήσει το σώμα του Ιησού, για να Τον ενταφιάσει. Ο Ιωσήφ ήταν αξιοσέβαστο μέλος του Συνεδρίου, ωστόσο περίμενε τη Βασιλεία του Θεού, δηλαδή δεν συμμεριζόταν το μίσος των Ιουδαίων εναντίον του Κυρίου, γιατί ήταν ένας από τους κρυφούς Μαθητές Του. Η Εκκλησία του προσδίδει το προσωνύμιο «εὐσχήμων», δηλαδή ευπρεπής και σεβαστός. Ήταν πλούσιος, με πολλές εμπορικές δραστηριότητες και για τον λόγο αυτό είχε μαζί του αρκετό χρυσό, προκειμένου να τον προσφέρει ως αντάλλαγμα για να «αγοράσει» -τρόπον τινά- το σώμα από τον Πιλάτο. Κατά μία παράδοση, για τον σκοπό αυτό η Παναγία έδωσε και τον χρυσό, που είχαν προσφέρει οι Μάγοι όταν προσκύνησαν το νεογέννητο Κύριο.
Ο Πιλάτος απόρησε που ο Ιησούς είχε κιόλας πεθάνει. Κάλεσε τον Εκατόνταρχο, ο οποίος επιβεβαίωσε ότι είχε ήδη πεθάνει από ώρα. Όταν πήρε την απάντηση, χάρισε το σώμα στον Ιωσήφ. Εκείνος αγόρασε ένα μεγάλο λευκό λινό σεντόνι. Κατέβασε τον Ιησού από τον σταυρό και η Κυρία Θεοτόκος φρόντισε για τον ευπρεπισμό του σώματός Του. Λέγεται ότι μόνο Εκείνη άγγιξε το Άχραντο Σώμα. Μαζί με τον Ιωσήφ ήρθε και ο Νικόδημος, ο νυχτερινός Μαθητής του Κυρίου, ο οποίος έφερε ένα μίγμα από σμύρνα και αλόη, εκατό περίπου λίτρες (σαράντα πέντε περίπου κιλά). Στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο αναφέρεται πως, όταν ξεκίνησαν οι προσπάθειες για τη σύλληψη του Κυρίου, ο Νικόδημος κάλεσε τις ιουδαϊκές αρχές να μην βιάζονται να καταλήξουν σε συμπεράσματα και να μην Τον καταδικάσουν χωρίς ακρόαση. Η σμύρνα και η αλόη ήταν μίγμα σκόνης, δεν ήταν σε υγρή μορφή. Τα μύρα που ετοίμαζαν οι γυναίκες ήταν διαφορετικά από τα αποξηραμένα υλικά που έφερε ο Νικόδημος. Αυτά αναμιγνύονταν με έλαιο και απλώνονταν στο σώμα του Κυρίου.
Αφού το σώμα του Κυρίου κατέβηκε από τον σταυρό, τοποθετήθηκε σε μία μαρμάρινη πλάκα (αυτή υπάρχει σήμερα και προσκυνείται στην είσοδο του Ναού της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα) όπου και πλύθηκε. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκαν οι αρωματικές ύλες που είχε φέρει ο Νικόδημος. Ωστόσο, δεν μυρώθηκε το σώμα Του, καθώς οι γυναίκες Μαθήτριες είχαν επιστρέψει στα σπίτια τους, προκειμένου να ετοιμάσουν τα αρωματικά έλαια, και προγραμμάτισαν να γυρίσουν στον τάφο την Κυριακή το πρωί. Να πούμε ότι η μύρωση είχε να κάνει με τον περιορισμό ή την κάλυψη της δυσοσμίας που προκαλείται από τη σήψη. Απαραίτητο, διότι τις πρώτες ημέρες μετά την ταφή οι άνθρωποι συνήθιζαν να επισκέπτονται και να μπαίνουν στο εσωτερικό του τάφου του κεκοιμημένου για να προσευχηθούν.
