• Γραφεί ο Κώστας Παπαθεοδώρου 

Με αφορμή μια συζήτηση με Γερμανούς συναδέλφους μου- των οποίων η γνώμη έχει είναι αποκλίνουσα σε σχέση με την πολιτική της χώρας τους αλλά και την κυρίαρχη λαϊκή αντίληψη των συμπατριωτών τους, ανέτρεξα σε αξιολογήσεις για το ρόλο της Γερμανίας στο ευρωπαϊκό δράμα.

Παραθέτω κατ` αρχάς την κριτική ενός εκ των λαμπρότερων και πλέον διεισδυτικών ιστορικών της εποχής μας σχετικά με την πολιτική ελίτ της Γερμανίας. Έγραψε ο Γερμανός Eric Hobsbawm : «ποτέ άλλοτε δεν βρέθηκε ένα πλοίο που βυθίζεται με καπετάνιο και πλήρωμα πιο ανίδεους για τους λόγους της συμφοράς ή πιο ανίκανους για να κάνουν οτιδήποτε σχετικά με αυτό»

Σύμφωνα με τον Hobsbawm οι ηγέτες της κυρίαρχης ευρωπαϊκής δύναμης επέλεξαν να ασκήσουν παρωχημένους τρόπους αντίδρασης όπως η εξισορρόπηση των προϋπολογισμών, η μείωση των δασμών και η επαναφορά του κανόνα του χρυσού. Πολιτικές που εξουθένωσαν την Ελλάδα και βέβαια, απλώς επιδείνωσαν την κρίση. Όμως η ελληνική τραγωδία ανέστειλε -έστω μερικώς και προσωρινά- τις γερμανικές εμμονές που σε τελική ανάλυση ευνόησαν όπως ποτέ άλλοτε τη γερμανική ελίτ. Εκτόξευση του εμπορικού πλεονάσματος και τεράστια συσσώρευση πλούτου σε μερικές εκατοντάδες πολυεθνικές που απογείωσαν τα κέρδη της.

Όμως αυτή η πολιτική έχει αντίκτυπο και στο γερμανικό καθεστώς και δεν αποκλείεται στις επικείμενες εκλογές του φθινοπώρου να εκλεγεί για πρώτη φορά καγκελάριος η πράσινη (Die Gruenen) Αναλένα Μπέρμποκ που εδώ και μερικές εβδομάδες προηγείται αφενός του χριστιανοδημοκράτη (CDU) Βαυαρού Μάρκους Ζέντερ και προφανώς του σοσιαλδημοκράτη (SPD) ‘Ολαφ Σολτς.

Έχει μεγάλη σημασία το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών για όλη την Ευρώπη και προφανώς για την Ελλάδα καθώς αν εκλεγεί καγκελάριος η Μπέρμποκ ενδέχεται να αλλάξουν πολλά και ιδιαίτερα η παραδοσιακά καλή συνεργασία με την Τουρκία του Ερντογαν.

Η Ελλάδα πρωτίστως και δευτερευόντως η Πορτογαλία αποτέλεσαν την «ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ» καθώς ο σφαγιασμός τους, τρόμαξε πολλούς ευρωπαϊκούς λαούς και ανάγκασε ηγέτες ακόμη και μεγάλων κρατών να εναντιωθούν ανοικτά στο γερμανικό οικονομικό ιμπεριαλισμό. Η αρχή έγινε με τη Βρετανία και τους βρετανούς που αποχώρησαν από την Ε.Ε. σε πείσμα της τεράστιας ψυχολογικής, πολιτικής και οικονομικής πίεσης που ασκήθηκε για την παραμονή τους. Πίεση που συνεχίζεται ακόμη και σήμερα ακόμη και στη βρετανική φαρμακοβιομηχανία με την αποβολή του εμβολίου astrazeneca.

Οι Γερμανοί φίλοι μου με ενημέρωσαν ότι τα εμβόλια στη χώρα τους είναι δυσεύρετα και χιλιάδες συμπατριώτες τους ταξιδεύουν στη Ρωσία καταβάλλοντας περίπου 2 με 3 χιλ. ευρώ προκειμένου να εμβολιαστούν.

