Οι Έλληνες άρχισαν να μεταναστεύουν στη Μαριούπολη και ευρύτερα στην Κριμαία ήδη από το 15ο αι. και έγιναν πολύ περισσότεροι όταν η ζωή άρχισε να γίνεται αβάσταχτη στην οθωμανική αυτοκρατορία. Μαζικές μετακινήσεις, κατά χιλιάδες, προς τη Ρωσία παρατηρούνται μετά το ρωσο-τουρκικό πόλεμο και την υπογραφή της συνθήκης του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή το 1774, η οποία δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος Προστασίας των χριστιανικών πληθυσμών της βαλκανικής χερσονήσου. Τα κυριότερα προνόμια των Ελλήνων εμιγκρέδων αναφέρονται στο φιρμάνι της Μεγάλης Αικατερίνης του 1795.
Οι Ρώσοι τότε έτρεφαν μεγάλη συμπάθεια για τους υπόδουλους. Τους θαύμαζαν, τους εμπιστεύονταν διοικητικές θέσεις, ενώ η έκφραση «Ο Έλληνας αδελφός μας» ήταν πολύ συνηθισμένη. Χάρη στο εμπόριο, 45 Έλληνες με καταγωγή από την Ήπειρο έλαβαν τη διάκριση του «ευεργέτη» στη Ρωσία του 19ου αι. Δίπλα στους Ριζάρηδες, τον Ιωάννη Βαρβάκη, τον Ζώη Καπλάνη, τον Δημήτριο Βερναρδάκη και τον Μαρασλή, οι αδελφοί Ζωσιμά ή Ζωσιμάδες. Κατάγονταν από το χωριό Γραμμένο έξω από τα Γιάννενα. Έξι αγόρια και τρία κορίτσια: Ιωάννης, Αναστάσιος, Θεοδόσιος, Νικόλαος, Ζώης, Μιχαήλ και Αλεξάνδρα, Ζωίτσα, Αγγελική. Ήταν παιδιά του έμπορου Παναγή Ζωσιμά και της γιαννιώτισσας αρχοντοπούλας Μαργαρίτας Τσουκαλά. Γεννήθηκαν εκεί στα μέσα του 18ου αι., αλλά ο ακριβής χρόνος δεν είναι γνωστός.
Εξελίχθηκαν στους πρώτους μαικήνες του νεότερου Ελληνισμού. Ο Ευγένιος Βούλγαρης αποκαλεί τα άρρενα τέκνα «τετρακτύς». Αναφέρεται μόνο στα 4 απ’ αυτά, γιατί ο Θεοδόσης κι ο Ιωάννης πέθαναν νέοι. Κατόρθωσαν να αποκτήσουν με το χονδρεμπόριο υφασμάτων και άλλων προϊόντων αμύθητη περιουσία. Η μεταξύ τους εμπιστοσύνη, συνεννόηση, αλληλεγγύη και συνεργασία υπήρξαν μοναδικές.
Οι θεοσεβούμενοι και βαθιά πατριώτες Ζωσιμάδες είχαν χωριστεί σε δύο εμπορικούς οίκους: οι μεν Νικόλαος, Θεοδόσης και Μιχαήλ στο Λιβόρνο, όπου άκμαζε πολυάριθμη παροικία Ηπειρωτών μεγαλεμπόρων, οι δε Ιωάννης, Αναστάσιος και Ζώης στη Νίζνα, όπου ήταν και το εμπορικό λίκνο της οικογένειας. Υπήρχε λόγος γι’ αυτόν το χωρισμό: από την Ιταλία έστελναν ευρωπαϊκά προϊόντα στ’ αδέλφια τους, κυρίως βαρύτιμα μεταξωτά, ανταλλάσσοντάς τα με εμπορεύματα απ’ τη Ρωσία, την Κίνα και γενικά την Ανατολή.
Ο θάνατος του Θεοδόση το 1793, γίνεται αιτία να επιστρέψουν στη Νίζνα, αλλά και χαράζει την ψυχή των υπολοίπων αδελφών που συμφώνησαν να μείνουν άγαμοι και να αφιερώσουν την τεράστια περιουσία τους στο «φωτισμόν και την παρηγορίαν της θλιβομένης πατρίδος», παραδίδοντάς την ακέραια.
Το 1796, ο Ζώης Ζωσιμάς αναγράφεται ως μόνιμος κάτοικος Μόσχας. Είναι μέλος της εκεί Αδελφότητας των Γραικών πραματευτάδων και, παρά την τεράστια περιουσία του, ζει με ενοίκιο σ’ ένα ταπεινό κελί στο Μετόχι της Μονής Ιβήρων. Στον πρόλογο του Ελληνο-ουκρανικού Λεξικού, το οποίο εκδόθηκε στη Μαριούπολη για τον εορτασμό των 200 χρόνων από την ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας στην Οδησσό στις 14 Σεπτεμβρίου 1814, αναφέρεται ότι από τους πρώτους που εντάχθηκαν ήταν οι αδελφοί Ζωσιμάδες. Μάλιστα, το όνομα του Ζώη περιλαμβάνεται σ’ ένα από τα ελάχιστα έγγραφα στοιχεία της Εταιρείας που διασώθηκαν, όπου αναφέρεται με το ψευδώνυμο «Πατήρ».