Στη συνέχεια, το σεντόνι που αγόρασε ο Ιωσήφ χωρίστηκε στα δύο και το ένα μέρος κόπηκε σε λωρίδες (κειρίες), με τις οποίες σπαργανώθηκε το σώμα, αφού πρώτα αλείφτηκε με σμυρναλόη. Στο κεφάλι τοποθετήθηκε το σουδάριο. Το μνήμα στο οποίο θα τοποθετούνταν το σώμα δεν μπορούσε να απέχει μεγάλη απόσταση από το σημείο της σταύρωσης. Και αυτό γιατί ήταν ήδη απόγευμα της παραμονής του Σαββάτου, που σημαίνει ότι το Σάββατο είχε ήδη ξεκινήσει. Κατ’ αυτή την ημέρα δεν επιτρεπόταν να διανύσουν μεγάλες αποστάσεις. Άρα, ο τόπος ενταφιασμού δεν μπορούσε να βρίσκεται σε μεγαλύτερη απόσταση των 40 μέτρων. Για τον σκοπό αυτό, ο Ιωσήφ προσέφερε τον τάφο που είχε αγοράσει ο ίδιος για τον εαυτό του και την οικογένειά του. Οι πλούσιες οικογένειες είχαν μεγάλους οικογενειακούς τάφους, που ήταν λαξευμένοι στους λόφους γύρω από την Ιερουσαλήμ. Ο τάφος του Ιωσήφ ήταν «καινός», δηλαδή καινούριος. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία. Αναφέρονται στην Παλαιά Διαθήκη περιπτώσεις κεκοιμημένων που, επειδή ενταφιάστηκαν σε τάφους, όπου υπήρχαν σώματα κεκοιμημένων Αγίων-Προφητών, αναστήθηκαν, όταν το σώμα τους ήρθε σε επαφή με τα λείψανα των Αγίων. Γι’ αυτό τονίζεται ότι το μνημείο του Χριστού ήταν καινούριο και άδειο, για να μην υπάρχει υποψία ότι η Ανάστασή Του προκλήθηκε από άλλο αίτιο. Αφού, λοιπόν, το σώμα Του τοποθετήθηκε μέσα στο μνημείο, η θύρα του σφραγίστηκε με έναν πελώριο βράχο. Η σφράγιση του τάφου ήταν απαραίτητη, προκειμένου να προφυλαχθεί η σωρός από τυχόν άγρια θηρία. Έπειτα όλοι αναχώρησαν, εκτός της Παναγίας, η οποία παρέμεινε εκεί μέχρι την Ανάσταση. Το πρωινό της ημέρας του Εβραϊκού Πάσχα (Μεγάλο Σάββατο πρωί για εμάς) οι πάντες ησύχασαν. Ο Χριστός ευρίσκεται ήδη ενταφιασμένος («ἀναπεσών ἐκοιμήθη ὡς λέων καὶ ὡς σκύμνος. Τίς ἐγερεῖ αὐτόν;» (Γέν. μθ΄ 10)).
Οι μόνοι ίσως που δεν ησύχασαν ήταν οι Αρχιερείς και οι ιερείς. Και ενώ απαγορευόταν να μετακινηθούν κατά την ημέρα του Σαββάτου, πήγαν στον Πιλάτο και του ζήτησαν «κουστωδία», έναν αριθμό στρατιωτών δηλαδή, προκειμένου να τους θέσουν ως φύλακες του τάφου του Κυρίου. Είχαν ακούσει τις προφητείες Του περί της Αναστάσεώς Του και πίστευαν ότι είχε σχεδιασθεί από τους Μαθητές να κλέψουν το σώμα Του από τον τάφο και να πουν ότι αναστήθηκε. Η κουστωδία, λοιπόν, στην οποία συμμετείχε και ο Λογγίνος ο Εκατόνταρχος, σφράγισε τον τάφο και παρέμεινε να τον φυλά. Τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου οι καμπάνες καλούν τον λαό στις Εκκλησίες. Μετά την τελετή του Αγίου Φωτός, που διανέμεται σε όλους, σχηματίζεται πομπή όπου καταλήγει έξω από το Ναό. Γίνεται η τελετή της Αναστάσεως και ακολουθεί ο Όρθρος και η Πασχαλινή Θεία Λειτουργία.