Και η απάντηση στην ερώτησή μου για το τι συμβαίνει, ήταν ότι τόσο η άρνηση σχετικά με το σπάσιμο της πατέντας που πρότεινε ακόμη και ο Αμερικανός πρόεδρος Biden, όσο και το έλλειμμα εμβολίων που προκαλεί έντονη κοινωνική δυσφορία έχει να κάνει όχι τόσο με την προστασία της biontech-Pfifer όσο με την προετοιμασία της εταιρείας CureVac που ανήκει στον πολυεθνικό κολοσσό Bayer. Άρα η καθυστέρηση φαίνεται να επιλέχθηκε προκειμένου να δώσει χρόνο ώστε να προλάβουν να παρασκευάσουν και αυτοί το δικό τους σκεύασμα. Τι και αν χρειαστεί να χαθούν μεταξύ των άλλων και κάποιες χιλιάδες Γερμανοί…

Κατά τη διάρκεια της ελληνικής τραγωδίας γύρω στο 2015, οι Ιταλοί και η ηγεσία τους αρνήθηκαν πεισματικά την επανάληψη- και σε αυτούς- του ελληνικού πειράματος και στη συνέχεια εναντιώθηκαν και οι Ισπανοί. Ακολούθησε ο πρόεδρος της Γαλλίας Μακρόν που ανοικτά και ξεκάθαρα απέρριψε το μοντέλο της γερμανικής Ευρώπης και ζήτησε τον επανακαθορισμό των προτεραιοτήτων και τον ανασχεδιασμό των ευρωπαϊκών πολιτικών.

Χάρη στο σχέδιο Μακρόν επιτεύχθηκε μόχλευση πόρων για τη στήριξη των οικονομιών των χωρών που επλήγησαν από την οικονομική και ακολούθως, την υγειονομική κρίση.

Όμως οι βαθιές διαιρέσεις της Ε.Ε. παραμένουν στο προσκήνιο και- προϊόντος του χρόνου- οι ρωγμές γίνονται ρήγματα.

Λυσιτελής απάντηση δεν υπάρχει. Ούτε καν το θεμέλιο δεν έχει τεθεί καθώς η κάθε χώρα και οπωσδήποτε η Γερμανία με τους δορυφόρους της, κινούνται αυτόνομα ακόμη και με συνάψεις επωφελών διακρατικών συμφωνιών με τρίτες χώρες, όπως η Ρωσία και πάντως η Κίνα. Να προσθέσω και την Τουρκία που αποτελεί στρατηγικό εταίρο για τη Γερμανία. Οι σχέσεις δεν περιορίζονται μόνο σε εμπορικό και οικονομικό επίπεδο καθώς συνεχίζονται οι τεράστιες επενδύσεις και βέβαια συνεχίζουν να λειτουργούν στη γειτονική μας χώρα πάνω από 5,5 χιλ. γερμανικές επιχειρήσεις. Οι σχέσεις τους έχουν και γεωστρατηγικό χαρακτήρα με τεχνολογικό και στρατιωτικό υπόβαθρο.

Φαίνεται ότι ο κόσμος και η Ευρώπη επιστρέφουν στην αποκαλούμενη «κανονικότητα». Όμως η νέα αυτή κανονικότητα φέρνει στο προσκήνιο μεγάλα υπαρξιακά και πολιτικά διλήμματα. Για παράδειγμα η αντίληψη που διαρκώς δυναμώνει ότι τάχα τα απολυταρχικά καθεστώτα και οι τεχνοκράτες υπονομεύουν την ουσία της Δημοκρατίας. Οι μη εκλεγμένοι και οι αυταρχικοί ηγέτες εμφανίζονται ως αποτελεσματικότεροι στην αντιμετώπιση κρίσεων.

Η εποχή μας αναπαράγει την ατμόσφαιρα της δεκαετίας του 1930. Της εποχής που αδύναμοι δημοκράτες παραγκωνίζονταν για να παραχωρήσουν τις θέσεις τους σε ισχυρούς ηγέτες που δρουν κατ ‘εντολή των διεθνών δανειστών. Και όπως υποστηρίζει ο Hobsbawm, ιστορικά η εξέλιξη αυτή δεν είχε αίσιο τέλος.

Το σημείο είναι κομβικό και πρέπει να τεθούν ώστε έγκαιρα να απαντηθούν τα μεγάλα ερωτήματα της εποχής.

