Τόπος παρθένος και άνυδρος, πλούσιος σε ιστορία και παραδόσεις, ο Ζάρακας Λακωνίας είναι μια περιοχή ιδιαίτερης φυσιογνωμίας και ομορφιάς. Από το Γεράκι μέχρι το Κυπαρίσσι και από τη Μονεμβασιά μέχρι τον Άγιο Δημήτριο Ζάρακος, το κομμάτι της λακωνικής αυτής γης με τα καθάρια νερά, τα ανέγγιχτα τοπία και τις πανοραμικές θέες, υπόσχεται ξεχωριστές εμπειρίες. Όπως η βιωματική διαδρομή στην παραδοσιακή ζωή και στην ιδιαίτερη γαστρονομία της περιοχής, η οποία παρουσιάζεται στο μοναδικό στο είδος του «Μουσείο Ζαρακίτικης Ζωής και Γαστρονομίας», που βρίσκεται στο χωριό Άγιος Δημήτριος Ζάρακος.
«Ο Ζάρακας είναι κάτι σαν τη Μάνη, δηλαδή είναι μια περιοχή άγονη και άνυδρη. Νερό δεν υπήρχε, μόνο στις στέρνες, οπότε κατακτητές όπως οι οθωμανοί δεν είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον να εγκατασταθούν εδώ. Και επειδή έμεινε απομονωμένη και δυσπρόσιτη από την υπόλοιπη Ελλάδα διατήρησε τις παραδόσεις της, μεταξύ των οποίων και τις διατροφικές, οι οποίες παραμένουν ζωντανές στα σπίτια, στις ταβέρνες και στους φούρνους της περιοχής», ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Δήμητρα Καμαρινού, διδάκτωρ Πανεπιστημίου Πατρών, αρχαιολόγος, συγγραφέας, που μαζί με άλλους κατοίκους του χωριού δημιούργησε το «Μουσείο Ζαρακίτικης Ζωής και Γατρονομίας». Πλούσιο σε αντικείμενα, θεματικές, εκπαιδευτικές και βιωματικές δράσεις, το Μουσείο καταγράφει την ιδιαίτερη αγρογαστρονομία του Ζάρακα, από την αρχαιότητα έως και τις μέρες μας, αλλά και την παραδοσιακή αγροτική κοινωνία μιας άνυδρης περιοχής.


«Στον τόπο αυτό έχουμε μια δίαιτα που κατάγεται κατευθείαν από την αρχαία Ελλάδα και το Βυζάντιο, εμπλουτισμένη με διατροφικά στοιχεία από τους κατακτητές που πέρασαν από εδώ. Καταρχάς, το μενού είναι πάρα πολύ απλό –πιάτα όπως ο μουσακάς ή τα ντολμαδάκια δεν περιλαμβάνονται στο παραδοσιακό τραπέζι. Τα λιτά υλικά της ελληνικής γης δημιούργησαν συνταγές που είναι κι αυτές πολύ απλές», συμπλήρωσε η συνομιλήτρια του ΑΠΕ-ΜΠΕ, που μας εισήγαγε στη γαστρονομική ιστορία της περιοχής. «Θα ξεκινήσω από την αρχαία Ελλάδα. Γνωρίζουμε από τα ομηρικά έπη τα πλούσια γεύματα με κρέας, ψωμί και κρασί, για παράδειγμα, στο παλάτι του Νέστορα στην Πύλο και του Μενέλαου στη Σπάρτη, τα οποία επισκέφτηκε ο Τηλέμαχος. Αυτή, όμως, δεν ήταν η καθημερινή δίαιτα των ανθρώπων. Αυτή την γνωρίζουμε από τον Αθήναιο, που έγραψε τους ‘Δειπνοσοφιστές’, κύρια πηγή της αρχαίας ελληνικής γαστρονομίας. Λέει, λοιπόν, ο Αθήναιος, ‘μια φέτα ψωμί είχε ο καθένας δυο φορές την ημέρα και λίγα σύκα. Κανένα μανιτάρι ή σαλιγκάρι όταν έπεφτε βροχούλα, λίγες ελιές και χόρτα και καλούτσικο κρασάκι’. Ψωμί, λοιπόν, χόρτα, λάδι και ελιές ήταν η δίαιτα και των ανθρώπων εδώ, η οποία διατηρήθηκε έως και την παραδοσιακή κοινωνία, την εποχή δηλαδή της γιαγιάς μου.