Τα έθιμα του τόπου μας
Από το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου με την ακολουθία της πρώτης Ανάστασης, η λαϊκή ψυχή, που τόσο πένθησε τις προηγούμενες ημέρες, γεμίζει ανακούφιση και ελπίδα. Τα έθιμα του Μεγάλου Σαββάτου, σύμφωνα με την κυρία Ευηλένα Καρδαμήλα, χαρακτηρίζονται από την πρόκληση δυνατών θορύβων με σκοπό τον εκφοβισμό και την εκδίωξη του δαίμονα, που θέλει να αντιδράσει στην επερχόμενη Ανάσταση του Ιησού και τη σωτηρία των ανθρώπων. Άλλη ερμηνεία για τους χαρακτηριστικούς θορύβους των εθίμων αυτών σχετίζεται με την θορυβώδη στιγμή της Ανάστασης του Χριστού.
Το χαρούμενο κλίμα της ημέρας ξεκινά μόλις ακουστεί το «Ανάστα ο Θεός» μέσα στις εκκλησίες, στις οποίες διαδραματίζονται από τους πιστούς θορυβώδεις σκηνές. Οι ιερείς κρατούν ένα πανέρι γεμάτο με δαφνόφυλλα και γυρίζουν όλη την εκκλησία σκορπίζοντάς τα στο εκκλησίασμα. Οι καμπάνες ηχούν δυνατά και σε ορισμένες περιοχές της χώρας, στα προαύλια της εκκλησίας ξεκινούν πυροβολισμοί στον αέρα. Όσοι δεν έχουν όπλα, κάνουν θόρυβο χτυπώντας ή σπάζοντας τσουκάλια και αγγεία.
Στα Επτάνησα και κυρίως στην Κέρκυρα επικρατεί μέχρι και σήμερα το έθιμο του σπασίματος των κανατιών ή αλλιώς των μπότηδων, σύμφωνα με το τοπικό ιδίωμα. Το σπάσιμο των κανατιών είναι μέρος ενός ευρύτερου δρωμένου της πρώτης Ανάστασης, που περιλαμβάνει την περιφορά του Επιταφίου και τη μουσική ακολουθία από τις φιλαρμονικές του νησιού. Το έθιμο θεωρείται πως έχει τις ρίζες τους στην περίοδο της Ενετοκρατίας, κατά την οποία οι Βενετοί συνήθιζαν να σπάνε τις παλιές τους στάμνες την ημέρα της Πρωτοχρονιάς, ώστε να τους φέρει ο νέος χρόνος καινούριες στάμνες, γεμάτες με αγαθά. Οι Ορθόδοξοι κάτοικοι της Κέρκυρας οικειοποιήθηκαν το έθιμο και το μετέφεραν χρονικά στην περίοδο του Πάσχα, αντικαθιστώντας όμως τα παλιά πράγματα με νέα κανάτια γεμάτα νερό, για να προκαλέσουν μεγαλύτερη φασαρία. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή το έθιμο για το σπάσιμο των κανατιών πρόκειται για ταφικό έθιμο και έχει τις ρίζες του στην αρχαία Ελλάδα αλλά και το Βυζάντιο. Συγκεκριμένα την ώρα που έβγαινε η σορός του νεκρού από το σπίτι, συνήθιζαν να σπάνε ένα πιάτο ή ένα πήλινο αντικείμενο έξω από την πόρτα για να σταματήσει το κακό και να μην πεθάνει κάποιος άλλος από την οικογένεια σύντομα.
Παράλληλα, σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας, αφού γίνει η πρώτη Ανάσταση ξεκινούν οι ετοιμασίες για τη γιορτή της Λαμπρής. Οι γυναίκες στο σπίτι αναλαμβάνουν τα ψωμιά και τις πασχαλινές πίτες και οι άντρες αναλαμβάνουν το σφάξιμο του αρνιού, του λεγόμενου λαμπριώτη ή πασκάτη. Το αρνί πρέπει να είναι άσπρο και αρσενικό και σε πολλές περιοχές της χώρας, όπως στην Ήπειρο, συνήθιζαν με το αίμα του να σταυρώνουν τις πόρτες των σπιτιών. Επίσης, στην παραδοσιακή κοινωνία αυτή την ημέρα συνήθιζαν να προσφέρονται τα δώρα στα βαφτιστήρια και στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Τέλος, για τη λαϊκή πίστη ήταν μεγάλη ευλογία να πεθάνει κανείς Μεγάλο Σάββατο, αφού θεωρείτο ότι πεθαίνει μαζί με τον Χριστό.
Πηγή: skai.gr
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.