Πολύπλευρη και πολυσυζητημένη πνευματική προσωπικότητα, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος (φιλολογικό ψευδώνυμο του Κωνσταντίνου Δημητριάδη), υπήρξε εκδότης, μεταφραστής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος, λαογράφος, συλλέκτης έργων τέχνης, ιδιοκτήτης πινακοθήκης, σχολιαστής (ενίοτε ιδιαίτερα δηκτικός) των έργων και των ζωών των άλλων, μα πάνω απ’ όλα ένας από τους σημαντικότερους έλληνες ποιητές.

Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από έντονα ερωτική διάθεση κι επιρροές από το έργο του Κωνσταντίνου Καβάφη. «Πάντως, η βασικότερη διαφορά είναι ότι ο Καβάφης είναι φιλήδονος, ενώ εγώ γράφω για την αγωνία της ερωτικής στέρησης», έλεγε.

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος γεννήθηκε στις 20 Μαρτίου 1931 στη Θεσσαλονίκη, την οποία ουδέποτε εγκατέλειψε. Ήταν γιος του Αναστάση Δημητριάδη και της Φανής Αποστολίδου, που είχαν εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη ως ανταλλάξιμοι μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Τα δύσκολα παιδικά χρόνια

Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια και κινδύνευσε να πεθάνει δύο φορές από την πείνα κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Στην εφηβεία του αμφιταλαντευόταν για το εάν θα σπουδάσει θεολογία (πήγαινε στο κατηχητικό και είχε αναφέρει πως είχε επηρεαστεί) ή να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών.

Τελικά αποφάσισε να γίνει φιλόλογος και φοίτησε στο τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (αποφοίτησε στα 1954), αλλά δε θέλησε ποτέ να εξασκήσει τη φιλολογία ως επάγγελμα. Εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος από το 1957 στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης και ύστερα από οκτώμισι χρόνια παραιτήθηκε. Είχε δηλώσει εξάλλου ότι θεωρούσε «κατάρα» το να είναι κάποιος υπάλληλος.

Η πρώτη ποιητική συλλογή

Η πρώτη του εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα έγινε το 1948, με τη δημοσίευση του ποιήματος «Βιογραφία» στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης «Μορφές». Το 1950 κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Εποχή των ισχνών αγελάδων». Το 1958 ίδρυσε και ανέλαβε το περιοδικό «Διαγώνιος» που κυκλοφόρησε ως το 1983 και το 1962 δημιούργησε τον εκδοτικό οίκο «Εκδόσεις της Διαγωνίου», προτείνοντας κι εκδίδοντας σημαντικούς λογοτέχνες (Νίκος – Αλέξης Ασλάνογλου, Γιώργος Ιωάννου, Τόλης Καζαντζής, Περικλής Σφυρίδης, Σάκης Παπαδημητρίου κ.ά.).

Εκτός από ποιητής και εκδότης, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος υπήρξε διηγηματογράφος, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, ερευνητής, λαογράφος, επιμελητής εκδόσεων, βιβλιοκριτικός, συλλέκτης, μελετητής και ερμηνευτής ρεμπέτικων τραγουδιών. Είχε ασχοληθεί επισταμένα με τον Διονύσιο Σολωμό, τον Στρατή Δούκα, τον Κωνσταντίνο Καβάφη, τον Νίκο Καββαδία, τον Βασίλειο Λαούρδα, ενώ είχε εντρυφήσει στο έργο του Βασίλη Τσιτσάνη κι εξέδωσε μελέτες για το ρεμπέτικο τραγούδι. Παράλληλα με τις υπόλοιπες δραστηριότητές του, ίδρυσε (1974) την Αίθουσα Τέχνης της Διαγώνιου.

 

Όταν αρνήθηκε το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων

Το 2011 τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για την προσφορά του τόσο στην πνευματική ζωή της Θεσσαλονίκης, αλλά και γενικότερα στα ελληνικά γράμματα. Αρνήθηκε όμως να το παραλάβει, παραπέμποντας στο κείμενό του «Εναντίον» από το 1979 όπου αναφέρει: «Είμαι εναντίον των βραβείων, γιατί μειώνουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Βραβεύω σημαίνει αναγνωρίζω την αξία κάποιου κατωτέρου μου και κάποτε θα πρέπει να διώξουμε τα αφεντικά από τη ζωή μας».

Το 1994 ο Ντίνος Χριστιανόπουλος εμφανίστηκε και ως συνθέτης στον δίσκο «Το αιώνιο παράπονο», μελοποιώντας δική του ποίηση. Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει μεταξύ άλλων o Μάνος Χατζιδάκις («Αναμονή (Όταν περιμένω)», «Ανταλλαγή (Με κατάνυξη)», «Ενός λεπτού σιγή»), ο Διονύσης Σαββόπουλος («Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας»), ο Σταύρος Κουγιουμτζής («Όταν σε περιμένω», «Βαρδάρι») και ο Αργύρης Μπακιρτζής («Το Φιλί»).