Ήταν, δηλαδή, μια πολύ λιτή ζωή. Αλλά και στο Βυζάντιο η ζωή εξακολουθούσε να είναι λιτή, το να φάει κανείς κρέας ήταν κάτι πολύ σπάνιο. Γενικά δεν είχαν τι να φάνε. Για παράδειγμα, οι εργάτες έπαιρναν ως αμοιβή λίγα σύκα ή λάδι, κάτι που συνέβαινε μέχρι πριν από έναν αιώνα», εξήγησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Καμαρινού, που έχει κληρονομήσει από την οικογένειά της ένα παραδοσιακό πέτρινο αρχοντικό του 18ου αι. (ξενώνα σήμερα, “Sparta Gaia”) στον Άγιο Δημήτριο Ζάρακος.


«Είναι ένα αυθεντικό χωριό στο οποίο οι κάτοικοι έχουν ακόμα την αυτάρκεια που είχαν και τα παλιότερα χρόνια. Δηλαδή, βάζουν κηπευτικά, τυροκομούν, έχουν μια κατσικούλα για το γάλα, ένα-δυο κυψέλες για το μέλι, λίγες κότες για τα αυγά, λάδι από τις ελιές που έχουν φυτέψει. Αυτό το μέρος έχει μείνει ακόμα αυθεντική Ελλάδα. Και η έννοια της κοινότητας είναι εδώ ζωντανή. Όλοι μαζί στα γλέντια και στις κηδείες. Κάτι ιδιαίτερο έχει ο τόπος αυτός», λέει χαρακτηριστικά.
Η βυζαντινή εποχή έχει επίσης συνεισφέρει στη ζαρακίτικη γαστρονομία, με τα παξιμάδια να κατέχουν μια ιδιαίτερη θέση στο τραπέζι. «Η λέξη, εξάλλου, προέρχεται από τον βυζαντινό στρατηγό Πάξιμο. Στην περιοχή έχουμε μεγάλη παράδοση παξιμαδιών, καμιά δεκαριά ποικιλίες, η οποία διατηρείται έως τις μέρες μας: Με κριθάρι, με ζέα, με στάρι, ολικής, λαδοπαξίμαδα, με ζάχαρη, χωρίς, του καφέ… Έχουμε επίσης διατροφικές παραδόσεις που προέρχονται από άλλους λαούς. Για παράδειγμα, από τους Σλάβους, που κατέβηκαν στην Ελλάδα μεταξύ 6ου και 8ου αιώνα, έχουμε τον ‘σανό’. Ο σανός είναι χόρτα που τα μάζευαν τον χειμώνα, τα περνούσαν σε αρμαθιές και τα ξέραιναν. Επειδή είχαν νερό μόνο από τις στέρνες, δεν μπορούσαν να καλλιεργήσουν λαχανικά το καλοκαίρι. Έτσι ξέραιναν τα χόρτα όπως το τσάι και τους θερινούς μήνες τα έβραζαν και τα έκαναν σαλάτα. Με τον ίδιο τρόπο συντηρούνται και σερβίρονται ακόμα και σήμερα», σημειώνει η αρχαιολόγος.

Άλλες συνταγές προέρχονται από τους Βενετούς. «Έχουμε το σαΐτι, από τη λατινική λέξη sagitta που σημαίνει βέλος. Βέλος είναι αυτό που εισέρχεται μέσα σε κάτι άλλο. Σαΐτι, λοιπόν, είναι τα χόρτα που εισέρχονται μέσα σε ‘φακελάκια’ ζύμης, σαν ατομικά πιτάκια. Παλιότερα τα έψηναν πάνω σε πλάκες στον ήλιο και αργότερα σε μια σιδερένια μεταλλική πλάκα. Τέτοια πιτάκια ετοιμάζονται ακόμα στα σπίτια και στις ταβέρνες της περιοχής», πληροφορεί το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Από τον 15ο αιώνα περίπου και μετά, στην Ελλάδα και στην περιοχή του Ζάρακα έρχονται Αρβανίτες. «Από τους Αρβανίτες έχουμε τη λέξη γκόγκες, φρέσκα ζυμαρικά που φτιάχνονται εκείνη την ώρα και σερβίρονται με μυζήθρα. Ο τρόπος κατασκευής τους είναι ο εξής: Παίρνουμε ένα μικρό μασούρι ζύμης, την κόβουμε σε μικρά κομμάτια, όσο περίπου οι μύτες δυο δαχτύλων μας, και μετά την περνάμε πάνω σε ξύλινο τραπέζι (σ.σ. όπως φαίνεται στο βίντεο εδώ από το 2ο Φεστιβάλ Γαστρονομίας Πελοποννήσου που έγινε πρόσφατα στο Γεράκι). Με αυτό τον τρόπο γίνονται κουφωτά από μέσα, σαν σαλιγκάρια, ενώ απέξω μένουν τα ‘νερά’ του ξύλου. Όλες αυτές οι συνταγές κρατάνε από πολύ παλιά. Όπως το τουλουμοτύρι που, όπως και ο ‘σανός’, έχει γίνει αίτηση να ενταχθούν στη λίστα της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO. Είναι πολύ απλή η διατροφή εδώ, αλλά είναι προσαρμοσμένη στο περιβάλλον», τονίζει η Δ. Καμαρινού.