Οι Αμερικανοί οικονομολόγοι την αποκαλούν «κρίση σχεδιασμού», υποστηρίζοντας ότι η Ευρώπη αν και έβλεπε τι ερχόταν, δεν μερίμνησε. Τα δημοσιονομικά γεράκια της Γερμανίας και των δορυφόρων της επέλεξαν τον ισοσκελισμό των προϋπολογισμών, στοχοποιώντας ως γενεσιουργές αιτίες της κρίσης μόνο τις «κρυφές» δημόσιες δαπάνες, το «τεράστιο» κράτος και το «γενναιόδωρο» συνταξιοδοτικό σύστημα της Ελλάδας. Και στη συνέχεια γενίκευσαν αυτά τα ζητήματα σε όλη την Ευρώπη χωρίς να λάβουν υπόψη τους τα μεγάλα διαρθρωτικά προβλήματα και την έλλειψη ανταγωνισμού που εν πολλοίς οφείλεται και στην νόθευση των συντελεστών κόστους (dubbing). Για παράδειγμα, πολλά εργοστάσια ευρωπαϊκών κολοσσών μετέφεραν την παραγωγική βάση τους σε χώρες του τρίτου κόσμου, με φθηνά εργατικά, φορολογικές ατέλειες, κατάχρηση πρώτων υλών και περιβαλλοντικές επιπτώσεις.

Και προφανώς, η πολυπλοκότητα των αιτιών της κρίσης έχει μία κοινή ρίζα: την αποτυχία της Γερμανίας να ενεργήσει υπεύθυνα ως ηγεμόνας της Ευρώπης. Δεν πρόκειται ασφαλώς για κανένα δικαίωμα του Βερολίνου να ανατρέπει δημοκρατίες και να επιβάλει τον αποπληθωρισμό ανατρέποντας ακόμη και νόμιμες κυβερνήσεις και εγκαθιστώντας στη θέση τους τραπεζίτες όπως ο Παπαδήμος στην Ελλάδα και ο Μόντι στην Ιταλία.

Οι επιλογές των Γερμανών εκτός από καταστροφικές ακόμη και για την υπόσταση της Ευρώπης, επέτειναν τα προβλήματα τα οποία επιστρέφουν δριμύτερα ένεκα και της πανδημίας.

Συνεπώς η πολιτική ηγεσία του Βερολίνου και το ιερατείο των Βρυξελών, έχουν ένα δρόμο: να αφήσουν στην άκρη τις παρωχημένες ιδέες των μονεταριστών που εν τέλει όξυναν το προβλήματα.

Αλλά, ακόμη και σήμερα η Γερμανία επιλέγει τους γνωστούς παρωχημένους και αδιέξοδους δρόμους.

Αντί να παρέχει στις περιφερειακές χώρες μία αγορά που θα απορρόφα τα εν κινδύνω προϊόντα τους, η Γερμανία προωθεί με ενθουσιασμό τα δικά της βιομηχανικά προϊόντα προς την περιφέρεια εκτοξεύοντας στα ύψη το εμπορικό πλεόνασμά της. Ακόμη και ο αποκαλούμενος δανεισμός εμπεριέχει υποχρέωση αγοράς των προϊόντων της.

Αν δεν σταματήσει η εμμονική πεποίθηση ότι αν οι αδύναμες χώρες οφείλουν να ακολουθήσουν το σύνολο κανόνων (ενάρετος κύκλος- κατά Σιόιμπλε) σχετικά με το χρέος, το έλλειμμα και τον πληθωρισμό όχι μόνο δεν θα ανακάμψουν, αλλά η κρίση θα γιγαντωθεί δοθέντος ότι η ρευστότητα επιχειρήσεων και η ανεργία των πολιτών είναι στο ναδίρ.

Με αυτούς τους όρους οι χώρες του Νότου θα συνεχίσουν να κυνηγάνε την ουρά τους μέχρι να καταρρεύσουν συμπαρασύροντας μαζί ολόκληρη την Ε.Ε. που δεν είναι και στην καλύτερη κατάσταση ακόμη και σε θεσμικό επίπεδο.

Και η κατάρρευση της Ε.Ε. θα έχει τεράστιο αντίκτυπο και ζοφερές επιπτώσεις και στη Γερμανία η οποία θα έχει χάσει ακόμη έναν πόλεμο χωρίς ακόμη να έχει βρει ρόλο.

Αναμφισβήτητα σήμερα είναι μια οικονομική αυτοκρατορία που όμως αντί να διαδραματίζει ρόλο οικονομικού ηγέτη, επιλέγει ρόλο νομοθέτη! Και η Γερμανία μόνη της είναι το 1/ 20 της Κίνας. Αντέχει τάχα αυτόν τον ανταγωνισμό;

Κοινοποίηση

Κοινοποιείστε στους φίλους σας!