Καταβεβλημένος από τις αλλεπάλληλες, τα τελευταία χρόνια, περιπέτειες της υγείας του, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος έφυγε από τη ζωή τις 11 Αυγούστου 2020, σε ηλικία 89 ετών.

Είπε και έγραψε:

*Το ρεμπέτικο είναι η πολιτιστική αξία του ελληνισμού. Σ’ ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν υπάρχει σύγχρονο λαϊκό τραγούδι.. Μόνο στην Πορτογαλία τα φάντος και στην Ελλάδα το ρεμπέτικο είναι οι τελευταίες εστίες του…

*«Εγώ; Από νταλκά τραγουδάω».

*«Είναι αλήθεια. Μιλώ συχνά αθυρόστομα. Έβρισα πολλούς ανθρώπους , τους σχολίασα αρνητικά. Κινδύνεψα να συρθώ και σε δικαστήρια για αυτά που είπα. Ας είναι. Δεν μου βγήκε σε κακό… Δεν μετανιώνω».

*«Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας/ είναι πολύ ζαχαρωμένα/ ταιριάζουν σε σοκολατόπαιδα/ μα δεν ταιριάζουνε σε μένα/ Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας/ ποτέ δε λένε την αλήθεια/ ο κόσμος υποφέρει και πεινά / κι εσείς τα ίδια παραμύθια…».

– Και το …θρυλικό «Εναντίον» (το ομότιτλο κείμενό του, τού 1977) σύμφωνα με το οποίο ..(«Είμαι εναντίον της κάθε τιμητικής διάκρισης, απ΄ όπου και αν προέρχεται. Δεν υπάρχει πιο χυδαία φιλοδοξία, απ’ το να θέλουμε να ξεχωρίζουμε. Αυτό το απαίσιο «υπείροχον έμμεναι άλλων», που μας άφησαν οι αρχαίοι./ Είμαι εναντίον των βραβείων, γιατί μειώνουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Βραβεύω σημαίνει αναγνωρίζω την αξία κάποιου κατώτερου μου -και κάποτε θα πρέπει να απαλλαγούμε από την συγκατάβαση των μεγάλων. Παίρνω βραβείο σημαίνει παραδέχομαι πνευματικά αφεντικά -και κάποτε θα πρέπει να διώξουμε τα αφεντικά από τη ζωή μας…

..Είμαι εναντίον των χρηματικών επιχορηγήσεων/ Είμαι εναντίον των λογοτεχνικών συντάξεων. .. των σχέσεων με το κράτος , των εφημερίδων/ των κλικών/ των κουλτουριάρηδων/ κάθε ιδεολογίας / κάθε ατομικής φιλοδοξίας που καθημερινά μας οδηγεί σε μικρούς και μεγάλους συμβιβασμούς. Αν σήμερα κυριαρχούν παραγοντίσκοι και τσανάκια, δεν φταίει μόνο το κωλοχανείο· φταίνε και οι δικές μας παραχωρήσεις και αδυναμίες. Αν πιάστηκε η μέση του οδοκαθαριστή, φταίμε και εμείς που πετάμε το τσιγάρο μας στον δρόμο. Κι αν η λογοτεχνία μας κατάντησε σκάρτη, μήπως δεν φταίει και η δική μας σκαρταδούρα;”).

Ανήμερα της παγκόσμιας μέρας της ποίησης, της πρώτης μέρας της Άνοιξης, ανήμερα και των γενεθλίων του (προ πενταετίας) ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος, απαντούσε στην ερώτηση του ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Σε τι βοηθά λοιπόν η ποίηση;»

-«Ακανθώδες το ερώτημα και δε νομίζω να δύναται κανείς να δώσει τη σωστή απάντηση. Ίσως, θα μπορούσα να πω ότι δίνει έκφραση στην ψυχική ανάγκη μιας μερίδας ανθρώπων που λέγονται ποιητές. Ίσως και σε ορισμένους από τους αναγνώστες τους. Είναι απίθανο μυστήριο αυτό της ποίησης… Εμένα, πάντα μου άρεσαν- μου αρέσουν πολύ, οι λέξεις… Δεν μπορώ όμως να διεισδύσω σ αυτό το μυστήριο που λέγεται ποίηση… Μπορεί όμως η ποίηση να αναστείλει πολέμους, να δώσει λύση σ’ αυτή την κρίση που βιώνουμε; Δε νομίζω…».

 

Κοινοποίηση

Κοινοποιείστε στους φίλους σας!