• Του Κώστα Παπαθεοδώρου

Ένας περίπατος με το Νίκο στη Ροδιά, ήταν η θρυαλλίδα έκρηξης της μνήμης. Εικόνες από τα παλιά ξεπηδούσαν από τα έγκατα του μυαλού μου και με γύριζαν πίσω. Εκεί και τότε, που όλα ήταν απλά και ξεκαθαρισμένα. Τίποτε το άγνωστο και το καινούργιο. Και στη διαδρομή η κουβέντα μεστή, γεμάτη πεπαλαιωμένα συναισθήματα. Και – όπως το κρασί- η μνήμη είναι η μοναδική ανθρώπινη λειτουργία που όσο παλιώνει αποκτά εξωτικές γεύσεις και αιθέρια αρώματα που απελευθερώνουν την ανάσα της ζωής.

Στο τέλος της διαδρομής, η Παναγία η Ροδιά. Ένα μοναστήρι, κάποτε στη μέση του υδρότοπου του Αμβρακικού, χωρίς μέχρι πρόσφατα εύκολη πρόσβαση. Αυτή όμως είναι η δική μου γενέθλια… θάλασσα.

Εκτός από το δρόμο που πλέον φτάνει από τη Βίγλα στη Στρογγυλή, όλα τα άλλα είναι αυθεντικά. Και απαράλλαχτα. Εικόνες της μνημης που προβάλλονται και πάλι μπροστά από τη μηχανή του χρόνου.

Ο χρόνος είναι άχρονος και ο καθορισμός τους, αποτελεί επινόηση του ανθρώπου που αδυνατεί να κατανοήσει έννοιες αν προηγουμένως δεν ορίσει συντεταγμένες: αρχή, μέση και τέλος.

Αλλά η συνταρακτική εμπειρία μου ήταν η είσοδος στον περίβολο του μοναστηριού. Δεν είμαι από αυτούς που προστρέχουν σε προσκυνήματα και εκκλησίες. Αλλά καμία φορά ένα μνημείο της μνήμης , όπως και αν αυτό ορίζεται, στη μέση του πουθενά, αποτελεί- όπως έγγραψα και στην αρχή- θρυαλλίδα στοχασμού για το νυν και αεί. Επαναθέτει με ιδιαίτερους όρους, με τρυφερότητα και νοσταλγία τα όρια της ανθρώπινης ύπαρξης.

Κάποιοι άνθρωποι κάποτε ωθούμενοι από τη δύναμη της πίστης τους, έκτισαν εκκλησία για να δοξάσουν το θεό τους. Και κατέβαλαν μεγάλη προσπάθεια να μεταφέρουν με τις γαϊτες τους τα υλικά που δε μπορούσαν να προμηθευτούν από το βουνό και τη λίμνη.

Έβαλαν και μεράκι. Και τέχνη. Υψηλή αρχιτεκτονική από ανθρώπους που δε γνώριζαν ούτε μαθηματικά μήτε και φυσική. Έκτισαν προσκύνημα μόνο με τη δημιουργικότητα και τη δύναμη των αισθήσεων τους. Ανεπιτήδευτο, λιτό μα συνάμα, τέχνεργο.

Δεν είχαμε τη δυνατότητα να μπουμε στο εσωτερικό . Όμως τις εικόνες που δεν αντικρύσαμε αναπληρώνει η μνήμη. Και ίσως είναι καλύτερα αυτό γιατί κάποιες φορές οι εικόνες της μνήμης είναι από μόνες του προσκύνημα που δε χρειάζεται να επανεμφανιστούν.

Το εσωτερικό είναι μικρό. Η πόρτα χαμηλή για να σκύβουν και να αφήνουν οι προσερχόμενοι έξω την αλαζονεία και την έπαρση. Στο εσωτερικό που μόλις και μετά βίας χωράει καμιά δεκαριά άτομα, αιωρούνται πάνω από το κεφάλι σου οι θαμπές τοιχογραφίες και πλάι σου οι εξίτηλες εικόνες. Βαριά η ατμόσφαιρα από τα καμένα λάδια και το σβησμένα λιβάνια. Και οι λιγοστοί ήχοι είναι από τους το τρίξιμο των παλιών μεντεσέδων και των σκεβρωμένων ξύλων. Και απ` έξω έρχεται σαν αύρα το κελάιδισμα των πουλιών και το θρόισμα της αγριοελιάς.

Στην Παναγία Ροδιάς από παιδί ένιωθα πάντα ένα ισχυρό αίσθημα ασφάλειας. Και πληρότητας. Και δεν είναι που πάντα κατά τις κυνηγετικές εξορμήσεις μου στη λίμνη της

Ροδιάς, το καντήλι της Παναγίας ήταν ο μοναδικός φάρος της επιστροφής. Το ένα και μόνο φωτεινό σημάδι στις άγριες και τρικυμιώδεις νυχτιές του χειμώνα.

Αυτός ο τόπος, αυτό το μοναστήρι ακόμη και σήμερα συνεχίζει να αποτελεί πυξίδα ζωής. Με έφερε πίσω. Από χιλιάδες χιλιόμετρα.

Δεν πιστεύω σε ένα θεό πατέρα παντοκράτορα! Όμως αυτός ο τόπος συνεχίζει να αποτελεί τη μοναδική θρησκευτική εμπειρία που μπορώ να βιώσω.

Κοινοποίηση

Κοινοποιείστε στους φίλους σας!