Φυσικά δεν θα μπορούσαν να λείπουν και κάποια γλυκά, όπως οι σαμουσάδες, δηλαδή αμύγδαλα και άλλοι ξηροί καρποί τυλιγμένοι μέσα σε χειροποίητο φύλλο που μελώνεται από πάνω. «Έχουμε επίσης τις λαλαγγίδες, τις τηγανίτες που εδώ διατηρούν το βυζαντινό τους όνομα, και το οξύμελο (ξύδι με μέλι), βυζαντινής προέλευσης κι αυτό, που βάζουμε στις σαλάτες. Να σας πω και κάτι πολύ ωραίο. Εδώ έχουμε και την παράδοση της προπύρας, που είναι η αρχαία ‘πίτσα’. Δηλαδή, πριν ρίξουν το ψωμί μέσα στον φούρνο, με τα δάχτυλα έκαναν τρύπες στη ζύμη, όπως στη λαγάνα, και πάνω έβαζαν λάδι, ρίγανη, λίγο τυρί τριμμένο. Είναι η αρχαία ‘πίτσα’», επισήμανε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Στοιχεία όπως τα παραπάνω μπορεί να παρακολουθήσει κανείς στις εκπαιδευτικές και βιωματικές δράσεις που διοργανώνονται κατά περιόδους αλλά και μέσα από τις θεματικές ενότητες (π.χ. δημητριακά) του «Μουσείου Ζαρακίτικης Ζωής και Γαστρονομίας», το οποίο στεγάζεται σε ένα παλιό λιοτρίβι του 1900. Ο επισκέπτης του θα δει την τεχνολογία, τα εργαλεία και τα σκεύη που οδηγούσαν από τον σπόρο στην αρχαία πίτσα, στα βυζαντινά παξιμάδια και στα σύγχρονα ζυμαρικά, από τον αγρό στον φούρνο και στο πιθάρι του λαδιού, από το άρμεγμα στο τουλουμοτύρι. Θα ανακαλύψει αρχαίες τοπικές συνταγές αλλά και δυο στρωμένα τραπέζια, ένα αγροτικό κι ένα αστικό, που δείχνουν τις διαφορές των κοινωνικών τάξεων.


Ο αργαλειός, τα προικιά και τα υφαντά έχουν κι αυτά τη θέση τους, όπως και ο πάγκος του παλιού μπακάλικου, ενώ μία πλήρης συλλογή σχολικών βιβλίων και εκπαιδευτικού υλικού από το 1900 έως το 1960 μαρτυρεί την εξέλιξη της εκπαίδευσης. Φωτογραφίες από τη ζωή στο χωριό στις αρχές του 1900 και από τη ζωή των μεταναστών στην Αμερική μεταφέρουν σε μια άλλη εποχή. Τέλος, μία πλήρης μοναδική συλλογή ιστορικών καρτ ποστάλ και φωτογραφιών από τους απελευθερωτικούς αγώνες των Ελλήνων, του Σωτηρίου Καμαρινού, οπτικοποιεί την πολεμική ιστορία της Ελλάδας (1906-1922).
Οι επισκέψεις προς το παρόν γίνονται μετά από συνεννόηση με την Δ. Καμαρινού στο τηλέφωνο 6978352293.

Κοινοποίηση

Κοινοποιείστε στους φίλους σας!