Ο Νικόλαος Ζωσιμάς, ο μακροβιότερος όλων (1842), σε γράμμα του με ημερομηνία 6/9/1829 προς τον Καποδίστρια, με τον οποίον συνδεόταν, αναγγέλλει τη γενναία χορηγία της Αδελφότητας για τα τέκνα των πεσόντων υπέρ πίστεως και πατρίδος. Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος των αγαθοεργιών τους αφορά στη γενέθλια πόλη.
Ο Νικόλαος με Διαθήκη χαρίζει όλη την περιουσία των Αυταδελφών στα Γιάννενα, ήτοι 1 εκατ. ρούβλια. Ιδρύει το 1928 το Γενικό Ελληνικό Σχολείο (Ζωσιμαία Σχολή), καταβάλλοντας 290.000 ρούβλια, το οποίο θα γίνει το κέντρο της εκπαιδευτικής δραστηριότητας στην ευρύτερη περιοχή. Ανεγείρει Γηροκομείο (105.000 ρούβλια), ανοικοδομεί εκκλησίες, δίνει χρήματα για το Νοσοκομείο, προικίζει φτωχά κορίτσια και ορφανά. Πληρώνει τους γιατρούς να επισκέπτονται αρρώστους. Κι από πάνω, τα βοηθήματα διανέμονταν αδιακρίτως σε χριστιανούς, εβραίους, μωαμεθανούς. Ήταν τέτοια η έκταση της φιλανθρωπίας τους που οι Γιαννώτες, αντί για τ’ όνομά τους, έλεγαν «οι αγιασμένοι».
Οι ίδιοι βοήθησαν υλικά και την κοινότητα της Νίζνα, το Μεσολόγγι για την ανοικοδόμηση της Εκκλησίας της Αγίας Τριάδας, το Ορφανοτροφείο και την Ελληνική Σχολή της Πάτμου. Τους άριστους μαθητές τούς σπούδαζαν στην Ευρώπη, έδιναν βραβεία και συντάξεις στους δασκάλους. Σπουδαία ποσά διέθεσαν στους Σουλιώτες, που αγωνίζονταν εναντίον του Αλή Πασά. Έστειλαν καραβιές ολόκληρες από όπλα και πολεμοφόδια με το ξέσπασμα της Επανάστασης. Και διέθεσαν χιλιάδες ρούβλια για να εξαγοράσουν Χιώτες και Μεσολογγίτες από τα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής.
Αυτοί έστειλαν χιλιάδες βιβλία για τη μόρφωση «των ελλήνων νεανίσκων» με την Απελευθέρωση, ενώ χάρισαν στην πατρίδα την πολύ μεγάλη και ανεκτίμητης αξίας συλλογή τους αρχαίων νομισμάτων. Αυτοί αγόρασαν 500 μετοχές (10%) για να στηρίξουν μαζί με τον ιδρυτή Γεώργιο Σταύρου, τον μεγάλο φιλέλληνα Εϋνάρδο και άλλους την Εθνική Τράπεζα, το πρώτο ελληνικό πιστωτικό ίδρυμα.
Εξαιρετικά σημαντικό είναι το εκδοτικό έργο των Ζωσιμάδων (σχεδόν 100 τίτλοι):

  • Αναλαμβάνουν την έκδοση στην Κωνσταντινούπολη Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας.
  • Χορηγούν τις δημοσιεύσεις του Αδαμάντιου Κοραή, την περίφημη Ελληνική Βιβλιοθήκη (1805-1814).
  • Με δαπάνη τους εκδίδονται στη Βιέννη τα Στοιχεία Μεταφυσικής (1806) του Ευγένιου Βούλγαρη και, στη συνέχεια, το Άπαντά του σε Λειψία, Βενετία και Αγία Πετρούπολη.

Τα βιβλία αυτά μοιράστηκαν δωρεάν και διαβάστηκαν παντού, ώστε να διαδοθεί και να ανυψωθεί το ελληνικό πνεύμα. Σημειωτέον ότι τα βιβλία τότε ήταν πολύ ακριβά και επομένως απρόσιτα για τα βαλάντια των περισσότερων ελληνικών νοικοκυριού.

Κοινοποίηση

Κοινοποιείστε στους φίλους σας!