Τον μούστο, που πήραμε από το πατητήρι, αφού τον στραγγίσουμε καλά τον βράζουμε με στάχτη – μια κουταλιά της σούπας  περίπου στο κιλό – για κάμποση ώρα μέχρι να κόψει , να δούμε δηλαδή την στάχτη να φουσκώνει και να χωρίζεται σε κομμάτια στην επιφάνια. Κατά την ώρα του βρασμού  χρειάζεται πολλές φορές να ραντίζουμε με λίγο νεράκι  γιατί φουσκώνει πολύ και χύνεται. Όταν είναι έτοιμος τον αφήνουμε  να κάτσει ένα ολόκληρο βράδυ για να λαγαρίσει καλά  και την άλλη μέρα χρησιμοποιούμε τον καθαρό  πιά μούστο για να κάνουμε την μουσταλευριά. Αν θέλουμε μπορούμε να τον σουρώσουμε με μια καθαρή πετσέτα για καλύτερο αποτέλεσμα. Για την μουσταλευριά χρειαζόμαστε 5 μέρη μούστου και 1 αλεύρι, γαρύφαλλο, κανέλλα και καρύδια. Ρίχνουμε το αλεύρι σε χλιαρό μούστο και ανακατεύουμε γρήγορα με το σύρμα, προσθέτουμε λίγο γαρύφαλλο όχι όμως κανέλλα γιατί σκουραίνει πολύ.  Όταν αρχίσει να πήζει χρησιμοποιούμε ξύλινη κουτάλα και σπρώχνουμε πέρα δώθε για να μην κολλήσει. Αφήνουμε να βράσει και να βγάζει φουσκάλες σαν μικρά ηφαίστεια… Για να δούμε αν είναι έτοιμο αφήνουμε να πέσει από την κουτάλα και να είναι σαν διάφανη κουρτίνα. Μοιράζουμε αμέσως σε πιάτα και  σκορπάμε επάνω κανέλλα  και τα καρύδια  χοντροκομμένα.

                                                             Μουστόπ(ι)τα

        Η μουστόπιτα γίνεται όπως και η μουσταλευριά με την διαφορά ότι βάζουμε 4 μέρη μούστο και 1 αλεύρι. Όταν είναι έτοιμη την αδειάζουμε σε ένα ταψί, περιμένουμε λίγο να πιάσει κρούστα,  σκορπάμε επάνω χονδροκομμένα αμύγδαλα ασπρισμένα και καβουρδισμένα  και την αφήνουμε μερικές μέρες να στεγνώσει. Θα πρέπει να είναι περίπου δύο δάχτυλα παχιά όχι περισσότερο για να στεγνώσει καλά.  Στην συνέχεια την κόβουμε σε μπακλαβωτά κομμάτια την τυλίγουμε σε σελοφάν και  έτσι μπορεί να διατηρηθεί για αρκετό καιρό.  Επίσης, αν θέλουμε,  αφού  στεγνώσει  λίγο, την χαράζουμε σε κομμάτια και στο καθένα βάζουμε ένα ολόκληρο  αμύγδαλο ασπρισμένο  και καβουρδισμένο.  Έτσι  έφτιαχναν την μουστόπιτα οι παλιές νοικοκυρές, σήμερα την  κάνουν  σαν κέικ με πετιμέζι αραιωμένο, αντί για ζάχαρη.

