Απόσπασμα από το υπό έκδοση μυθιστόρημα «Σουλιώτες: Μεγαλεία και Στεναγμοί»

“…Σαν άκουσε από το γραμματέα του Μάνθο Οικονόμου την ηρωική απάντηση του Λάμπρου Τζαβέλα ο Αλής, μισοξαπλωμένος καθώς ήταν κι ενώ έπαιζε το κομπολόι και ρουφούσε το ναργιλέ του χαμογελαστός και πράος, αφήνιασε. Πέταξε κάτω στα παχιά χαλιά του ναργιλέ και κομπολόι και σηκώθηκε απότομα πάνω.

-Θα σας ψήσω όλους ζωντανούς ορέ Κακοσουλιώτες, μούγκρισε σα λιοντάρι λαβωμένο. Αχ ορέ μπαμπέση Λάμπρο, τι μόκαμες! και χτύπαγε το κεφάλι του στον τοίχο. Φάρα του διαόλου είστε μωρέ! Μόνε, πού θα μου πάτε… Θα μου το πλερώσετε ακριβά ορέ κιαφίρηδες του κιαρατά!

Πήγαινε πέρα δώθε στον οντά του συλλογισμένος, ενώ καμιά δεκαριά φύλακες με τα γιαταγάνια τους, καθώς άκουσαν τις αγριοφωνές του, εμφανίστηκαν στη στιγμή στην πόρτα, έτοιμοι στις διαταγές του.

-Τι με τηράτε ορέ σαν στηλιάρια; τους χούγιαξε. Να κινήσετε τώρα να πάτε στη Βήσιανη και να σφάξετε όλους τους Σουλιώτες πόχω κλεισμένους φυλακή! Και να μου φέρετε στον τρουβά το κεφάλι του Τζιαβέλα του Φώτου! Να το στείλω στον πατέρα του στου Σούλι πεσκέσι για τη μπαμπεσιά που μόκαμε. Ο σουγκλαντίμ !

Κι ενώ το απόσπασμα με τους δήμιους είχαν ήδη καβαλικέψει τα άλογα έξω από το σαράι, ο τύραννος άλλαξε γνώμη.
-Κακό να παίρει κανένας μεγάλη απόφαση απάνω στη λύσσα του μελού του, θα σκέφτηκε.

Κατάλαβε πως δεν θα τα έβγαζε έτσι πέρα με τους Σουλιώτες. Και πως τα πράγματα θα γινόντουσαν χειρότερα γι’ αυτόν.
-Σταθείτε ψια ορέ. Σταθείτε. Γιοκ. Μη τσου σκοτώστε. Μονάχα πάρτε το Φώτο να τον φέρετε στα Γιάννενα στο Βελή να τον ξετάσει. Μπας και σκαχτεί και μάθομε τίποτα μυστικά για τσου Γκαούρηδες του Βουνού. Να ιδούμε και τι καπινό φουμάρει το παλικάρι του Λάμπρου. Και να ειπείτε του Βελή να τον πάρει με το καλό στην αρχή. Όχι με το άγριγιο. Ήξαταν; Χάιντε τώρα, χαθείτε ‘πο τα μάτια μου. Δεν έχω άλλο καιρό για χάσιμο.

Την άλλη μέρα τα τζιράκια του Αλή Πασά έφεραν μπροστά στο Βελή, σιδεροδέσμιο, το 22χρονο Σουλιώτικο παλικάρι.
-Λύστε το ντελικανλί Σουλιώτη ορέ, έδωκε αμέσως διαταγή. Φέρτε του να φάει και να πιει. Δώστε του και σκουτιά καινούργια να φορέσει. Να γένει όμορφος, έτσι σκιάσμα που κατάντησε. Σαν τι τραβάει η όρεξή σου ορέ Φώτο;, τον ρώτησε και ο ίδιος. Πες μου και θα τόχεις νοκταντάμ .

Κουβέντα ο Φώτος. Μονάχα τον κοίταγε κατάματα και με ψηλά το κεφάλι. Σουλιώτικα!

-Φέρτε του ορέ απ’ όλα τα καλά, διάταξε πάλι ο Βελής. Τα πιο καλύτερα φαγιά και πιοτά πόχει το παλάτι. Και σκουτιά, τα πιο όμορφα και καινούργια. Να διαλέξει. Να φορέσει και να φάει ό τι ευφραίνει την ψυχούλα του.

Στη στιγμή έφτακαν στον οντά του Βελή του κόσμου τα καλά. Αρνί ψητό στη σούφλα, πατσάς γιδίσιος μοσχομυριστός, ψάρια από τη λίμνη, Κυπρίνια και Τσιρόνια, ψητά στα κάρβουνα, ένα ψητό κεφάλι από αγριογούρουνο, τυρί και γαλοτύρι από γίδινο τομάρι, γιοργούτη πρόβια, σούπα από παλιά κότα, αυγά βραστά και ψητά… Έφεραν και μια αγκαλιά από σκουτιά, πεντακάθαρα κι αστραφτερά. Βρακιά, αμπέχονα και σιαλβάρες , όλα μεταξένια! Έφεραν και μια στρατιωτική στολή με γαλόνια Αγαδόμπεη. Και τι δεν του έφεραν. Τα ίδια ο Φώτος. Ακούνητος και κουβέντα. Ούτε τα μάτια κάψιζε.

