Το Παλαιό Μαυρονόρος στέκεται στο «βουνό που μαυρίζει», όπως υποδηλώνει και το όνομά του, σαν πέτρινο φάντασμα και ανάμνηση μιας άλλης εποχής. Τότε που ακόμη έσφυζε από ζωή, πριν εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους του για πάντα.
Το χωριό είδε τα πρώτα σπίτια του να χτίζονται το 1866, ενώ μόλις το 1964, ούτε 100 χρόνια αργότερα, αποχαιρέτησε και τους τελευταίους κατοίκους του.
Η ιστορία του αρχίζει την περίοδο που η Ήπειρος αποτελούσε ακόμη κομμάτι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι ντόπιοι συχνά γνώριζαν κακομεταχείριση από τους Τούρκους. Δεν ήταν λίγες οι φορές που άνθρωποι άφηναν τον τόπο που γεννήθηκαν, αναζητώντας καλύτερες συνθήκες.
Το πρώτο πράγμα που έκτισαν ήταν μία εκκλησία, αυτή του Άι Γιώργη. Περίπου 20 χρόνια αργότερα ολόκληρη η περιοχή δόθηκε στον Εγιούπ Πασά από τον σουλτάνο, ως δώρο στο πρόσωπό του για τις υπηρεσίες του. Ο πασάς επέτρεψε στις οικογένειες που βρίσκονταν εκεί να καλλιεργήσουν την γη με αμπέλια και άλλα είδη και σταδιακά ο τόπος γνώρισε άνθιση.
Τα πρώτα σπίτια ήταν στην πραγματικότητα απλές καλύβες με καλαμιές σίκαλης και χωρίς παράθυρα. Αυτές οι κατασκευές ήταν δηλωτικό υποτέλειας και παράλληλα έδειχναν ότι οι κάτοικοι ζούσαν ακόμη με τον φόβο του αναγκαστικού διωγμού και γι’ αυτό δεν έχτιζαν πιο στιβαρά οικοδομήματα. Από την στιγμή, όμως, που εξασφάλισαν την παραμονή τους από τον Εγιούπ, δούλεψαν με μαεστρία και μεράκι την πέτρα και έφτιαξαν υπέροχα σπίτια, δίπατα και λιθόκτιστα, χρησιμοποιώντας υλικά από την γύρω περιοχή.
Το 1909, στην ακόμη τουρκοκρατούμενη Ήπειρο δεν ήταν ασυνήθιστη η δράση συμμοριών που λυμαίνονταν την περιοχή, με βασικό στόχο τους τα κοπάδια. Φαίνεται ότι κάτοικοι του χωριού βοήθησαν έναν συγχωριανό τους από επιδρομή μιας αλβανικής συμμορίας και τα μέλη της επέστρεψαν λίγο καιρό αργότερα διψασμένα για εκδίκηση. Προσποιούμενοι τους Τούρκους φοροεισπράκτορες, έφτασαν στο Παλαιό Μαυρονόρος και κατευθύνθηκαν προς το σχολείο, κρατώντας όμηρους τα παιδιά που βρίσκονταν εκεί. Ακολούθησαν πολλοί πυροβολισμοί, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τρεις συμμορίτες, ενώ οι υπόλοιποι έγιναν καπνός.
Το 1912, το χωριό καίγεται ολοσχερώς από τους Τούρκους για αντίποινα, με τους κατοίκους όμως να παραμένουν σταθεροί στις επάλξεις, επιδιορθώνοντας τις ζημιές.
Ωστόσο, κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που αποτέλεσε στρατηγικό πέρασμα, το χωριό μετατράπηκε σε πεδίο μάχης. Έτσι, οι περισσότεροι αναζήτησαν κρυψώνες και καταφύγια στα γύρω βουνά κι επέστρεψαν μετά το τέλος της Κατοχής. Εν τω μεταξύ, στα μέσα της δεκαετίας του 1960 απομακρύνθηκαν και οι τελευταίοι κάτοικοι του χωριού, οι οποίοι είτε βρέθηκαν στον νέο οικισμό που είχε χτιστεί στο μεταξύ, είτε προτίμησαν ακόμη πιο μακρινούς προορισμούς, αφήνοντάς πίσω τους ένα «πέτρινο φάντασμα» στο «βουνό που μαυρίζει».

Κοινοποίηση

Κοινοποιείστε στους φίλους σας!