                                                                      Ζπέκια

       Για να φτιάξουμε τα ζπέκια χρειαζόμαστε καρύδια, κατά προτίμηση φρέσκα για να μην σπάνε όταν περνάμε την κλωστή  και μουσταλευριά.  Σε μια βελόνα περνάμε χοντρή κλωστή και στο τέλος αντί για κόμπο δένουμε ένα τσόφλι από τα καρύδια με το στρογγυλό μέρος  προς τα  έξω. Σπάζουμε  τα καρύδια προσεκτικά ώστε να χωριστούν σε δύο μέρη.  Αρχίζουμε να περνάμε τα καρύδια στην κλωστή τρυπώντας με την βελόνα από την έξω μεριά και συνεχίζουμε μέχρι να φτιάξουμε το ζπέκι όσο μακρύ θέλουμε. Όταν τελειώσουμε δένουμε επάνω μικρά μπαστουνάκια για να τα κρεμάσουμε. Πρέπει να μείνουν περίπου δέκα μέρες κρεμασμένα στον αέρα για να στεγνώσουν καλά  τα καρύδια γιατί διαφορετικά μπορεί  μουχλιάσουν. Όταν είναι έτοιμα, φτιάχνουμε  την μουσταλευριά αλλά πιο σφιχτή ,δηλαδή 4 μέρη μούστο και 1 αλεύρι  και τα μυρωδικά της φυσικά.  Αφήνουμε λίγο να ξαχνίσει και βουτάμε μέσα ένα, ένα τα ζπέκια. Περιμένουμε λίγο και σηκώνουμε αργά αργά και προσεκτικά  για να μείνει επάνω και να κολλήσει ένα στρώμα μουσταλευριάς.  Περιμένουμε  να παγώσει λίγο το πρώτο στρώμα και ξαναβουτάμε. Τα κρεμάμε στον αέρα και βάζουμε από κάτω ένα πιατάκι γιατί στάζουν .  Τα ζπέκια όταν είναι καλά στεγνωμένα κρατάνε όλο τον Χειμώνα  και είναι νοστιμότατα.  Συνοδεύουν  μάλιστα πολύ ωραία το γλυκόπιοτο Ζιτσιώτιο  ρακί. Αν δεν έχουμε φρέσκα καρύδια μπορούμε να βάλουμε τα ξερά καρύδια ένα βράδυ σε νωπή πετσέτα  να μαλακώσουν  για να μην σπάνε καθώς θα περνάμε την κλωστή, προσοχή μόνο γιατί βάφουν την πετσέτα.

                                                               Πετιμέζι

        Για να γίνει το πετιμέζι  οι νοικοκυρές έβραζαν τον μούστο πολλές ώρες, μέχρι να συμπυκνωθεί και να μείνει  παχύρευστο και χρυσοκόκκινο το πολύτιμο πετιμέζι. Το πετιμέζι το κρατούσαν σε βάζα και μπορούσε να μείνει και να χρησιμοποιηθεί για πολλά χρόνια.

                                                                  Σ(υ)κομαϊδες

             Ο σκομαϊδες γίνονται από γινομένα σύκα, καλά στεγνωμένα. Τα παλιά χρόνια τα σύκα τα στέγνωναν πάνω σε ξύλινες τάβλες στις σκεπές των σπιτιών ή πάνω σε τραπεζομάντηλα σκεπασμένα με τουλπάνια  προτιμούσαν μάλιστα σκεπές  που είχαν τσίγκο επειδή εκεί η θερμοκρασία ήταν μεγαλύτερη. Όταν βιάζονταν να τα ξεράνουν τα έβαζαν  στο απόφουρνο. Τα σύκα όταν ήταν έτοιμα τα έβαζαν στο σκαφίδι,  έριχναν αραιωμένο πετιμέζι και τα άφηναν  μια μέρα να μουσκέψουν. Στην συνέχεια τα περνούσαν από την μηχανή του κιμά, αν δεν είχαν μηχανή τα έκοβαν στο κεφτεντένι όπως τον κιμά.  Τα κομμένα σύκα τα ζύμωναν με μέλι πετιμέζι κανέλλα και γαρύφαλλο και έπλαθαν τις σκομαϊδες αφού προηγουμένως έβρεχαν τα χέρια με λίγο νερό για να μην κολλάνε. Τις  έπλαθαν στρογγυλές και λίγο πατικωμένες από πάνω. Κάποιες νοικοκυρές τις τύλιγαν σε αλεύρι άλλες πάλι όχι. Στην συνέχεια τις έβαζαν ξανά στον ήλιο να στεγνώσουν καλά για να τις φυλάξουν μετά «διπλοκλειδωμένες» στην καρσέλα. Ταπεινό γλυκάκι για ξεφέντιασμα στις χειμωνιάτικες μέρες,  χάδι απ΄ της κυραμάνας τα χέρια, πολύτιμη  ανάσα στης αργατιάς τον κόπο.

 

(Από το βιβλίο «γεύσεις καρδιάς»  της Βούλας Λεοντίδη – Πλάτωνα)


Κοινοποίηση

Κοινοποιείστε στους φίλους σας!