 

-Γιατί δεν μας καταδέχεσαι ορέ Σουλιώτη; Ούτε τρως, ούτε πίνεις, ούτε κουβέντα κάνεις. Ούτε κανένα σκουτί τηράς να μην είσαι άλλο κατσιαπλιάς και να γένεις ομορφάντρας. Να σε τηράν οι τσούπρες όλες και να βάλεις στο στρώμα σου όσες γουστάρει η ψυχή σου; Γιατί δε μας καταδέχεσαι ορέ; Μη σκιάζεσαι τάχα; Μη σ’ έδειραν στο δρόμο οι στρατιώτες μου; Γιοκ. Μη σκιάζεσαι ντίπου. Ο πατέρας μου σ’ αγαπάει ορέ μπίρομ, καθώς ο πατέρα σου. Παιδί του σ’ έχει κι εγώ καθώς αδερφό μου.
-Δε σκιάζομαι Βελή-μπεη, του απάντησε, αγέρωχος πάντα, ο Φώτος.

 

-Το ξέρεις πως ο πατέρας σου, ο Καπετάν Λάμπρος, βρίσκεται στου Σούλι; Τα συφώνησε με τον Βεζίρη και πάησε να μας το παραδώκει; Τι καλύτερο ‘πο το να γένομε όλοι φίλοι και να ζήσομε στην ησυχία και στην ειρήνη; Γιατί να χύσομε άδικα το αίμα μας; Δεν είναι κρίμα τόσο νέος; Να πάρεις κι εσύ μια όμορφη γυναίκα, και δυο και τρεις άμα σου κάμει γούστο, όπως εμείς οι μωαμετάνοι. Να κάμεις πολλά παιδιά και νά-εισαι όλη τη ζωή ευτυχισμένος με τη φαμίλια σου; Κι ο Βεζίρης, με τη μεγαλοκαρδία του, θα σας δώκει μια λίμνη γρόσια κι αξιώματα τρανά. Έλα τώρα Φώτο να σ’ αγκαλιάσω. Να γένομε κατόπι κι αδερφοπητοί με παπά δικό σας ορέ μπίρομ!

 

-Μη μ’ αγγίζεις! Λεύτερος κι ευτυχισμένος δεν γένεται κανένας άνθρωπος και κανένας Σουλιώτης, Βελή-μπεη, με σκλαβωμένη την πατρίδα.

 

-Ορέ ζωντόβολο!, ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι του Βελή. Από τι διαόλου φτιασιά είστε εσείς οι Σουλιώτες ορέ; Το ξέρεις που θα σε ρίξει στα μπουντρούμια ο Βεζίρης; Και κατόπι θα σε ψήσει ζωντανό και θα φαν τα σκυλιά;

-Ούτε τα μπουντρούμια σας σκιάζομαι Βελή, ούτε κι αν με κάψει ζωντανό ο Βεζίρης σου. Ας κάμει ό τι θέλει. Μόνε, να ξέρει καλά πως άμα με κάψει ζωντανό, ο πατέρας μου θα πράξει το ίδιο στον δικό σου πατέρα και στ’ εσένα μότις σας λάβει στα χέρια του! Και δε θα του γλυτώσετε!

Ο Αλής, που είχε πάει κρυφά στο διπλανό κονάκι κι άκουγε, σαν είδε πως ο 22χρονος Σουλιώτης δε χαμπέριζε από απειλές και φοβέρες, έγινε θεριό ανήμερο. Έσπασε την πόρτα με τις κλωτσιές και μπήκε σαν αγριογούρουνο στο κονάκι όπου γινόταν η ανάκριση.

-Πάρτε τον και ρίξτε τον στα κατράμια, στη φυλακή του κάστρου!, διάταξε. Μοναχό του και δίχως φαΐ! Μονάχα ένα ξεροκόμματο ψωμί και μια πίκα νερό τη μέρα να του δίνετε. Τίποτας άλλο! Και ξυπόλτος! Όσο να τον ψήσω ζωντανό!

Ύστερα απ’ αυτό, ο Αλής έδωκε μυστική διαταγή να ετοιμαστεί ξανά το απέραντο ασκέρι του για να επιτεθεί στο Σούλι απ’ όλες τις μεριές. Ήθελε να προκάμει να μας αιφνιδιάσει. Στρατοπέδευσε μάλιστα στο χωριό Λίπα της Λάκκας, στη ρίζα της Ολίτσικας. Ο ίδιος έφτιαξε τη σκηνή του παραπέρα σ’ ένα ύψωμα και πήρε καμιά τετρακοσαριά έμπιστους και διαλεχτούς στρατιώτες για να τον φυλάν και να του κάνουν τα θελήματα. Νά-ειναι και σίγουρος πως δε θα του πάρει το κεφάλι κανένας δικός του.

Δυο μέρες ήθελε ακόμα να επιχειρήσει χαράματα το μεγάλο γιουρούσι. Είχε σκοπό να κυκλώσει το Σούλι απ’ όλες τις μεριές…

 

 

Βαγγέλης Τσιρώνης
Φιλόλογος Συγγραφέας

Κοινοποίηση

Κοινοποιείστε στους φίλους σας!