Ο Γιώργος Ζαμπέτας γεννήθηκε στις 25 Ιανουαρίου του 1925 στην Ακαδημία Πλάτωνος. Η καταγωγή ωστόσο ήταν από την Κύθνο. Από πολύ μικρή ηλικία ο Γιώργος Ζαμπέτας έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη μουσική, αφού παράλληλα με την απασχόλησή του στο κουρείο του πατέρα του ως βοηθός, «σκάρωνε» κρυφά στο μπουζούκι τις πρώτες του μελωδίες. Οτιδήποτε στη φύση παρήγε ήχο, τον συνάρπαζε και τον βοηθούσε στις συνθέσεις του, σύμφωνα με όσα ο ίδιος εκμυστηρεύτηκε στη βιογραφία του, λίγο πριν το θάνατό του.
Το 1932, σε ηλικία μόλις 7 ετών, κέρδισε το πρώτο του βραβείο, ως μαθητής της α’ δημοτικού, παίζοντας το πρώτο του τραγούδι σε σχολικό διαγωνισμό.

Η γνωριμία του το 1938 με το Βασίλη Τσιτσάνη έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της καλλιτεχνικής του προσωπικότητας. Το 1940 η οικογένεια Ζαμπέτα μετακόμισε στο Αιγάλεω και από τη στιγμή εκείνη ο Ζαμπέτας απέκτησε έναν άρρηκτο δεσμό με την πόλη, της οποίας εμπνεύστηκε και χάρισε το προσωνύμιο «Σίτι», κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας του στη Βρετανία.

Στα 1942 και κάτω από συνθήκες ανέχειας λόγω της Κατοχής, ο Ζαμπέτας δημιούργησε το πρώτο του συγκρότημα, με το οποίο τραγουδούσαν καντάδες στα κορίτσια.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50 ο Ζαμπέτας, γράφει τα πρώτα του γνήσια ρεμπέτικα τραγούδια με γνωστούς ερμηνευτές, όπως οι Πρόδρομος Τσαουσάκης, Στέλιος Καζαντζίδης, Μανώλης Καναρίδης, Πόλυ Πάνου, κ.ά..
Έκδηλο ήταν από τότε το ταλέντο και το εκπληκτικό του παίξιμο, ωστόσο ακόμη δεν είχε κατασταλάξει στο πασίγνωστο ιδιαίτερο στυλ, που τον καθιέρωσε σαν έναν μοναδικό «σόουμαν» στο χώρο.

Την επόμενη δεκαετία τα τραγούδια του γνωρίζουν τεράστια επιτυχία, καθώς πραγματοποιεί εμφανίσεις στα σπουδαιότερα λαϊκά κέντρα διασκέδασης, ενώ ταξιδεύει στο εξωτερικό (Ευρώπη και Αμερική) και παράλληλα συμμετέχει σε περισσότερες από 160 ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Δημιουργίες του όπως «Τα δειλινά», «Τα ξημερώματα», «Δεν έχει δρόμο να διαβώ» κ.ά. παρέμειναν αξεπέραστες και τον κατατάσσουν στις υψηλότερες βαθμίδες του μουσικού στερεώματος.
Η δεκαετία του ’60 ήταν η χρυσή εποχή του Ζαμπέτα. Τότε έγραψε μερικά από τα καλύτερα τραγούδια του και ανέδειξε μεγάλες λαϊκές φωνές, ανάμεσα τους τη Βίκυ Μοσχολιού και την αξέχαστη Μανταλένα. Η τελευταία υπήρξε μόνιμη παρτενέρ του στο πάλκο για περισσότερο από μια δεκαετία.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, ο Ζαμπέτας κάνει στροφή στη σάτιρα υπό μορφή σόου, με τις γνωστές του επιτυχίες «Ο Θανάσης», «Ο πενηντάρης», «Μάλιστα κύριε» κλπ., να δημιουργούν και πάλι αίσθηση στο κοινό. Την ίδια δεκαετία γράφει την “Αγωνία” που ερμήνευσε ο Τόλης Βοσκόπουλος, η οποία του χάρισε μεγάλη επιτυχία.
Κατά τα χρόνια της δικτατορίας συμμετείχε στους χουντικούς εορτασμούς της επετείου της 21ης Απριλίου στο Παναθηναϊκό Στάδιο ανάμεσα σε άλλους ηθοποιούς και τραγουδιστές.

Τα χρόνια του ’80 αρχίζει η παρακμή του είδους αυτού, με τον Ζαμπέτα να αντιμετωπίζει προβλήματα στις συνεργασίες του, αφού η εποχή δεν αναγνωρίζει πια τις αξίες του παρελθόντος. Ωστόσο από το 1990 και μετά οι δισκογραφικές εταιρείες και τα Μ.Μ.Ε. «ανακαλύπτουν» ξανά τα τραγούδια του, τα οποία γνωρίζουν νέα άνθηση και επανακάμπτουν στις προτιμήσεις των ακροατών.

Δυστυχώς, ο ίδιος πλέον δεν βρίσκεται μόνο στη δύση της καριέρας, αλλά και της ζωής του. Σύμφωνα με μαρτυρία της κόρης του Κατερίνας σε συνέντευξή της το 2017, λίγοι μόνο του συμπαραστέκονται. Ανάμεσα τους ο Μητσιάς, ο Ξενοφών Φιλέρης, η Μάρθα Βούρτση και η Μανταλένα. Στις αρχές του 1992 δεν ένιωθε καλά και πονούσαν τα κόκκαλά του. Όταν η κατάσταση επιδεινώθηκε μπήκε στο νοσοκομείο με τη διάγνωση του καρκίνου στα οστά σε προχωρημένη κατάσταση. Άφησε την τελευταία του πνοή από καρκίνο στο νοσοκομείο «Σωτηρία» στις 10 Μαρτίου 1992, σε ηλικία 67 ετών.

Ο Γιώργος Ζαμπέτας παντρεύτηκε το 1952 την Αργυρώ, την οποία είχε γνωρίσει στα 15 της. Μαζί της απέκτησε δύο κόρες, τη Μαρίκα το 1953 και την Κατερίνα το 1954, καθώς και ένα γιο, τον Μιχάλη το 1956. Κατά τραγική σύμπτωση, ο Μιχάλης απεβίωσε την ίδια ημερομηνία (10 Μαρτίου) με τον πατέρα του, το 2008, από καρκίνο. Ενδιάμεσα είχαν αποβιώσει ήδη η σύζυγος του Ζαμπέτα, Αργυρώ και η μεγάλη του κόρη, Μαρίκα.

Κοινοποίηση

Κοινοποιείστε στους φίλους σας!